Κι από εδώ ξεκινάμε. Με ένα ανδρόγυνο που έχουν φτάσει στο διαζύγιο και μπαίνει το θέμα της κηδεμονίας του ανήλικου αγοριού διότι το κορίτσι είναι πιά στα 18 κι έτσι μπορεί να κάνει ό,τι επιθυμεί.
Μόνο που κανείς δεν θέλει αυτόν τον πατέρα, αυτόν τον σύζυγο. Ο εκρηκτικός χαρακτήρας του τον είχε οδηγήσει πολλές φορές στην ενδο-οικογενειακή βία και δεν θέλει κανείς να είναι μαζί του. Η εισαγωγική σκηνή με την διαπραγμάτευση μεταξύ αντιδίκων και διαδίκων κι εκπροσώπων του νόμου που παρακολουθούν και «διαιτητεύουν» είναι εξαιρετική, θαυμάσια γραμμένη, παιγμένη και σκηνοθετημένη και μετά μπαίνουμε στην υπόθεση. Για να δούμε αυτό τον άνθρωπο που ενώ θέλει να τον αγαπούν δεν είναι σε θέση να το πετύχει, ο εκρηκτικός χαρακτήρας του εξακολουθεί να τον κυβερνά, να μην μπορεί να τον ελέγξει ο ίδιος κι από ένα σημείο και μετά να γίνεται ανεπιθύμητος ακόμα κι από τους γονείς του. Να μην μπορεί να κερδίσει την αγάπη των παιδιών του κι ειδικά του μικρού αγοριού που η ατυχία το έφερε να είναι ανήλικο άρα να πρέπει να υφίσταται και τη συμβίωση με τον πατέρα έστω και στα σαββατοκύριακα και τελικά αυτός ο πατέρας και σύζυγος να εκπροσωπεί την απειλή, τον φόβο και τον κίνδυνο για τους οικείους του.
Εχουμε μάθει στο θέμα «κηδεμονία ανηλίκου» να κάνουμε αναγωγή πάντα στο «ΚΡΑΜΕΡ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΚΡΑΜΕΡ» που είναι και το έργο το οποίο έκανε focus σε αυτό το πρόβλημα. Και καλά κάνουμε και το έχουμε ως σημείο αναφοράς. Όμως, το «Μετά το χωρισμό» δεν είναι ένα γαλλικό «Κράμερ» τόσο ως αποτέλεσμα όσο , όμως, κι ως εξέταση θέματος. Σίγουρα το «Κράμερ εναντίον Κράμερ» είχε τεράστια σεναριακή έκταση, κάτι που εδώ δεν συμβαίνει, κι είχε και μεγάλη κοινωνική αναφορά, μετατρέποντας ένα ζήτημα οικογενειακό σε οικουμενικό. Εδώ, συμβαίνει το ανάποδο: Ένα κοινωνικό θέμα, που είναι περισσότερο η ενδο-οικογενειακή βία και δευτερευόντως η κηδεμονία ανηλίκου, μετατρέπεται σε οικογενειακό περιστατικό. Και περισσότερο έχει να κάνει με τον εκρηκτικό χαρακτήρα ενός ανθρώπου ο οποίος δεν άλλαξε χαρακτήρα. Και τελικώς έφερε μόνο δυστυχία στους γύρω του αλλά και στον ίδιο τον εαυτό του. Κι εδώ κάπου μπορούμε να σταματήσουμε τις αναφορές στο «Κράμερ» και τις αναγωγές, πόσο μάλλον τις αντιπαραβολές, διότι το «ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ» σε αυτό που θέλησε να είναι, ολοκληρώνει την αποστολή του.
Μπορεί να μένει στο περιστατικό αλλά το περιστατικό είναι εξονυχιστικά ελεγμένο ως περιστατικό και μπορεί στο τέλος να αποκτά και μια δική του καθολικότητα διότι γύρω μας υπάρχουν πολλά κακοποιημένα παιδιά που δεν τολμούν να καταγγείλουν από φόβο, υπάρχουν γονείς που επειδή ήταν «καρπεροί» δεν σημαίνει ότι είχαν και τα προσόντα γονέων, και τελικώς πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα κλειστά παράθυρα συμβαίνουν τραγωδίες που ακόμα κι η διπλανή πόρτα δεν τις «βλέπει» και δεν τις «ακούει» διότι αυτοί που ασκούν βία μέσα στην οικογένεια πετυχαίνουν την «αποστολή» τους επιβάλλοντας τον φόβο μέσα στο σπίτι και την υποκρισία στους πιο έξω. Ακόμα και στο νόμο.
