Είναι ένα έργο πάνω στη φιλία; ‘Η γύρω από την εμπιστοσύνη; Μήπως έχει να κάνει με την αγάπη και τα δυσδιάκριτα όρια των συναισθημάτων που την συναποτελούν; Είναι μήπως γυρω από την εφηβεία; Από την εφηβική φιλία ισως; Κι από την εφηβική αγάπη προφανώς…
Μήπως όμως είναι γύρω από την 13χρονη ηλικία; Στη συγκεκριμένη περίπτωση, την αγορίστικη 13χρονη; Εκεί που μόλις ξεκινά η εφηβεία κι ο εν δυνάμει έφηβος είναι ακόμα παιδί; Και μέσα του αρχίζουν να αναβράζουν συναισθήματα και ίμεροι; Κι επειδή τελούμε υπό διαμόρφωση, τα συναισθήματα κι οι ίμεροι μπερδεύονται μεταξύ τους, αλληλοτροφοδοτούνται ενίοτε (ΣΥΧΝΑ θα έλεγα) πανικοβάλλουν Κι «ακυρώνονται» διότι όλα αυτά συντελούνται στο κέντρο ενός σύμπαντος, που λέγεται περίγυρος
Ετσι λοιπόν το σενάριο της ταινίας του ΛΟΥΚΑΣ ΝΤΟΝΤ, ο οποίος έχει συγγράψει και το ΣΕΝΑΡΙΟ με συνεργάτη τον ΑΝΤΖΕΛΟ ΤΙΤΖΕΝΣ, μας έχει στο επίκεντρο την ιστορία δύο αγοριών, και βασικά είναι η ιστορία του ενός αγοριού, του Λεό, μια κι αυτός είναι δρομέας σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας και της ταινίας. Ωστόσο, έστω και μέσα από τον Λεό, το θέμα έχει να κάνει με τη φιλία του Λεό και του Ρεμύ. Μια φιλία, με όλες εκείνες τις ακαθόριστες διαθέσεις και συμπεριφορές, μια κολλητή φιλία, δυο αγόρια που περνούν όλο το χρόνο τους μαζί, που δεν μπορούν ο ένας χωρίς τον ΄άλλο, δυο φίλοι που δεν χωρίζουν. Και βέβαια ο περίγυρος το κάνει το θαύμα του κι αρχίζουν τα περί ομοφυλοφιλίας και τα πειράγματα. Το θέμα είναι πως εμείς οι θεατές δεν έχουμε δει τίποτε τέτοιο, πέρα από μια σκηνή τρυφερής πάλης, που φρενάρεται όμως. Δεν έχει κάποιο βλέμμα, μα κίνηση κάτι τέλος πάντων που να δηλώνει, ή έστω να υποδηλώνει, ξεκάθαρα και το σεξουαλικό κομμάτι . ‘Ομως από την άλλη είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η αγάπη είναι κάτι παραπάνω από τον κόσμο τούτο κι επειδή είναι 13χρονα, είναι πολύ άγουρα ακόμα δηλαδή, δεν ξέρεις ποιά στιγμή μπορεί να εκδηλωθεί, τι κι από ποιόν. Κι η εξέλιξη της ιστορίας δυστυχώς- λέω «δυστυχώς» διότι γίνεται δραματική, υποδηλώνει πως κάτι υπήρχε αλλά τι ακριβώς και πόσο ακαθόριστο κι αν ηταν κι αυτό…..κανείς δεν μαθαίνει. Διότι η φιλία, εξ αιτίας των παραπάνω, κάποια στιγμή, κι εντελώς απότομα κόβεται. Κι ο ένας χάνεται... Κι αρχίζει το δράμα της αγωνιώδους αναζήτησης, της αγωνιώδους αναρώτησης, των αγωνιωδών ερωτημάτων «Γιατί;». Η αβεβαιότητα της ενοχής, ΄Οτι κάπου έφταιξε.. Ο ένας… Ναι, αλλά πού; Σε, τι; ..
Δεν θα πω παρακάτω την υπόθεση παρόλο ότι αποκτά ενδιαφέρον, καθώς εμπλέκεται κι η μητέρα του ενός…Για να έχει ο θεατής, τουλάχιστον ο ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΘΕΑΤΗΣ, να απολαμβάνει.
Εκείνο που θα πω είναι , πρώτον , ως προς το σεναριακό κομμάτι είναι ότι υπάρχει γνώση παιδοψυχολογίας. Είναι πολύ μελετημένη η ψυχή των αγοριών αυτής της ηλικίας. Του δεν ξέρω τι είμαι, τι ακριβως θέλω, και τι μπορώ να παραδεχτώ αφού ακόμα δεν ξέρω καλά-καλά τι μου γίνεται..Αυτο είναι καταπληκτικό στοιχείο με το οποίο έχει εμβολιαστεί το σενάριο εξού και κάνει την ταινία διαφορετική. Κι έρχεται το σκηνοθετικό και κεντάει αυτή την παιδοψυχολογία του σεναρίου και την κεντάει με κινηματογραφικό τρόπο και κινηματογραφικά μέσα. Με τον ΦΑΚΟ. Με αυτό τον «άτιμο» τον κινηματογραφικό φακό που αγαπά πρόσωπα κι αδιαφορεί για άλλα. Οπου έτσι κι αγαπήσει κάποιον ο κινηματογραφικός φακός είτε Γκαρυ Κούπερ λέγεται είτε ο πιτσιρικας εδώ ή Γκάρμπο λέγεται ή Αλίκη κι όλα τα σύμπαντα.. Μπορεί κι αναδεικνύει τρομακτικά. Εδώ ας πούμε έχει λατρέψει τον πιτσιρικά που παίζει τον Λεό, τον ΕΝΤΕΝΤ ΝΤΑΜΠΡΙΝ, έχει λατρέψει όμως και τον άλλον, τον ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΝΤΕ ΒΕΛ, που κάνει τον Ρεμύ. Με του δεύτερου τα δάκρυα είναι που γινόμαστε πρώτη φορά σμπαράλια, με εκείνα τα δάκρυα ψυχής όταν κλαίει ένα αγόρι εκείνης της ηλικίας κι εμείς οι απέναντι δεν ξέρουμε αν κλαίει από ντροπή ή από προδομένα αισθήματα. Και μετά μας αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου ο «Λεό», ο Νταμπριν , και μας κάνει λιώμα.
