Του Μπράνα έχει να κάνει με πολιτικό πλαίσιο, του Άντερσον με αυτό που λένε διάφοροι , με «αμερικανιά» αλλά για τον Αντερσον δεν θα το πουν διότι δεν τους επιτρέπει η θεωρία του auteur στην οποία τον έχoυν εντάξει. Περί «αμερικανιάς» πρόκειται, με μόνη τη διαφορά ότι ο υποφαινόμενος εννοεί εντελώς διαφορετικά τον όρο και δεν τον χρησιμοποιεί ποτέ ως ειρωνεία. .Απλώς , τον βάζω εδώ για να συνεννοηθούμε. Κι εδώ κάπου τελειώνει ο παραλληλισμός με το έργο του Μπράνα. Και πάμε στου Πωλ Τόμας Αντερσον.
Ταινία βιωμάτων λοιπόν από τον Πωλ Τομας Αντερσον και το San Fernado Valley, του 1973..Με τίτλο-αναφορά σε μια αλυσίδα καταστημάτων εκείνης της εποχής,κάτι ανάμεσα σε club και ταχυφαγείο, με την οποία ουσιαστικά ο Αντερσον σηματοδοτεί την εποχή και την αναφορά του.
Είναι ταινία βιωμάτων και νοσταλγίας , περισσότερο από όλες τις ανάλογες , συγγενεύει με τα «Νεανικά συνθήματα» (American Graffiti) του Τζωρτζ Λούκας, η οποία έχει το ίδιο καλό και το ίδιο κακό με εκείνη: Το ΚΑΛΟ είναι πως μέσα από το ρετρό περιβάλλον προβάλλει μια ποίηση , πάνω στην ελαφρότητα των αναμνήσεων, στην Καλιφόρνια είναι και τα δύο, στην ποίηση αυτή που γεννά η συγκεκριμένη μεγάλη Πολιτεία των ΗΠΑ, μια Πολιτεία που την έχω ζήσει περισσότερο από τις άλλες αμερικανικές και την ξέρω, όπως και το San Fernando Valley στο απροσδιόριστα ευρύτερο κι αχανές Λος Αντζελες, στο οποίο , ειδικά στην περιοχή του Sherman Oaks, είχαν τα σπίτια τους πολλοί φίλοι μου κι είναι και περιοχή όπου ζουν πάρα πολλοί της κινηματογραφικής και μουσικής βιομηχανίας. Το ΚΑΚΟ, και με τις δυο ταινίες που αναφέρω, του Λούκας και του Αντερσον είναι πως πρόκειται για τόσο πολύ αμερικάνικες, συγκεκριμένης εποχής, συγκεκριμένης περιόδου, συγκεκριμένης κουλτούρας, οι οποίες , τουλάχιστον στην Ελλάδα δεν μπορούν να κάνουν επικοινωνία.
Διότι το βίωμα στην ταινία του Αντερσον δεν έχει ως βάση κάποιο πολιτικό γεγονός, κάποιο κοινωνικό περιστατικό, κάτι που να αναμοχλεύει μια εποχή τέλος πάντων (όπως το «Belfast» του Μπράνα) αλλά είναι ένα ψυχανέμισμα, ενός αμερικανόπουλου, στο Valley, που μέσα σε εκείνο το σκηνικό της εποχής, βιώνει τον πρώτο του έρωτα με ένα τρόπο δοσμένο που κάνει τη διαφορά κι αξίζει καλλιτεχνικά τον κόπο. Δεν έχει συνταγή ο τρόπος με τον οποίο ο Πωλ Τομας Αντερσον γράφει και σκηνοθετεί την ιστορία. Όλο έχει ένα ιδιότυπο χειρισμό, που ως ιστορία, ως υπόθεση, μπορεί και να φανεί αδιάφορη, κι όμως είναι μια ιστορία φαινομενικά αδιάφορη σε κάποιους αλλά γεμάτη κεντίδια, πολλά κεντίδια, καλλιτεχνικά κεντίδια σε άλλους που οι κεραίες τους θα τα συλλάβουν…Μιλώ για κεντίδια, όχι για μηνύματα, για το ποιος είναι πιο έξυπνος θεατής από τον άλλο. Δεν σηκώνει το έργο τέτοιους ανταγωνισμούς. Εχει να κάνει με τις κεραίες.
