Η περίπτωση αφορά στον Ιρανό ΑΣΓΚΑΡ ΦΑΡΑΝΤΙ, ο οποίος είναι περίπτωση. Είναι αυτό που λέμε Σεναριογράφος-Σκηνοθέτης κι ανήκει σε μια κατηγορία διαφορετική από τις άλλες πολλές της έννοιας σκηνοθέτης.
Από την αγαπημένη δική μας καλλιτέχνιδα του τραγουδιού, την ΑΡΛΕΤΑ, θα ξεκινήσω και θα σταθώ αρκετά σε αυτό διότι το ίδιο κάνει κι η ταινία. Για μας είναι τιμή να βλέπουμε μια ιταλική ταινία κι όχι όποια κι όποια αλλά του ΤΖΑΝΙ ΑΜΕΛΙΟ- θα τα πω παρακάτω και για αυτόν-κι οι τίτλοι να σε ξαφνιάζουν…Ξεκινούν με το τραγούδι της αξέχαστης «μια φορά θυμάμαι μ’ αγαπούσες»…, ο θεατής αποσβολώνεται , και βλέπει να παίζει ΟΛΟΚΛΗΡΟ το τραγούδι όσο διαρκούν οι τίτλοι αρχής. Οι οποίοι είναι καμωμένοι με τον πολύ παλιό κι «ορθόδοξο» τρόπο, να είναι σε ένα πλαίσιο, να τους συνοδεύει μουσικό θέμα κι ύστερα να αρχίζει η ταινία.
..Αν κι εδώ εμπλέκεται πάλι το.. Βέλγιο, που ουδέποτε επισήμως αναλαμβάνει . Στην περίπτωση της Βρεττανής Αγκαθα Κρίστι ο επινοημένος ήρωας της, ο πολύς Ηρακλής Πουαρώ, είναι Βέλγος, στη δε περίπτωση του Γάλλου επιθεωρητή Μαιγκρέ, Βέλγος είναι ο «μπαμπάς» του , ο συγγραφέας ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για «ισπανικό» καλοκαίρι μια κι η μοίρα των ταινιών της συγκεκριμένης χώρας και προπαντός ΓΛΩΣΣΑΣ θέλει τα έργα της να κάνουν ως επί το πλείστον καριέρα στην Ελλάδα , κατά η θερινή σαιζόν.. Ωστόσο το συγκεκριμένο δεν είναι ακριβώς «ισπανικό», είναι στη βάση του αργεντίνικο, ωστόσο οι συμπαραγωγές μεταξυ των χωρών κυρίως λόγω γλώσσας, ενίοτε ενιαιοποιούν..
Το άρθρο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρω και στον τίτλο, αφορά στην περίπτωση που η Ελλάδα, μέσω του επίσημου φορέα του προβλεπόμενου από το νομοθετικό πλαίσιο (ώστε να είναι έγκυρη η υποβολή) επιλέξει να στείλει το «ΣΜΥΡΝΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ». Ως εκπροσώπηση στην κούρσα για την 5άδα του ΔΙΕΘΝΟΥΣ OSCAR του 2023.
Αν επιλέξει λοιπόν να στείλει την «ΣΜΥΡΝΗ», να φροντίσει να στείλει την ΠΛΗΡΗ ΒΕΡΣΙΟΝ της ταινίας κι όχι τη συντομευμένη εκδοχή του καλοκαιριού.
Και προχωράμε, στο ότι είναι η ταινία που ΣΑΡΩΣΕ ΤΑ «GOYA», τα βραβεία της ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ, κερδίζοντας ΕΞΙ (ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου, Χαβιέρ, μοντάζ και μουσικής) σε σύνολο ΕΙΚΟΣΙ Υποψηφιοτήτων. Κι είναι κι η ταινία που εκτόπισε όχι μόνο στα «Goya» αλλά και στην υποβολή για το Διεθνές Οσκαρ την ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ «Παράλληλες μητέρες», φτάνοντας, όμως, μέχρι τη «short list» των 15 κι όχι την 5άδα των υποψηφίων.
Αυτό περί «ψυχαγωγικής αξίας» δηλώνει ποιο είναι το ζητούμενο. Από εκείνους που το έκαναν και για εκείνους στους οποίους το απευθύνουν. Το «ψυχαγωγικό» δεν αντιβαίνει στο «καλλιτεχνικό», διότι ΟΛΑ ΤΑ ΦΙΛΜ, είτε είναι ψυχαγωγίας είτε προβληματισμού είτε ο,τιδήποτε άλλου , από ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ γίνονται. Το να ξέρεις να φτιάξεις λοιπόν ταινία με προορισμό την ψυχαγωγία και να επιτυγχάνεις το στόχο σου ενώ καταπιάνεσαι με κάτι όχι εύκολο, αφού προϋποθέτει σύνθεση αξιώνει σαφώς και τον σεβασμό, πρώτα από όλα όμως την αναγνώριση.
Σε αντίθεση με άλλες γαλλικές ταινίες αυτού του «ακαδημαϊκού» τύπου, όπως για παράδειγμα τις «Χαμένες ψευδαισθήσεις» από τις πιο πρόσφατες, τούτη εδώ ΑΠΟΓ0ΗΤΕΥΕΙ
Διότι της λείπουν τα δυο βασικά συστατικά που χρειάζεται ως υλικό ο κάθε σκηνοθέτης ώστε να κάνει ταινία τέτοιου τύπου: Το ΣΕΝΑΡΙΟ και το ΜΟΝΤΑΖ.
Στην περίπτωση του Χιλιανού σκηνοθέτη ΠΑΜΠΛΟ ΛΑΡΑΙΝ και των βιογραφικών έργων του, υπάρχει μια παρερμηνεία, μια παρεξήγηση , πάνω στο τι θεωρείται «biopic». Ταινία με ήρωα υπαρκτό ή ιστορικό πρόσωπο δεν προϋποθέτει υποχρεωτικώς «βιογραφικό δράμα». Θεωρώ ότι ο Πάμπλο Λαραίν κάτι ήθελε να δείξει, οι κριτικοί εντός κι εκτός εισαγωγικών το παρερμήνευσαν, χωρίς αυτό να βγάζει λάδι το αποτέλεσμα. Διότι τα έργα κρίνονται εκ του αποτελέσματος και στο αποτέλεσμα, στο σύνολο δηλαδή, οι «βιογραφικές» ταινίες του Πάμπλο Λαραίν μπάζουν, χωλαίνουν
Το περίεργο με αυτή την ταινία , γαλλο-βελγικής συμπαραγωγής , είναι πως γοητεύεσαι κατά την παρακολούθηση ακόμα κι όταν στη λήξη διαπιστώνεις ότι δεν έχει καταλήξει πουθενά.