Μπορεί το σενάριο να μην φτάνει στα αίτια και στα αιτιατά αυτής της βίας , μόνο τα υπαινίσσεται και μετά τα προσπερνάει, όμως είναι τόσο σοφά υπολογισμένο και με τέτοια δραματουργική αλλά και δραματική οικονομία ώστε να σε κρατά στο κάθισμα σου αποσβολωμένο.
Η ένταση που υπάρχει στο φιλμ είναι που με έκανε να ψάξω να βρώ πως λέγεται ο μοντέρ, ποιος είναι ο μοντέρ, διότι είδα μια εκπληκτική συνεργασία ανάμεσα στον σκηνοθέτη ΞΑΒΙΕ ΛΕΓΚΡΑΝΤ, που έχει γράψει και το σενάριο κι όπου σενάριο και σκηνοθεσία γίνονται ένα πράγμα κι αδιαίρετο, όπως συνέβαινε και στην περίπτωση του ΡΟΜΠΕΡΤ ΜΠΕΝΤΟΝ με το «Κράμερ εναντίον Κράμερ», και τον μοντέρ. Ο μοντέρ ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ καταφέρνει και κρατά την ένταση που διαθέτει υποδειγματικά η κάθε σκηνή, έτσι όπως είναι γραμμένη και σκηνοθετημένη, και «κόβει» ακριβώς στον πόντο, εκεί που ο θεατής πρέπει να πάρει ανάσα ώστε να έχει ενδιαφέρον και για το παρακάτω.
Ο ΞΑΒΙΕ ΛΕΓΚΡΑΝΤ, με τον υιό ΓΑΒΡΑ, τον Αλέξανδρο ή ΑΛΕΣΑΝΤΡ, συνδέονται από προηγούμενα χρόνια κι έχουν φτάσει ως την υποψηφιότητα για ΟΣΚΑΡ στην κατηγορία του μικρού μήκους –για την οποία κέρδισαν στην πατρίδα τους το «ΣΕΖΑΡ».. Σε αυτή τη μεγάλου μήκους ταινία, ανεβαίνουν πέντε- πέντε τα σκαλοπάτια και φτιάχνουν ένα από τα καλύτερα γαλλικά φιλμ που είδαμε φέτος. Κι ας το δει η χειμάζουσα ελληνική κινηματογραφία, τόσο εκείνοι που κάνουν ταινίες όσο κι οι άλλοι που γράφουν για ταινίες πως και στη Γαλλία η έννοια παραγωγός έχει πρωτεύουσα σημασία κι ας μιλήθηκε εκεί η θεωρία του auteur. Στην Ελλάδα η λέξη «παραγωγός» εξακολουθεί να είναι συνώνυμη του ….. «δοσίλογος» ή κάτι τέτοιο, διότι αντιμετωπίζεται με απέχθεια, περιφρόνηση και διασυρμό. Ισως από τον Αλεξάντρ Γαβρά να είχαν να μάθουν πράγματα.. Εφόσον ήθελαν…. Αν ήθελαν….
Εκπληκτικός ο ηθοποιός που παίζει τον πατέρα, τόσο ως έκφραση όσο κι ως φυσιογνωμία αλλά κι ως σωματότυπος, ένας άνθρωπος που σε κάνει ανα πάσα στιγμή να φοβάσαι ότι θα (σου) επιτεθεί, ότι ο διπλανός του κινδυνεύει ανα πάσα στιγμή να φάει την ανάστροφη, να υποστεί το ξέσπασμα της εσωτερικής βίας του, ειδικά ο αδύναμος. Ονομα αυτού ΝΤΕΝΙ ΜΕΝΟΣΕ. Εξαιρετικό και το αγοράκι, ΤΟΜΑ ΖΟΡΙΑ. Συγκλονιστική η σεκάνς του φινάλε , όπου δίνουν ρέστα ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος με τον μοντέρ και κορυφώνεται η ερμηνεία της ΛΕΑ ΝΤΡΟΥΚΕΡ στο ρόλο της μάνας-η σκηνή στο μπάνιο είναι περίφημη, και δείχνει πως ο Λεγκράν με τον μοντέρ Λαμπρινό θα μπορούσαν κάποια στιγμή να ψαχτούν και προς το αστυνομικό είδος, έχουν όλα τα κινηματογραφικά προσόντα .