Η ταινία εκείνη, η παλιά, «Ο αγύρτης» με τον Τάυρον Πάουερ ήταν ένα «κλασικό» ασπρόμαυρο έργο μυστηρίου με ήρωα έναν απατεώνα, την άνοδο και την τιμωρία του..
Το φιλμ ήταν του Εντμουντ Γκόουλντινγκ με τον οποίο είχε κάνει ο Τάυρον Πάουερ τον προηγούμενο χρόνο την «Κόψη του ξυραφιού» από το έργο του Σομερσετ Μομ, ο Γκόουλντινγκ είχε κάνει και προπολεμικά το ονομαστό «Grand Hotel» με Γκρέτα Γκάρμπο και Τζόαν Κρώφορντ.Τα λέω αυτά για να κατατοπιστούμε λίγο στην προϊστορία του φιλμ και του σινεμά απ΄το οποίο το Ντελ Τόρο το δανείστηκε. Ηταν ένα σινεμά ΕΙΔΩΝ που γοήτευαν τα είδη ως είδη και που οι σκηνοθέτες εκπαιδεύονταν ή και.. παιδεύονταν στο να κάνουν ταινίες που να ανυψώνουν το είδος στο οποίο ανήκαν και να ανυψώνονται κι οι ίδιες ανάλογα με το αποτέλεσμα τους.
Ο Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο το πήρε κι έκανε ένα φιλμ εντελώς μα εντελώς δικό του, ουσιαστικά εμπνεύστηκε τη δυνατότητα να παντρέψει το προσωπικό γκροτέσκο του με το παραδοσιακό φιλμ νουάρ και να βγάλει κάτι άλλο. Διότι ο Ντελ Τόρο ανήκει στη γειά της auter-οποίησης, όπου στην καλύτερη περίπτωση οι άξιοι άνθρωποι που καταπιάνονται με το σινεμά των ειδών, καταπιάνονται με διάθεση auteur..
Ο Ντελ Τόρο ανήκει σε αυτό και παράλληλα σέβεται απεριορίστως τους κανόνες του είδους στο οποίο κάνει την παρέμβαση του.
Το έργο ως υπόθεση έχει μυστήριο, Μόνο που εδώ η επεξεργασία του μυστηρίου δεν πάει τόσο στην επεξεργασία της πλοκής όσο στο οπτικό μέρος. Το αποτέλεσμα που βγαίνει δεν μπορούμε με τίποτε να το πετάξουμε διότι καταφέρνει και μας βάζει στη γοητεία του σασπένς και του μυστηρίου τονίζοντας κυρίως οπτικά τα στοιχεία από τα οποία αντλεί μυστήριο. Ως σενάριο είναι πιο αδύναμο από τον «Λαβύρινθο του Πάνα» κι από τη «Μορφή του νερού», όμως ως αποτέλεσμα , ως φιλμ, ως γοητεία, την δουλειά του την κάνει. Σαγηνεύει τον θεατή.
Κι αυτό διότι όπως είπαμε παντρεύει το νουάρ το αρχικό, από το οποίο ξεκινά η έμπνευση, με το δικό του γκροτέσκο κόσμο. Η υπόθεση του παρέχει τη δυνατότητα κυρίως στο να την προσαρμόσει στα μέτρα του, Η εποχή είναι αρχές δεκαετίας του ’40, ο ήρωας είναι ένας άνθρωπος με σκοτεινό παρελθόν ο οποίος έχει καταφύγει στην περιπλάνηση και «εκβράζεται» σε ένα περιφερόμενο τσίρκο της εποχής, όπου πιάνει σχέσεις με την χαρτορίχτρα και τον αλκοολικό άντρα της, ερωτεύεται την συνεσταλμένη κοπέλα του περιοδεύοντος θιάσου, για να πέσει στο δεύτερο μέρος στα δίχτυα, κυριολεκτικά κι όχι μόνο μεταφορικά, στη ΣΑΓΗΝΗ, μιας μυστηριώδους γυναίκας, που μπορεί να είναι πιο επικίνδυνη από τον ίδιο. Το βασικό στοιχείο του ήρωα, για να γίνει παιχνίδι με όλα τα παραπάνω που ανέφερα είναι ότι πρόκειται για έναν χαρακτήρα τύπου «Ελμερ Γκάντρυ», έναν αγύρτη που εξαπατά τον κοσμάκη, ο κόσμος του τσίρκου το προσφέρει, όπου μέσα στα πλαίσια της γοητείας που ασκεί είναι και το πόσο διαισθητικός μπορεί να είναι ή από που αντλεί όλα αυτά τα στοιχεία της απατεωνιάς… Αυτό είναι ένα στοιχείο που μας κρατά το ενδιαφέρον και την περιέργεια ως το τέλος καθότι έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος με τον οποίο σερβίρεται.
