Αυτά, επειδή ως συνεπής και ιδεολόγος ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ γράφω κριτική για έργα κι όχι για auteur.
Διότι, οι πολλοί που γράφουν για auteur αντί για έργα, αναλαμβάνουν την υπεράσπιση του auteur, ανακαλύπτουν ένα σωρό από κακούς δράκους, γράφουν για τον ταλαιπωρημένο auteur κλπ κλπ, γεμίζει ο κόσμος με παραγνωρισμένες μεγαλοφυίες που οι «κακοί πααγωγοί» τους ταλαιπώρησαν κι έχουμε μπολικα ονόματα στο παγκόσμο ρεπερτόριο που έχουν φτιάξει μύθο ονόματος χάρη στις….αποτυχίες τους επειδή οι «κριτικοί ΤΟΥΣ δεν έγραφαν για έργο αλλά για auteur.Και στο τέλος, λόγω εξύμνησης του auteur παρουσιάζουν τις αποτυχίες που δεν βλέπονται ως αριστουργήματα παραγνωρισμένα.
Ο ΤΕΡΡΥ ΓΚΙΛΙΑΜ ανήκει κατά ένα ποσοστό σε αυτή την κατηγορία, όχι όμως καθ’ολοκληρίαν διότι το «Brazil» και το «Ο βασιλιάς της μοναξιάς» είναι έργα ουσίας, πατούν σε γερό σενάριο κι αναδεικνύουν το ταλέντο του ανθρώπου στον κωμικό σουρεαλισμό αλλά και στο συναίσθημα όταν καλείται να το προβάλει και να το υπηρετήσει. Συνεπώς, για τον Τέρρυ Γκίλιαμ δεν θα έλεγα τέτοια πράγματα, θα σημείωνα , όμως, το publicity που του κάνουν στις κατά καιρούς αποτυχίες του.
Κι αυτή την ταινία θα την κρίνω ως ταινία, έτσι ακριβώς όπως κάνω με ΟΛΕΣ. Και θα πω ότι οι ταλαιπωρίες που έχει υποστεί είναι εμφανείς αλλά ότι έχει και πράγματα που δεν σου επιτρέπουν να την προσπεράσεις ή να την πετάξεις στα σκουπίδια. Κι αυτό επίσης ισχύει.
Το μείον της είναι ο αχταρμάς, η απουσία κέντρου βάρους, το ότι κάποια στιγμή γίνεται χαώδης κι ανεξέλεγκτη κι ασυμμάζευτη σαν… πατημένη ντομάτα.
Το συν της είναι ο χιουμοριστικός αυτοσαρκασμός, η σουρεαλιστική διάθεση και ικανότητα κι ένας ρομαντισμός εφάμιλλος του Δον Κιχώτη του Θερβάντες που διαπνέει την ταινία, τα οποία συνυφαίνονται μαζί με τα αρνητικά στοιχεία ( στα αρνητικά προσθέτω και την άνευ λογικής μεγάλη διάρκεια διότι από την ίδια την υπόθεση δεν απαιτείται κάτι τέτοιο) και καταλήγει όλο μαζί σε ένα συμψηφισμό όπου ο τελική αίσθηση, η επίγευση αν θέλουμε να το πούμε έτσι, είναι μάλλον θετική, σίγουρα συμπαθητική.
Παρόλο ότι έχει έναν ανερμάτιστο ήρωα, που δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει, που πάει να κάνει ταινία τον «Δον Κιχώτη» αλλά μάλλον έχει πάει χωρίς σενάριο κατά το πώς συνήθιζαν οι auteurs παλιάς κοπής, το έργο δεν προχωράει κι ας τρέχουν τα έξοδα συνεργείου, ηθοποιών και παραγωγής στην Ισπανία που έχουν εγκατασταθεί, και δοκιμάζει να καταφύγει στην φοιτητική εργασία του, σε ένα φιλμ για τον «Δον Κιχώτη» που είχε κάνει τότε, και να δανειστεί ιδέες από αυτό, μπας και… Στο μεταξύ, αναβιώνοντας το παλιό, αναβιώνουν και τα παλιά, αναζητεί τον Δον Κιχώτη του, ψάχνει τον Σάντσο Πάντσα του, τι να απέγινε η Δουλτσινέα του, η κοπέλα που είχε ερωτευθεί τότε;
Κάπου δεν μπαλαντζάρει σωστά το ζητούμενο, δεν ξεκαθαρίζεται απόλυτο ζητούμενο, ωστόσο, το έργο- κι αυτό είναι στα ατού του!- βρίθει έξυπνων σκηνών, χιουμοριστικών σκηνών, σουρεαλιστικών καταστάσεων, που, επιμέρους είναι αρκετές και προσφέρουν ευφορία, και βέβαια, ειδικά στο δεύτερο μέρος που επιστρατεύει ο Τέρρυ Γκίλιαμ και το δυνατό κινηματογραφικά στοιχείο του, που ήταν πάντα η ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ, χανόμαστε και μεις, κάπου ανάμεσα σε χάος αλλά και ευφορία.
Κι ένα στοιχείο ευγένειας του έργου αλλά και του κεντρικού χαρακτήρα μα και της συνολικής διάθεσης της ταινίας είναι αυτό που είπα και πιο πάνω, ότι αυτοσαρκάζεται. Δεν δείχνει δηλαδή τον «καλό» auteur και τον «κακό» παραγωγό, δείχνει τον ονειροπόλο που βρίσκεται στον κόσμο του, πετάει στα δικά του σύννεφα, κι ότι αυτό που θέλει να κάνει ως έργο, τον αλαφροΐσκιωτο Δον Κιχώτη δηλαδή, τον φέρει εντός του, απλώς δεν έχει την συγκρότηση για να του δώσει φόρμα, να τον κάνει έργο (για τον κεντρικό χαρακτήρα μιλώ, όχι για τον Γκίλιαμ), να καθίσει να εργαστεί σοβαρά. Ο Γκίλιαμ τον έχει φτιάξει τον ήρωα στα μέτρα των υπερασπιστών των auteurs και το χαώδες του πράγματος , το ενισχύει. Φαντάζομαι τι θα τράβηξε ο μοντέρ για να συμμαζέψει όλο αυτό το πράγμα που κάθε τόσο έχανε και τον στόχο του.
Κι όμως, κάπου διασκεδάζεις, κάποτε βαριέσαι, άλλοτε σε ξενίζει η αλόγιστη διάρκεια μα η επίγευση την επομένη είναι θετική, είναι χαμογελαστή, είναι ονειροπόλα, είναι αγαπησιάρικη.
Οι ηθοποιοί είναι απολύτως μέσα στο κλίμα , ο ΑΝΤΑΜ ΝΤΡΑΪΒΕΡ που τον ξέρουμε κυρίως από το «Paterson» έχει συναίσθηση του κωμικού και βγάζει πολύ ωραία την «πανίκα» του ήρωα, ο ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΠΡΑΪΣ ανταποκρίνεται στο σουρεαλισμό του ρόλου, ο ΣΤΕΛΑΝ ΣΚΑΡΣΓΚΑΑΡΝΤ με τον τρόπο που παίζει τον παραγωγό περνάει «θέση» και σημειώνω τον ηθοποιό που παίζει τον τσιγγάνο, ονόματι ΟΣΚΑΡ ΧΑΕΝΑΔΑ, φτιάχνει ωραία πινελιά. «Δουλτσινέα» δεν είναι η Ολγα Κυριλένκο αλλά η νεαρή Πορτογαλέζα ΧΟΑΝΑ ΡΙΜΠΕΪΡΟ με εκφράσεις ευμετάβλητες.