Από που να αρχίσω; Από το ότι ο ΠΕΔΡΟ ΑΛΜΟΔΟΒΑΡ αποδεικνύει για πολλοστή φορά ότι κουβαλά πάνω του τον όρο «ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ»; Από το πως σκηνοθετεί το συναίσθημα; Από το ότι αυτό το συναίσθημα το έχει γράψει ο ίδιος κι ότι το σκηνοθετούσε καθώς το έγραφε; Από το πως πιάνει ένα θέμα και το μετατρέπει σε σενάριο; Από το πως αναδεικνύει ηθοποιούς; Από το πόσο αγαπά τους χαρακτήρες που γράφει; Από την ωρίμανση και στο πως έχει εξελίξει τη «λωλάδα» της νιότης σε κάτι πανάκριβο κι ολοκληρωμένο, μεστό και δημιουργικό;
Πολύ με παίδεψε η προσπάθεια να βρω να δώσω ένα τίτλο στην κριτική. Διότι η ταινία δεν εντασσόταν πουθενά. Ούτε ακριβώς στο θρίλερ, ούτε ακριβώς στον τρόμο, ούτε ακριβώς στον auter-ισμό, ούτε ακριβώς στα «είδη», ούτε από την άλλη θα αντέγραφα τις πανομοιότυπες αναφορές πάνω σε έργο άλλου σκηνοθέτη τις οποίες κι αν τις είδα, δεν αποτελούν ταυτότητα, δεν προσδιορίζουν ταινία. Κι έτσι, κατέληξα στο δάνειο του τίτλου της ταινίας του Γρηγόρη Γρηγορίου, διότι συνειδητοποίησα αυτό ακριβώς: Ότι ο χαρακτηρισμός της ταινίας, η ταυτότητα της ταινίας, ήταν ένα «Κάτι άλλο». Κι αυτό το «κάτι άλλο», πάντοτε κάποιους ξαφνιάζει, κάποιους ενοχλεί, κάποιους τους κάνει να σπεύδουν άκριτα σε …υιοθεσία (χαχα), σε ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ, και κανείς να μην μπορεί να προσδιορίσει το «ακριβώς», το γιατί συμβαίνουν όλα αυτά.
Η όποια έλξη κι η όποια αξία αυτής της ταινίας, έχουν ως βάση το ΘΕΜΑ της. Την αποκάλυψη ενός γεγονότος που η παγκόσμια πλειοψηφία αγνοούσε.
Το φιλμ της ΒΟΣΝΙΑΣ- ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗΣ που ήταν υποψήφιο για το ΔΙΕΘΝΕΣ ΟΣΚΑΡ 2021, δείχνει πως τα όσα άφησε ο πόλεμος με τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, θα τους ταλανίζουν για καιρό, ίσως και για πάντα…
Οπότε, με βάση τον τίτλο που δίνω, το εγχείρημα είναι πετυχημένο. Διότι ζητούμενο σε ένα remake, σε μια «επανάληψη», είναι αν είχε λόγο να γίνει. Κι ο Νο 1 λόγος , είναι για το αν το πήγε παραπέρα η καινούργια βερσιόν από εκεί που το άφησε η προηγούμενη.
Η ταινία αυτή, εκ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ, έρχεται να αποδείξει κάτι που συμβαίνει εδώ και χρόνια. Ότι το Ντοκυμαντέρ ως είδος έχει ξεφύγει από τα παλιά στάδια του κι έχει περάσει σε επόμενο επίπεδο.
Για τον ΚΛΙΝΤ ΗΣΤΓΟΥΝΤ και το πως κάνει ταινίες και το ποιά είναι η βαθιά του σχέση με το σινεμά, τα έχω πει πολλές φορές και κάθε φορά έχω την αίσθηση ότι επαναλαμβάνομαι…
… Κι αυτή η συγκίνηση, μοιράζει τους «fan» στα δύο: Σε εκείνους που θέλουν το παλικάρι τους να παραμένει αλώβητο, μακριά από συγκινήσεις και συναισθηματισμούς και να είναι μονίμως στο «απίκο» για δράση και για γυναικείες αγκαλιές και στους άλλους που επειδή αγάπησαν τον ΤΖΕΗΜΣ ΜΠΟΝΤ ως ήρωα 60ετίας, γουστάρουν να το δουν κι άνθρωπο δικό τους, με τις ευάλωτες, συναισθηματικές πλευρές του.
Ο ΑΣΓΚΑΡ ΦΑΡΑΝΤΙ, ο παγκόσμια αναγνωρισμένος Ιρανός σκηνοθέτης ΚΑΙ ΣΕΝΑΡΙΟΓΡΑΦΟΣ, κάτοχος δύο Ξενόγλωσσων (Διεθνών) Οσκαρ, έχει φτιάξει σχολή στο ιρανικό σινεμά, όπως διαπιστώνω. Μια σχολή, με κοινωνικά θέματα που περνάνε μέσα από προσωπικά δράματα και γύρω τους αναπνέει ο ρεαλισμός με αναδημιουργικές παρεμβάσεις. Το «ΜΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ» είναι ταινία ενός τέτοιου «μαθητή», του ΒΑΧΙΝΤ ΖΑΛΙΛΒΑΝΤ, είναι ντεμπούτο, βέβαια στο σενάριο δεν είναι βιρτουόζος στο ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ (τονίζω τη λέξη «αποτέλεσμα»), σε αντίθεση με τον «δάσκαλο», παρόλο- κι αυτό τον τιμά!- έχει δύο σεναριογραφους για συνεργάτες, όπου συμμετέχει κι ο ίδιος.
Και δημιουργός αυτής, ο ΑΛΜΠΕΡ ΝΤΥΠΟΝΤΕΛ, ηθοποιός-σκηνοθέτης-σεναριογράφος, δηλαδή ένας πλήρης «auteur» αλλά δεν λαμβάνεται υπόψη ως τέτοιος από τους aurer-ιστές…..