Κι είναι λογικό…
Εχει πράγματα να του εκτιμήσεις αλλά δεν έχει τον τρόπο να σε κατακτήσει.
Σε αυτά που έχει για να του εκτιμήσεις- για να αρχίσω από τα θετικά- είναι , από καθαρώς κινηματογραφική άποψη η ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ με την επιλογή των χρωμάτων ,θαρρείς και κυρίαρχο χρώμα είναι τα σκοτεινό χαλκοπράσινο, ένα χρώμα μουχλιασμένου τοίχου , και η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ή για να είμαι πιο σαφής, ο φωτισμός αυτών των χρωμάτων και των χώρων που επέλεξε ο Διευθυντής Σκηνογραφίας.
Αυτά τα δύο είναι που σε βάζουν σε κλίμα.
Και το κλίμα είναι το Λένινγκραντ (σημερινή και προεπαναστατική Αγία Πετρούπολη), στο 1945, τις πρώτες μέρες της λήξης του Πολέμου.
Ένα Λένινγκραντ «εσωτερικό», μα εντελώς εσωτερικό, που ξαφνιάζει ως πρωτοτυπία ότι ενώ έχουμε τη λήξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια πόλη που υπέστη βιβλικές καταστροφές, έχουμε ήρωες και ηρωίδες που έφαγαν τη φρίκη του Πολέμου στην πρώτη γραμμή και δεν έχουμε εικόνες ούτε πολέμου ούτε ερειπίων. Τα ερείπια είναι εσωτερικά, τόσο με τη μεταφορική έννοια δηλαδή τους ανθρώπους όσο και με την επιλογή να παίζεται η δράση εντός κλειστών χώρων κι έτσι το σκηνικό μεταφέρεται αλλιώς.
Ο σκηνοθέτης ΚΑΝΤΕΜΙΡ ΜΠΑΛΑΓΚΟΦ, νεότατος κι αυτός, όπως κι οι Πολωνοί δημιουργοί του «CORPUS CHRISTI» κρατά με συνέπεια όλη την ταινία σε αυτή την επιλογή κι από πλευράς ατμόσφαιρας δεν έχεις να του προσάψεις το παραμικρό.
Όμως περνάμε στο έργο, στο σενάριο. Κι εδώ έχουμε θέματα, συναντάμε θέματα, τα οποία, δεν έχουν δέσει καλά μεταξύ τους .
Στις συμπεριφορές και στα τεκταινόμενα χάνει ενίοτε τον έλεγχο της ανίας ή και της «ασχήμιας» κι εντοπίζει την ιστορία στη σχέση δύο γυναικών, η οποία καθίσταται κι ερωτική ενώ ξεκινά με τη μητρότητα και με το παιδί που έχασε η μία και το χρεώνει στην άλλη και το μεταξύ τους ερωτικό δεν δένει τόσο πολύ με τα υπόλοιπα, ώστε μέσα στον ψυχικό ορυμαγδό να αποκτήσει σημαντικότητα, δεν γίνεται μια ιστορία αγάπης εντονότατης, ένα αισθηματικό δράμα που να κουβαλά την καταστροφή του πολέμου ενώ πάει να ξημερώσει η ειρήνη. Οπότε, κάποια στιγμή αισθάνεσαι ότι βλέπεις ένα έργο που σεναριακά αναζητά τον στόχο του , ή σαν τον έχει χάσει εξαρχής.
Κι ο συνδυασμός των μουντών χρωμάτων και των δραματικών γεγονότων που συμβαίνουν ολόγυρα αλλά δεν ξέρεις που είναι η γαρνιτούρα και ποιό είναι το κυρίως φαγητό, σε αποστασιοποιεί. Σε κρατά απόμακρο, δεν μπορεί να σε βοηθήσει να ταυτιστείς με την ιστορία όσο θα έπρεπε διότι υπάρχουν κενά, κυρίως στη στόχευση. Κι από την άλλη, μία διαρκής δραματικότητα που σε άλλες σκηνές σου προκαλεί τον θαυμασμό και σε άλλες την ψυχική κούραση ή και την ανία από τα επαναλαμβανόμενα όμοια αδιέξοδα. .
Δεν είναι ένα δράμα απόλαυσης, δεν είναι ένα δράμα που σε καθαρίζει και σε εκτονώνει, είναι έργο ζόφου που ενίοτε σε αποτρέπει. Είναι ένα περιβάλλον «ντοστογιεφσκικό», άλλωστε από εκεί καταγόταν κι ο μέγιστος της ρώσικης λογοτεχνίας (αν κι όταν επισκέφτηκα τη Ρωσία δυο φορές, περισσότερο τον βρήκα στη Μόσχα και λιγότερο στην Αγία Πετρούπολη), που οι χαρακτήρες δεν έχουν πάρει την εξίσου ντοστογιεφσκική διάσταση διότι μοιάζει να μην έχει βρεθεί η «ντοστογιεφσκική» στόχευση, πέραν της ατμόσφαιρας που επαναλαμβάνω ότι είναι αξιοσημείωτη, στα όρια του επιτεύγματος.