Οι πολύτιμοι συνεργάτες του εδώ είναι οι… «Οπτικοί». Δηλαδή ο υπεύθυνος της Σκηνογραφικής Διεύθυνσης, που εισηγείται χρώμα και αναλαμβάνει να στήσει τον γκροτέσκο κόσμο του περιφερόμενου, μικρού τσίρκου, την ίδια ώρα που δεν πρέπει να το φορτώσει και πολύ διότι ο σκηνοθέτης του, θέλει χώρο και για το νουάρ. Το οποίο το αναλαμβάνει η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, . Δουλεύει το χρώμα πάνω στο νουάρ, το φωτίζει όπως φωτίζει και προβλητικότατα τα γκροτέσκα στοιχεία σε ενιαίο τόνο και βέβαια και τις φυσιογνωμίες που ο Ντελ Τόρο έχει διαλέξει για να κάνει ακόμα πιο γοητευτικό το μυστήριο. Κι αυτό είναι το cast, η διανομή . Στο οποίο έχει φροντίσει να κλείσει μια υπέροχη διανομή. Δεν έχει σημασία αν οι ρόλοι που θα βγούν, από τη στιγμή που δεν το δουλεύει ως έργο σεναρίου, θα είναι ρόλοι ολκής, διότι η πλεύση του είναι η γοητεία. Ο ΜΠΡΑΝΤΛΕΫ ΚΟΥΠΕΡ θαρρείς κι έρχεται από τους γόητες σταρ του σινεμά της δεκαετίας του ’40. Επιβάλλεται με τη μία και παίρνει τους θεατές μαζί του ως το τέλος. Η ΚΕΗΤ ΜΠΛΑΝΣΕΤ κάνει star performance μυστηριώδους γόησσας, αντιπροσωπευτικό πρότυπου νουάρ αλλά όχι βάθους μα εικόνας κι επιφάνειας…Είναι ας πούμε σαν μια «Φαίη Νταναγουαίη» στο «Chinatown» αλλά χωρίς το ανάλογο περιεχόμενο…Η ΡΟΥΝΙ ΜΑΡΑ στο ρόλο της συνεσταλμένης κοπέλας, η ΤΟΝΙ ΚΟΛΕΤ ως τσιρκολιάνα χαρτορίχτρα , ο ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΣΤΡΑΘΕΡΝ ως αλκοολικός σύζυγος, ο ΓΟΥΙΛΕΜ ΝΤΑΦΟ ως μέλος του τσιρκολιάνικου μυστηρίου , ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΤΖΕΝΚΙΝΣ που μπαίνει ως καθοριστική παρέμβαση στο β’ μέρος, ο ΧΟΤ ΜΑΚ ΑΛΑΝΙ σε ένα πολύ ωραίο τύπο μπράβου, που κατάγεται από τα παλιά, από ανάλογους τύπους που έπαιζε ας πούμε ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΜΠΡΑΝΤΦΟΡΝΤ,για οσους ξέρουν από παλιό σινεμά, κι η ΜΑΙΡΗ ΣΤΗΝΜΠΕΡΓΚΕΝ στην οποία έχει γράψει ένα ωραιότατο σύντομο ρόλο με εκπληκτικό φινάλε, , ε, όλοι αυτοί είναι, πως να το κάνουμε «Επιχείρηση Γοητεία». Είναι μια διανομή από τις ωραιότερες, κυρίως όταν το ζητούμενο του σκηνοθέτη είναι η σαγήνη.
Διότι για όλους αυτούς έρχεται ο τρίτος πολύτιμος συνεργάτης ,ο ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΟΣ. Το πως τους ντύνει, είτε σε΄ χρώματα, είτε σε σχέδια , αυτή την Μπλάνσετ την βγάζει ντίβα απεριόριστη όπως και τον Κούπερ και τα εμπριμέ της Κολέτ και τα μονόχρωμα της Μάρα…και φυσικά τον κόσμο του τσίρκου αλλά και των πελατών και των αριστοκρατών και των απατεώνων, συν το γεγονός ότι ο ήρωας δεν μένει μόνο στο τσίρκο αλλά εμφανίζεται και σε κέντρα όπου διαβάζει τις σκέψεις των πελατών κι εκεί μέσα συντελείται πρόσθετη γοητεία , η οποία χωρίς ελεύθερο πεδίο στον Ενδυματολόγο δεν βγαίνει…
ΤΑΜΑΡΑ ΝΤΕΒΕΡΕΛ η Υπεύθυνη Σκηνογραφίας και συνολικού στησίματος , ΝΤΑΝ ΛΟΣΤΣΕΝ ο διευθυντής Φωτογραφίας, ΛΟΥΙΣ ΣΕΚΙΕΡΑ ο Ενδυματολόγος (τους δυο τελευταίους τους είχε και στη «Μορφή του νερού») είναι οι τρεις στυλοβάτες κι αυτοί που προτάθηκαν φέτος για το Οσκαρ στις ειδικότητες τους. Το ενδιαφέρον είναι πως χάρη σε αυτά τα τρία, το φιλμ κατάφερε να προταθεί κι ως Καλύτερη Ταινία(βέβαια είναι 10άδα κι όχι 8άδα, πόσο μάλλον αν ήταν 5άδα) ωστόσο δείχνει πόσο πολύ πρέπει να υπερψηφίστηκε από τους αντίστοιχους κλάδους χάρη στη δουλειά των συγκεκριμένων ανθρώπων, του Διευθυντή Φωτογραφίας, της Σκηνογράφου, του Ενδυματολόγου.