Είναι ο έρωτας , σε εκείνη την εποχή, ενός 15χρονου που μεγαλοδείχνει, προς μια 25χρονη, μπορεί και 28χρονη, που, στα δικά του μάτια τουλάχιστον, μικροδείχνει. Στο περιθώριο του showbiz και του επιχειρείν. Και για τους δυο. Οι καταστάσεις που ζουν και που τους γράφει ο Αντερσον, δεν έχουν καμιά συνταγή, κανένα κλισέ, έχουν ένα άλλο χειρισμό, κυρίως ένα άλλο ψυχισμό, τον ψυχισμό του Λος Αντζελες και κυρίως του Βάλλευ, που είναι του ήλιου, της ανοιχτωσιάς , της άπλας και γύρω γυρω ένα απροσδιόριστο γεωγραφικά Χόλυγουντ που αφήνει την αύρα του …Ο τρόπος με τον οποίο σεναριακά τα επισημαίνει όλα αυτά ο Πωλ Τόμας Αντερσον είναι παραπάνω από ευρηματικός . Πως φτιάχνει «γαρνιτούρες» στις οποίες εντάσσει κάθε τόσο το κεντρικό ζευγάρι ενώ ακόμα δεν έχουν ολοκληρώσει τον έρωτα τους , πασχίζουν χωρίς να πασχίζουν, είναι τόσο φρέσκιοι κι original χαρακτήρες με κινήσεις απρόβλεπτες στην εξέλιξη της ιστορίας τους. Δύο, ας πούμε, από τις γαρνιτούρες, είναι για ανθολογία, αλλά και για διδασκαλία: Πως τοποθετείς περιοχή, πως ορίζεις περίγυρο, πως μέσα από αυτές τις δυο σκηνές που φαίνονται γαρνιτούρες , ανεβάζεις τη «λίμπιντο» του θεατή, προχωράς τους ήρωας και γράφεις δυο σκηνές οι οποίες είναι κι εκπληκτικοί ρόλοι για δυο ηθοποιούς. Η μία είναι αυτή για τον ΣΩΝ ΠΕΝ, που παίζει έξοχα, αληθινά έξοχα, έναν υποτιθέμενο ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΧΟΛΝΤΕΝ σε μια πολύ ευρηματική σεκάνς που σπάει σε τρεις σκηνές- να πω εδώ επί τη ευκαιρία, στα πλαίσια της ποιητικής προσέγγισης των αναμνήσεων ότι υπάρχουν αρκετές ημι-αναφορές σε πρόσωπα ή πράγματα κι όχι απόλυτες , ως σεναριακό ευρημα του Αντερσον. Η άλλη παρόμοια σκηνή είναι αυτή του ΜΠΡΑΝΤΛΕΫ ΚΟΥΠΕΡ στον οποίο έχει γράψει σκηνή -ρόλαρο. Κι ο ηθοποιός κάνε κέντημα απόλυτης άνεσης και λιτότητας. Του έχει γράψει το ρόλο του Τζων Πήτερς, εδώ τον έχει ονομαστικά και πλήρη. Του Τζων Πήτερς που ήταν κομμωτής, επιχειρηματίας, εραστής της Μπάρμπρα Στρέιζαντ και κατόπιν και συνεταίρος της κι αποτέλεσε μοντέλο ρόλου για το «SHAMPOO», το φιλμ με τον Γουόρεν Μπήττυ..Ε, ο Μπράντλεϋ Κιούπερ παίζει το ρόλο με ΟΛΑ αυτά τα στοιχεία που αναφέρω, με όλα αυτά τα στοιχεία που του έβαλε στο σενάριο ο Αντερσον, περιεκτικά κι όχι δηλωμένα κι ο Κούπερ έβγαλε κι από τη μύγα ξύγκι. Οπως το φιλτρο «Γουόρεν Μπήττυ» που έχει βάλει στο παίξιμο του ρόλου του Πήτερς. Πράγματα για μελέτη.
