Το «ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΜΠΕΘΕΡΙΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ» που ανήκει σε μια παρωχημένη σχολή εύρεσης ελληνικών τίτλων για ξένες κωμωδίες, προπαντός ιταλικές (δεν θα ξεχάσω ποτέ μου το «PRIMO AMORE» του ΝΤΙΝΟ ΡΙΖΙ με τον ΟΥΓΚΟ ΤΟΝΙΑΤΣΙ, που του είχαν δώσει τον άξεστο ελληνικό τίτλο «ΗΘΕΛΕ 18ΑΡΑ , ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΑΘΕΙ»( και προσθέτω εγώ ως σχολιαστικό υπότιτλο το «Κύριε Ελέησον»!) είναι μιά τέτοια κωμωδία από αυτές που παράγουν με γνώση κι επίγνωση του είδους οι Ιταλοί. Η οποία διαθέτει και το έτερον ιταλικό χαρακτηριστικό, την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ. Την οποία προσαρμόζει στο είδος κι αυτό είναι ένα άλλο χάρισμα των Ιταλών και του σινεμά τους για το οποίο έχω γράψει όχι απλώς αμέτρητες φορές αλλά σχεδόν σε κάθε κριτική μου.
Με ην κοινωνική αναφορά δεν «δηθενοποιούν», δείχνουν, όμως, αβίαστα κι αυθόρμητα ότι το κοινωνικό πηγάζει από μέσα τους. Και δεν το κάνουν για άλλοθι, δεν το έχουν ανάγκη.
Στην Ελλάδα, όμως, η κωμωδία πάντα αντιμετώπιζε πρόβλημα κι αν χρειάστηκε να περάσουν 50 και 60 χρόνια για να ανακαλύψουν τις παλιές ελληνικές κωμωδίες, αυτό δεν έγινε τόσο για την ίδια την κωμωδία όσο για να διασύρουν μέσω αυτής τα ελληνικά δράματα. Χώρια ότι δεν τιμά τους δηθενάδες και το γεγονός πως με το άλλοθι της 60ετίας ανακαλύπτουν κωμωδίες που είτε οι πρόγονοι τους είτε οι ίδιοι σε νεώτερες ηλικίες, τις αποκαλούσαν συλλήβδην «σαχλαμάρες» και τους κωμικούς για τους οποίους δήθεν κόπτονται, «σαχλαμπούχλες»
Πάμε λοιπόν στη συγκεκριμένη, η οποία είναι ένα εξαίρετο δείγμα του ψυχαγωγικού είδους, η οποία κάνει κωμωδία –αλλά ΚΩΜΩΔΙΑ- ένα κοινωνικό θέμα, την κοινωνική προκατάληψη. Οπου ο γιός μιάς «ταπεινής αναρχικιάς» κι η κόρη ενός πλούσιου νεοφιλελέ, στην εφηβεία και τα δυό τους, συνάπτουν σχέση κι η προκατάληψη μπαίνει ανάμεσα στο συμπέθερο και στη συμπεθέρα από εντελώς διαφορετικές αφετηρίες.
Το σενάριο φτιάχνει γύρω τους ολόκληρους κόσμους, που ζωντανεύουν μέσα από πρόσωπα, τα πρόσωπα γίνονται ρόλοι κωμωδίας κι όλοι συμβάλουν τόσο στο αστείο όσο και στην κοινωνική υπογράμμιση ή έστω υπενθύμιση. Μαθαίνουμε σιγά σιγά τον κάθε ένα και την κάθε μία από το περιβάλλον και των δύο κι οι ρόλοι συμβάλλουν στην κωμωδία , στην πλοκή της, στην όξυνση, στην εξομάλυνση. Και βέβαια, το happy end, οι αδαείς που τους αρέσει να μιλούν για σινεμά χωρίς να ξέρουν που πάνε τα τέσσερα, θα το χαρακτήριζαν «αμερικανιά». Δεν έχουν πρόβλημα θεωρώ να χαρακτηρίσουν «αμερικανιά» και το φινάλε μιας μη αμερικανικής αλλά ιταλικής κωμωδίας. Επειδή δεν ξέρουν την κωμωδία, δεν ξέρουν τους κανόνες, νομίζουν ότι το happy end είναι υπόθεση αμερικάνικη λες κι είναι στραβοί όταν βλέπουν άλλων χωρών κωμωδίες (άραγε βλέπουν; Διότι και για τις γαλλικές τα ίδια λένε και για τις ιταλικές επίσης) κι ότι η κωμωδία οφείλει να κλείνει με ευφορία κ όχι με δραματικό τέλος, εκτός αν πάμε σε μεικτό είδος.
Οι θαυμάσιοι ρόλοι έστειλαν τρεις ηθοποιούς στα «David di Donatello» για τα βραβεία ερμηνείας, την ΠΑΟΛΑ ΚΟΡΤΕΛΕΖΙ , βραβευμένη ήδη κατά το παρελθόν από την ΙΤΑΛΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ , πάλι για κωμωδία (είναι από τις καλύτερες σύγχρονες κωμικούς της Ιταλίας και παίζει με ένα τρόπο εξαιρετικά μετρημένο) και τον ΑΝΤΟΝΙΟ ΑΛΜΠΑΝΕΖΕ οι οποίοι παίζουν το ζεύγος των συμπεθέρων, και μαζί με αυτούς έστειλαν και την ΣΟΝΙΑ ΜΠΕΡΓΚΑΜΑΣΚΟ στην κατηγορία του β΄ρόλου (migliore attrice non protagonist- κατά τους Ιταλούς), είναι εκείνη που παίζει τη σνομπ, γαλλοτραφή πρώην σύζυγο του Αλμπανέζε.
Η σκηνοθεσία είναι του Ρικάρντο Μιλάνι, ο οποίος στην πραγματική ζωή είναι σύζγος της Κορτελέζε- για να μαθαίνουμε και καμιά άλλη Ιταλίδα πλην της Μπελούτσι