Θα συνεχίζω με τα επιτεύγματα, ακριβώς επειδή είναι επιτεύγματα μιάς μικρής ταινίας, αυτό που λέμε «ταινία της σειράς», αυτό το είδος της μέσης καλής ταινίας, που ήταν κι αυτό το οποίο είχε ανέκαθεν ανάγκη ο κινηματογράφος και το οποίο όταν εξέλιπε, έκανε τον κινηματογράφο να μοιάζει ορφανός.
Σε αυτή ακριβώς τη λεγόμενη «μέση ταινία» είναι που έχουν ρίξει το ενδιαφέρον τους οι δημιουργοί, υπενθυμίζοντας στους ημιμαθείς των βαθμολογιών και των ερασιτεχνικών «κριτικών» σημειωμάτων αυτού του κόσμου πως το σινεμά είναι ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ υπόθεση. Και μέσα στο συλλογικό αναδεικνύει τις αξίες και τα ταλέντα του.
Εδώ λοιπόν έχουμε μια αστυνομική θα λέγαμε περιπέτεια, η οποία, όμως, καταβυθίζεται σε ασυνήθιστα για το είδος της πράγματα τα οποία έχουν να κάνουν με τα στοιχεία και τον χειρισμό του θέματος, με τους ασυνήθιστους χώρους που επέλεξαν να διαδραματίζεται, με τις ασυνήθιστες σχέσεις των προσώπων, ακόμα και με το εύρημα «απαγωγή» που χρησιμοποιείται εντελώς διαφορετικά από ό,τι συνηθίσαμε να βλέπουμε.
Κι οι ασυνήθιστοι χώροι στους οποίους αναφέρθηκα πιο πάνω, έχουν επίσης κάτι το αξιοσημείωτο: Ότι δεν χρησιμοποιούνται για να εντυπωσιάσουν, να αρχίσουμε να μιλάμε για αυτούς σαν να ήταν σκηνοθετικό επίτευγμα αλλά θυσιάζονται εικαστικά διότι πρέπει ο διευθυντής φωτογραφίας να τους καλύψει με τα σκοτάδια του προκειμένου να βγει η ατμόσφαιρα κι επίσης να εξυπηρετηθούν οι ταχύτητες της κίνησης της μηχανής. Όμως αξιοποιούνται με ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό τρόπο, με την απόλυτη συνύφανση τους με το σενάριο.
Σταχυολόγησα ορισμένα στοιχεία που όλα εδώ δείχνουν ότι υπάρχουν σκηνοθέτες, κι οι σκηνοθέτες είναι οι αδελφοί ΣΑΦΝΤΙ, ΜΠΕΝΥ και ΤΖΟΣ ΣΑΦΝΤΙ, όπου ο πρώτος μάλιστα είναι κι ηθοποιός και στην ταινία κρατά το ρόλο του «ζαβού» αδελφού» για τον οποίο ο μεγάλος, που το παίζει ο Πάτινσον, οργανώνει ολόκληρη επιχείρηση απαγωγής-διάσωσης ενώ έχουν ανακατευτεί και σε ληστεία Τράπεζας και τους κυνηγούς μαστιγωτές και Συμπλήγάδες. Κι οι αδερφοί Σάφντι είναι εξαιρετικά καταρτισμένοι, ξέρουν να ενσωματώνουν στοιχεία καταβολής, ξεκινώντας από τη σχέση των δύο αδελφών που μοιάζει μακρινή απόγονος του «Ανθρωποι και ποντίκια» του Τζόν Στάιμπεκ, ψάχνονται μέσα σε χώρους, όπως είπα και πριν, κι ανιχνεύουν χαρακτήρες.
Νέοι πολυπράγμονες, σκηνοθέτες-σεναριογράφοι και παραγωγοί φέρνουν τη δική τους διάθεση για ανανέωση και χωρίς να πρόκειται για μεγάλο έργο ως αποτέλεσμα, εντούτοις ως μέση καλή ταινία, εντυπωσιάζει εκείνον που ΑΓΑΠΑ το ΣΙΝΕΜΑ (τονίζω το ρήμα όπως και το αντικείμενο) με την ανανεωτική διάθεση των ανθρώπων. Και για να γίνει αυτό χρειάζονται σεναριογράφοι, σκηνοθέτες και ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ. Οπου τυγχάνει οι τελευταίοι να είναι Ελληνες. Από μια χώρα σαν τη δική μας, που η ημιμάθεια έχει καταδικάσει την έννοια «παραγωγός» κι όλοι μιλούν για τους auteursκαι δυστυχώς αυτά λέγονται και στις Σχολές οπότε που να βρεθεί Σωτηρία; Την ίδια ώρα που σε ΟΛΕΣ τις πανεπιστημιακές , κινηματογραφικές σχολές της ΕΥΡΩΠΗΣ (αφήνω την Αμερική επειδή ο κομπλεξισμός απέναντι της στα μέρη μας καταντά νοσηρός) έχουν ως ΠΡΩΤΗ ΕΔΡΑ την έδρα του ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ και μαζί της την ΕΔΡΑ του ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΥ.
Δεν ήταν όμως ταινία του auteur οπότε ήταν καταδικασμένη να μην κοιταχτεί από τη μεριά που την εξέτασε ο υποφαινόμενος. Με κριτήρια αλα Ταρκόφσκι ή Σοκούροφ σίγουρα δεν μπορεί να κριθεί αυτή η ταινία, οπότε ήταν καταδικασμένη να μην αναγνωριστούν επιτεύγματα της, αν δεν μπαινόβγαιναν και στη διάρκεια της προβολής όπως ηλιθιωδώς κι αφελώς ομολογούν εκ των υστέρων κάποιοι….