Μπαίνουμε στην κούρσα την προ-οσκαρική κανονικά με τους «θεσμικούς» παραδοσιακούς φορείς και το NATIONAL BOARD OF REVIEW, που παραδοσιακά την ανοίγει, έδωσε τα βραβεία του
Μέχρι πρότινος, το NATIONAL BOARD OF REVIEW ήταν ο εκκινητής της κούρσας των προ-οσκαρικών διακρίσεων φορέων και… κηδεμόνων, τώρα, που έχουν μπει πολλοί σε αυτό το χορό και.. βιάζονται, τα GOTHAM AWARDS είπαν το .. «τούκα προ» Κι επέλεξαν «ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΑΜΟΥ»
ΑΠΟΛΑΥΣΗ είναι η λέξη που χαρακτηρίζει αυτή την ταινία η οποία ανήκει σε ένα είδος στο οποίο δύο μεγάλοι ηθοποιοί, ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ κι ανάλογης ακτινοβολίας που δεν αφήνει , όμως, ασυγκίνητο τον κινηματογραφικό φακό, μας καλούν να διασκεδάσουμε σε ένα πανέξυπνο, αστυνομικό παιχνίδι.
Ένα παιχνίδι ανάλαφρο, το οποίο μας πάει από έκπληξη σε έκπληξη κι από ανατροπή σε ανατροπή και που στο τέλος μας αφήνει κι αποσβολωμένους.
Και δεν είναι διότι από την «Ιστορία γάμου» λείπει εντελώς η κοινωνική αναφορά. Εκείνη που στο «Κράμερ» έδινε όλη τη δραματικότητα, την αφορμή των μεγάλων δραματικών συγκρούσεων. Τη θέση του άντρα μέσα στ δουλειά, τη θέση του άντρα μέσα στο σπίτι, το ανυποψίαστο περί ρόλου πατέρα λόγω επαγγελματικής απορρόφησης αλλά και τα αίτια που την προκαλούν, τη γυναίκα που αντιδρά, το διαζύγιο, την κατοπινή δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παιδιού, το παιδί ανάμεσα σε δύο χέρια που το τραβάνε το ένα από δεξιά και το άλλο από αριστερά.. Μεγάλα δράματα βγαίνουν όταν οι ήρωες, οι χαρακτήρες, έρχονται μέσα από συγκρούσεις με κοινωνικό ζήτημα, με την κοινωνία που τους έχει βάλει τα πλαίσια κι εκείνοι πιέζονται, συνθλίβονται, αντιδρούν. Καιτότε η πράξη γίνεται «σπουδαία και τέλεια» κατά το αριστοτελικό ή «larger than life» κατά την αμερικανικώς εκφρασμένη προέκταση του
Εχω να πω ότι στην τρίτη του ταινία ο Σύλλας Τζουμέρκας δείχνει ότι έχει ανέβει πολλά σκαλοπάτια από εκεί που βρισκόταν στις δύο προηγούμενες ταινίες.
Η ταινία συνδυάζει την ατμόσφαιρα και την υποβλητικότητα του τοπίου, με την αδιαφορία από ένα σημείο και μετά για τους χαρακτήρες.
Ναι, ξεκινώ από εδώ διότι μου συνέβαινε κάτι… διπολικό, στην προβολή της ταινίας, στον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ: Να βλέπω ολοφάνερα ότι έχω ενώπιον μου στην οθόνη, κάτι σπουδαίο, και παράλληλα να δυσκολεύομαι να το απολαύσω. Και να το εκτιμήσω όπως του αξίζει. Διότι δεν φταίει η διάρκεια της ταινίας που είναι 3,5 ώρες, μα φταίει το γεγονός πως ακολουθούν τους καταναλωτικούς κανόνες των Cineplex κι αφαιρούν από την ταινία την έννοια της «απόλαυσης»
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ. Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΨΑΡΙΔΗΣ τιμήθηκε με το ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΟΝΤΑΖ της ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ για την "ΕΥΝΟΟΥΜΕΝΗ" του ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΝΘΙΜΟΥ.
Και δεν αναφέρομαι σε Ελληνες κριτικούς, μην πάει πονηρά ο νους. Από τα διεθνή ξεκινώ και αναρωτιέμαι.
Οι τωρινοί «ΑΘΛΙΟΙ» δεν είναι μια ακόμα μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος του ΒΙΚΤΩΡΟΣ ΟΥΓΚΩ στην οθόνη όπου δικαιολογημένα κάποιος μπορεί να αγανακτούσε από τις επαναλαμβανόμενες διασκευές. Οι τωρινοί «ΑΘΛΙΟΙ» είναι κάτι εντελώς διαφορετικό κι επίσης συγκλονιστικό διότι δεν αποκόπτονται από τον Ουγκώ… Αλλά…