Σημειωτέον ότι δεν πρόκειται για κάποιο μελό ,δεν το λέω για να υποτιμήσω το είδος, το αντίθετο, το τιμώ το μελό, δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας, απλά εδώ πρόκειται για κάτι άλλο , για κάτι τόσο βαθύ ψυχολογικά που σπάει και τις άμυνες. Κι άμα κλάψεις, θα έχεις κλάψει από τα βάθη. Κι αν δεν κλάψεις θα έχεις ωστόσο νιώσει το παράπονο κι την αγωνία εκείνων που κλαίνε.
Κινηματογραφικά ο ΛΟΥΚΑΣ ΝΤΟΝΤ έχοντας στα χέρια του ένα τέτοιο ψυχανέμισμα, έψαξε την τέλεια διανομή. Αυτό που θα επαναλαμβάνω και θα αποδίδω στον Δαλιανίδη επειδή αυτός μου το δίδαξε όχι ως φράση αλλά ως μύηση: Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΗΜΙΣΥ ΤΗΣ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ. Εδώ λοιπόν το θέμα είναι να βρεις το σωστό πιτσιρικά, τους σωστούς πιτσιρικάδες διότι κι ο άλλος, είπαμε, έχει το μερτικό του απλά ο ρόλος είναι μικρότερος. Κι όταν λέμε να βρεις τους σωστους πιτσιρικάδες, εννοούμε ότι θα κάνεις ανθρωποκεντρική σκηνοθεσία διότι ανθρωποκεντρικό είναι και το έργο και πρέπει να αναδείξεις συναισθήματα. Τα συναισθήματα αναδεικνύονται κοιτώντας το πρόσωπα του ηθοποιού. Η κάμερα το κοιτάει για λογαριασμό μας. Αυτό το πρόσωπο, ειδικά όταν πρόκειται για παιδί που είναι ανεκπαίδευτο, που δεν έχει πάρει μαθήματα ηθοποιίας, που δεν είναι σε θέση , λόγω ηλικίας, να παίξει με σχολές κι ενδοσκοπήσεις, κι επειδή θα βγάλεις τα εσώψυχα του ήρωα του στην οθόνη, πρέπει να έχει ένα πρόσωπο που να συνταιριάζει με την κάμερα και να συνταράσσει τον θεατή, από όλες τις γωνίες. Ο φακός εδώ τους πιάνει από όλες τις γωνίες, κυρίως τον Ενεντ Νταμπριν, τον «Λεό», κι από παντού του βγάζει συναίσθημα..Οταν λέω συναίσθημα , δεν εννοώ κλάψα.
Και βέβαια γράφει κι ωραίο ρόλο για τη μητέρα, επειδή θα παιχθούν κάποιες καίριες σκηνές στο φινάλε κι εκεί έρχεται επαγγελματίας ηθοποιός, η ΕΜΙΛΙ ΝΤΕΚΕΝ, και κάνουν από κοινού με τον πιτσιρικά Νταμπρίν, κόψιμο και ράψιμο. Απόλυτα συντονισμένοι στο συναίσθημα, σε κάτι τόσο μα τόσο ενιαίο. Εδώ και πάλι είναι ο σκηνοθέτης που κατόρθωσε και τα συντόνισε.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν με μια ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ολοφώτεινη, της μέρας, του ήλιου (και μιλάμε για Βέλγιο, παρόλο αυτά…), της φύσης, της ανοιχτωσιάς..Ακόμα και τα εσωτερικά είναι φωτισμένα αναλόγως, δεν αποπνέουν δυσθυμία….(ΦΡΑΝΚ ΒΑΝ ΝΤΕΝ ΕΝΤΕΝ, ο διευθυντής Φωτογραφίας, τον έχουμε και στην Ευρωπαϊκή Ακαδημία, Ολλανδός είναι, φοβερός)
Για το ΜΟΝΤΑΖ να μη μιλήσω.. ή μάλλον θα μιλήσω, διότι ο ρόλος είναι τεράστιος καθώς κεντά εκείνα τα πλάνα που διάλεξε ο σκηνοθέτης για τον πιτσιρικά του και τον έστειλε στον διευθυντή φωτογραφίας, αυτός ο μοντέρ, με τον τρόπο που τα συνθέτει ουσιαστικά ανασυνθέτει έργο, είναι ένα Μοντάζ που συμβάλει στο συναίσθημα (ΑΛΑΙΝ ΝΤΕΣΟΒΑΖ, είχε κάνει το μονταζ και σε μια βελγική ταινία που με είχε συγκλονίσει, κι ήταν υποψήφια για Ξενόγλωσσο Οσκαρ, το 2012, τη «Μοσχαροκεφαλή». Ναι είναι μοντέρ συναισθήματος