Είναι πολύ ενδιαφέρον, πολύ λιτό, βαθιά ουσιαστικό, απολύτως βατό και κατανοητό και θέτει το ζήτημα της Πίστης, αν και διαδραματίζεται στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας και μιλά φαινομενικά για την «Καθολική Πίστη», όμως όχι! Είναι ένα έργο βαθιά οικουμενικό, καθολικό αλλά… με την άλλη έννοια.
Προσωπικά, μάλιστα, το βρήκα πιο ουσιαστικό περί του θέματος από τους «Δύο Πάπες».
Αν ψάχνετε συγγένεια με άλλα φιλμ ώστε να κατατοπιστείτε θα σας έλεγα ότι κινείται κάπου ανάμεσα στο «Μητέρα Ιωάννα των Αγγέλων» του Καβαλιέροβιτς και στο «Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου» του Μπρεσόν.
Επί της κινηματογραφικής ουσίας, όμως, δεν είναι τίποτε εκ των δύο, αντιθέτως είναι πολύ πιο κοντά στον θεατή παρά στους θεωρητικούς των αναλύσεων- το «CORPUS CHRISTI», με απλά λόγια, τους τελευταίους δεν τους χρειάζεται..
Κεντρικός ήρωας είναι ένα νεαρό παιδί, που βρίσκεται στο αναμορφωτήριο , παίρνει «μετάθεση» για να πάει να δουλέψει σε ένα ξυλουργείο, με τη συμβουλευτική πρωτοβουλία του ιερέα του αναμορφωτηρίου κι ο νεαρός, φτάνοντας εκεί, μέσα από μια «παρεξήγηση», που δίνεται εντελώς βατά από το σενάριο ως σεναριακή προτροπή, εμφανίζεται ως ασκούμενος ιερέας, άρτι αποφοιτήσας από τη Θεολογική Σχολή..
Υποκαθιστά τον εφημέριο της περιοχής ο οποίος έχει τα προβλήματα του κι έχει μαζί του στις αποσκευές κάποιες κουβέντες περί Θεού και περί Πίστης που του είχε πει ο ιερέας του αναμορφωτηρίου. Τις κουβέντες αυτές θα τις επαναλάβει κι ο ταλαίπωρος εφημέριος της περιοχής με έναν άλλο τρόπο. Κι ο νεαρός μας ήρωας, αρχίζει «καριέρα» επαρχιακού εφημέριου μεταδίδοντας τα πρώτα λόγια των συμβουλατόρων του περί Θεού και Πίστης, περί του που βρίσκεται ο Θεός. Κι εδώ αρχίζει μια σχέση της Εκκλησίας με το Ποίμνιο, μέσα από τον ψεύτικο ιερέα, που όμως μεταφέρει λογια πραγματικών.
Και τα λόγια του πιάνουν καρπό και τόπο διότι σε αυτή μικρή επαρχία που βρίσκεται, υπάρχει διάχυτο ένα πένθος, που συνοδεύεται κι από μίσος, έχει να κάνει με ένα τροχαίο δυστύχημα που κόστισε τη ζωή σε εφτά άτομα, αλλά από την κοινότητα και το περιβάλλον αναγνωρίζονται ως θύματα μόνο τα έξη…
Από εδώ και πέρα, για τα «τι;», τα «πως;» και τα «γιατί;» δεν θα πω τίποτα διότι είναι αυτά τα στοιχεία για τα οποία αξίζει να δει κανείς το φιλμ. Και, πιστέψτε με, αυτό που θα δει και θα ακούσει, δεν είναι ένα εκκλησιαστικό κήρυγμα, δεν είναι μια προπαγάνδα της Καθολικής Εκκλησίας, αντίθετα είναι ο Λόγος αλλά κι η Σιωπή του Θεού εντός μας. Μέσα μας. Σε σημείο, που αυτά τα οποία λέει, τα παίρνεις μαζί σου φεύγοντας. Σε προβληματίζουν, τα κουβαλάς, ήδη πριν στρίψεις το επόμενο τετράγωνο έχεις κάνει μέσα σου μια πρώτη «προσευχή», διότι το μήνυμα που σου έχει περάσει είναι ΑΝΤΙ-ΕΝΟΧΙΚΟ απέναντι στο Θεό τον ίδιο. Ο συντονισμός με το Θεϊκό Σύμπαν, με το Σύμπαν γενικότερα, είναι αυτό που σου προσφέρει ως ουσία και ποιότητα περιεχομένου το φιλμ. Διότι σου μιλά και για την Ενοχή, σου περνάει το μήνυμα της Συγχώρεσης αλλά επιτρέπει και το Δικαίωμα στην Οργή και στον Θυμό ως τρόπο συνομιλίας με τον Θεό, εκεί που ως Ανθρωπος αδύναμος αισθάνεσαι ότι αδικήθηκες κι ότι όλο αυτό δεν μπορείς να το κατανοήσεις και να το συγχωρέσεις. Ω, ναι, αναγνωρίζει και δικαίωμα καυγά με τον ίδιο το Θεό, καταπολέμηση του φόβου αλλά στα πλαίσια συντονισμού μαζί Του κι όχι βλασφημίας.
