Η αξία βρίσκεται στο σενάριο, η αμηχανία στη σκηνοθεσία. Μόνο που σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι το ίδιο πρόσωπο. Και στη μέση βρίσκεται η καλή πρωταγωνίστρια.
Ανακοινώθηκαν οι ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΕΣ τριών ακόμα θεμελιωδών Σωματείων
Η Βρετανική Ακαδημία με τα BAFTAτης (τα βραβεία δηλαδή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης) έχει παγιώσει μία κατάσταση που επαναλαμβάνεται και φέτος: Αντί να κοιτά το δικό της κινηματογράφο, στρέφει το βλέμμα προς το τι θα παιχθεί στα Οσκαρ και προτιμά να ασχοληθεί με αυτά. Είναι η μόνη Ακαδημία στον κόσμο που δεν ασχολείται με το εθνικό καλλιτεχνικό προϊόν της και που το βρετανικό σινεμά το μετατρέπει σε «κατηγορία».
Όχι μόνο ως ταινία που είναι σφιχτοδεμένη, διασκεδαστική αλλά και συγκινητική μα κι ως τρόπος λειτουργίας του κινηματογράφου, του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ κινηματογράφου, που η θεωρία του auteur τον έχει καταδικάσει ενισχύοντας κι άλλο την χαμηλή αυτοεκτίμηση του, την οποία καλλιεργεί και στο κοινό.
Αυτή θα έλεγα πως είναι η «είδηση» που βγήκε από το προ-οσκαρικό χολυγουντιανό πάρτυ: Ο λόγος της Οπρα. Σαν να πήγε για προεκλογική ομιλία. Διότι κάπως έπρεπε να δικαιολογηθεί το LIFETIME ACHIΕVEMENT (ή αλλιώς «Βραβείο Σεσίλ Ντε Μιλ») που της έδωσαν για το σύνολο της καριέρας της. Ποιάς καριέρας της; Της τηλεοπτικής παρουσιάστριας που κατάφερε να γίνει μεγιστάνας, να πάρει πάνω της το θέμα των μαύρων και να πει διάφορες μεγαλοκουβέντες περί της σεξουαλικής κακοποίησης των γυναικών που ήταν και θα είναι το φετινό moto των απονομών;
Κατά τα άλλη, η ταινία δεν του βγαίνει του ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΕΪΝ με τίποτα. Είναι η πιο ανολοκλήρωτη ταινία του, ένα έργο από αυτά που δεν μπορούν να διαχειριστούν μέχρι τέλους το αρχικό τους εύρημα.
Αλλα δύο Σωματεία προχώρησαν στην ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων ως επιτεύγματα των κλάδων τους ενόψει των Οσκαρ.
Το ενδιαφέρον σε αυτά τα Σωματεία είναι πως χωρίζουν τις ταινίες σε πολλές κατηγορίες διότι ως ειδικοί κλάδοι λαμβάνουν υπόψη όλες τις παραμέτρους.
Κι έτσι βλέπουμε ποια είναι αυτά που έχουν ξεχωρίσει, από ένα Σωματείο καθοριστικής σημασίας, όπως αυτό των Παραγωγών.
Και τώρα πιάνουμε δουλειά για να αρχίσουμε να παίρνουμε χαμπάρι περί του τι αρχίζει να διαφαίνεται πως ξεχωρίζει.
Βέβαια, οφείλω ν α διευκρινίσω προς τους αναγνώστες δύο πράγματα.
Κάποτε στην Αμερική, από ανθρώπους της Ακαδημίας Κινηματογράφου, πήρα ένα πολύ μεγάλο μάθημα που με έβαλε στη θέση μου και με βοήθησε πολύ παραπέρα ως κριτικό. Ηταν τότε με την Σαρλίζ Θέρον στο «Monster» όπου ισχυριζόμουν ότι μπορεί να είναι καλή η ερμηνεία της αλλά δεν δέχομαι μια ηθοποιός να πρέπει να ασχημύνει ή να παραμορφωθεί, εφόσον είναι όμορφη, προκειμένου να γίνει αποδεκτή ως ηθοποιός. Κι ότι εκτιμούσα εκείνο που είχε πετύχει η Κιμ Μπάσινγκερ στο «Λος Αντζελες: Εμπιστευτικόν» να αναγνωριστεί ως ηθοποιός παραμένοντας ωραία και σέξυ γυναίκα. Μου «την είπαν» κατά το κοινώς λεγόμενο: «Ναι, ωραία αυτά που λες αλλά στο μεταξύ εδώ έχουμε ένα performance κι αυτό καλούμαστε να κρίνουμε. ΟΙ ισχυρισμοί σου μπορεί να έχουν δημοσιογραφική βάση αλλά στην εξέταση της ερμηνείας δεν έχουν καμμία θέση. Το τι γίνεται στο Χόλυγουντ δεν είναι point για να κρίνεις ερμηνεία». Το «μάθημα» είχε κι αναδρομική αναφορά από τον προηγούμενο χρόνο, όπου πάνω-κάτω είχα προβάλει παρόμοιους ισχυρισμούς με την πλήρη μεταμόρφωση-παραμόρφωση της Νικόλ Κίντμαν στις «Ωρες» όπου κατέληξε μη αναγνωρίσιμη για να γίνει Βιτρζίνια Γουλφ. Συνειδητοποίησα τότε ότι η δημοσιογραφική ιδιότητα επενεργούσε αρνητικά στην κριτική μου διαύγεια.