Ο Πωλ Τόμας Αντερσον , σεναριογράφος-σκηνοθέτης, συνήθως είναι περισσότερο σεναριογράφος, στην «αόρατη κλωστή» ήταν περισσότερο σκηνοθέτης, εδώ είναι ο απόλυτος…Μάνκιεβιτς. Αντε να ξεδιαλύνεις τι από τα δυο…Στην πρωταγωνιστική διανομή αυτή η κοπέλα, που παίζει για πρώτη φορά και θεωρείται διάσημη στο χώρο της μπάντας, η ΑΛΑΝΑ ΧΑΪΜ, υπάρχουν στιγμές που σε κάνουν να νομίζεις ότι είναι ολοκληρωμένη ηθοποιός. Ο δε νεαρός , που λέγεται ΚΟΥΠΕΡ ΧΟΦΜΑΝ και μοιάζει πολύ του ΦΙΛΙΠ ΣΕΫΜΟΥΡ ΧΟΦΜΑΝ, με τον οποίο είχε πολλές , γόνιμες συνεργασίες ο Πωλ Τόμας Αντερσον, ναι, δεν λέγεται τυχαία έτσι ούτε απλώς του μοιάζει. Είναι γιός πραγματικός του Φιλιπ Σέύμουρ Χόφμαν και φυσικά πάνω του παίζει το auter-ίστικο χαρτί του ο Αντερσον κι ο νεαρός μας κάνει να σκεφτόμαστε συνέχεια τον πατέρα του.
Το ΜΟΝΤΑΖ είναι πραγματικά της σχολής «Μοντάζ που δεν φαίνεται», είναι από τα σημαντικότερα επιμέρους επιτεύγματα της ταινίας , το φιλμ κυλά σαν ρυάκι κι ακόμα κι οι αργές κινήσεις, όταν χρειάζονται, έχουν κι αυτές ρυθμό, είναι σοβαρός στυλοβάτης του φιλμ
Το άλλο στοιχείο στο οποίο ήθελα να σταθώ , είναι στα κοστούμια. Εδώ ο ΜΑΡΚ ΜΠΡΙΤΖΕΣ, του κάνει μια δουλειά ανάλογη με εκείνη που του είχε κάνει στο «ΕΜΦΥΤΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ», όπου μέσα από ρούχα έφτιαχνε ατμόσφαιρα εποχής, από ρούχα που φαινομενικώς δεν είχαν αυτό που λέμε «βεστιάριο». Κάτι ανάλογο του κάνει κι εδώ, όπου το ρούχο έχει πάνω -κάτω μια ανάλογη διακριτικότητα, με το μοντάζ: Δεν «φαίνεται».
Η αναβίωση εποχής και τοποθεσίας ως πνεύμα είναι κοντά στο ταραντινέικο «Κάποτε στο Χόλυγουντ». Η διαφορά είναι ότι εδώ παίζει σε μικρή περιοχή, δεν απλώνεται σε ολόκληρη τη αχανή πόλη, γι αυτό και στάθηκα στα κοστούμια και στον παραλληλισμο της συνεργασίας σκηνοθέτη Αντερσον κι ενδυματολόγου Μπρίτζες στο «Εμφυτο ελάττωμαα» όπου κι εκεί αναλάμβαναν τη δουλειά τα κοστούμια λόγω μικρής περιοχής του μύθου, στο σενάριο. ΥΓ Η συνεργασία των δυο καλλιτεχνών υπήρξε καρποφόρα και στην «Αόρατη κλωστή» που έδωσε Οσκαρ στον ενδυματολόγο
ΚΙ επειδή, σύμφωνα με ένα βασικό κανόνα, ένα σωστό σενάριο πρέπει να κλείνει με ανάλογη σκηνή με την οποία ξεκίνησε, επανέρχομαι στον παραλληλισμό της αρχής και θα κλείσω με το εξής: Αν το «Belfast» με το εμφανές πολιτικό-κοινωνικό πλαίσιο είναι του Θεοδωράκη, η «Πίτσα γλυκόριζα» με τα δικά της ψυχανεμίσματα είναι του Χατζιδάκι…
Θα αλληλο-κτυπηθούν στα Οσκαρ, με βάση το παραπάνω. «Θεοδωρακικοί», «Χατζιδακικοί» και ουδέτεροι προς άλλη επιλογή…