Κι όλα αυτά, βγαίνουν μέσα από υπόθεση σεναρίου κι όχι από κηρύγματα. Ειναι οι καταστάσεις με τις οποίες θα έλθει σε επαφή ο νεαρός ψευτο-εφημέριος, και μαζί με αυτόν κι οι θεατές, είναι η σταδιακή διείσδυση στα μυστικά του χωριού, είναι αυτά που κάνουν τους ανθρώπους να πονάνε και δεν τα εκφράζουν, τα κρατούν μέσα τους, από «φόβο» προς τον Θεό ενώ θα πρέπει να συμβαίνει το αντίθετο. Διότι μόνο έτσι, κι όταν καταθέτεις και την οργή σου ακόμα, μπορείς κι επικοινωνείς και μπορείς να δεχτείς τον Λόγο Του που μέσα από κάποιο γεγονός , σου τον λέει ή σου στέλνει το Μήνυμα Του.
Ο σκηνοθέτης ΓΙΑΝ ΚΟΜΑΣΑ επέλεξε την πιο λιτή, αφηγηματική γραμμή ώστε να υλοποιήσει, να ζωντανέψει το σενάριο του νεαρότατου ΜΑΤΕΟΥΣ ΠΑΣΕΒΙΤΣ , το περιέλουσε με ατμόσφαιρα χωρίς αυτή να «φαίνεται» ως κάτι στυλίστικο αλλά ως κάτι εσωτερικό, με μουντούς φωτισμούς που έχουν να φωτίσουν μουντά χρώματα της σκηνογραφικής διεύθυνσης, που αυτή η μουντάδα είναι το εσωτερικό στοιχείο της κατάστασης των ανθρώπων και του χώρου , με πλάνα «κοντινά» επικεντρωμένα στους ανθρώπους ώστε να περάσει δι αυτής της σκηνοθετικής επιλογής το ανθρωποκεντρικό μήνυμα……
….Κι αναρωτιέμαι, για μια ακόμα φορά , αν στην Ελλάδα, ένα 27χρονο παιδί θα μπορούσε να καταπιαστεί ως σεναριογράφος με τέτοιο θέμα και να το κάνει αφηγηματική ιστορία (κι όχι ψευτο-ταρκοφσκισμούς) κι όπως ακόμα αν ένας επίσης νέος σε ηλικία σκηνοθέτης, 37άρης περίπου, θα ήθελε να κάνει τέτοια ταινία.. Αυτό, για να δούμε και να μάθουμε τι ΑΠΕΝΟΧΟΠΟΙΗΜΕΝΟ σινεμά διδάσκονται στην Πολωνία (μια και τα έχουμε πει και τα επαναλαμβάνουμε για κάποιες άλλες χώρες), με τι θέματα καταπιάνονται, πως χρησιμοποιούν την παράδοση του σινεμά τους και τη εξελίσσουν χωρίς να την μιμούνται, για να είναι αρεστοί σε μια αμφίβολης κατάρτισης σινε-νομενκλατούρα.
Εδώ έχουμε ένα δράμα που κυλά σαν νεράκι και που το περιεχόμενο του συνυφαίνεται με την εξέλιξη της υπόθεσης του. Κι είναι μια ΝΕΑΝΙΚΗ ταινία, που να πάρει η ευχή, με το νεανικό στοιχείο εντονότατο!!!
Οι ηθοποιοί είναι ΤΕΛΕΙΟΙ, ο νεαρός πρωταγωνιστής ΜΠΑΡΤΟΖ ΜΠΙΕΛΕΝΙΑ, έχει το βλέμμα εκείνο, που ο φακός το χρειάζεται απελπισμένα για να περνά ψυχολογικές καταστάσεις και μηνύματα στον θεατή, τα εκφραστικά του μάτια κι η λιτότητα των εκφράσεων του υπολοίπου προσώπου κάνουν τον τέλειο συνδυασμό για να βγει αυτός ο εσωτερικά θυμωμένος νεαρός που διαθέτει την εξωτερική ηρεμία ώστε να ξεγελάσει ως εφημέριος.
Μια ταινία που την έκαναν νέα ή νεαρά παιδιά με κινηματογραφική γνώση κι ωριμότητα ΒΕΤΕΡΑΝΩΝ.