Με ένα έργα φαινομενικά διαφορετικό από το προηγούμενο κι εντελώς όμοιο από πλευράς ψυχικής ανησυχίας για ένα πολιτισμό που παλεύει να κρατηθεί όρθιος στην απομόνωση του αλλά ο ξένος παράγοντας, η ξένη εισβολή απειλεί να τον νοθεύσει, να τον εκμεταλλευτεί, να τον σφετεριστεί , να τον καταπατήσει και ποδοπατήσει και ίσως τελικά να τον εξοντώσει.
Το τωρινό του έργο είναι έγχρωμο και βλέπουμε και μια ικανότητα και προς αυτή την πλευρά, στη συνεργασία του με τον διευθυντή φωτογραφίας, στο πως θα πετύχει την ατμόσφαιρα που θέλει και στην έγχρωμη απόδοση και τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά. Καταρχάς από μεριάς φωτογραφίας.
Κατά δεύτερον λόγο είναι εξαιρετικά κι από πλευράς έργου και περιεχομένου αν και η αντι-εμπορικότητα μπορεί σε πρώτο πλάνο να βάζει κάποιους σε σκέψεις.
Δεν είμαι σίγουρος για αυτά περί «αντι-εμπορικότητας» διότι πιστεύω σε κάτι που λέγεται ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑ κι ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤΑ κι όταν κάτι είναι αληθινό και τραβήξει, τότε μπορεί να κατακτήσει τον θεατή και να του επιβληθεί.
Σαφώς και το «ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ» με τη μαυρόασπρη φωτογραφία και τον αντι-τουριστικό Αμαζόνιο ήταν εν πρώτοις πιο αντι-εμπορικό κι όμως, λόγω γνησιότητας, τα είχε καταφέρει. Ελπίζω κι εύχομαι να τα καταφέρει κι αυτό. Το οποίο είναι πολύ ωραίος κινηματογράφος αλλά και δύσκολος, όχι όμως στο βαθμό που το φοβάται κανείς. Εξαρτάται από το πώς θα πλασαριστεί.
Αυτή τη φορά, δεν πρωταγωνιστεί ο Αμαζόνιος αλλά η ενδοχώρα. Κι όταν λέμε ενδοχώρα εννοούμε περιοχές χαμένες κάπου στα βάθη της Κολομβίας, με φυλές , που έχουν τη δική τους κουλτούρα, το δικό τους πολιτισμό, τη δική τους άποψη για τη ζωή, για την τιμωρία, για την ηθική και για τη νέμεση (άλλωστε και το φιλμ δεν χρησιμοποιεί την ισπανική γλώσσα παρά σε ελάχιστες φράσεις, οι διάλογοι είναι σε τοπική διάλεκτο της συγκεκριμένης φυλής κι αυτό ίσως κάποιους να τους κουράζει παρόλο ότι ο συνολικός ήχος της ταινίας κι η δουλειά σε αυτόν είναι απολύτως εξαιρετική) αλλά και με την ανώτερη δύναμη, την ψυχή, το Θεό…
Μια τέτοια περιοχή λοιπόν απειλείται από τον ξένο παράγοντα , από εκείνους που θέλουν να βάλουν χέρι στο προϊόν που παράγει το μέρος κι είναι η μαριχουάνα. Η χρήση της από τους ντόπιους μπορεί να έχει τα δικά της αποτελέσματα, το εμπόριο της όμως και το χρήμα που μπαίνει υποσχετικά από τον ξένο παράγοντα δημιουργεί νέα δεδομένα.
Κι όπως μας είχε πει η ταινία του ΜΕΛ ΓΚΙΜΠΣΟΝ «APOCALYPTO» ότι ένας πολιτισμός δεν εξαφανίζεται εξ αιτίας του ξένου παράγοντα αλλά της δικής του φθοράς και κατάπτωσης κι ο ξένος εισβολέας δίνει απλώς τη χαριστική βολή, κάτι τέτοιο, χωρίς να μας το λέει σε φράση, μας δίνει να αισθανθούμε ή να εννοήσουμε κι η ταινία αυτή. Η εμπορική εκμετάλλευση της μαριχουάνας βάζει τους ανθρώπους σε καταστάσεις παράνομου εμπορίου, βρώμικης συναλλαγής, φθοράς και τελικώς ολικής καταστροφής. Η απομονωμένη περιοχή μετατρέπεται τάχιστα σε σκηνικό «σημαδεμένου», καταστάσεις Scarface.
Η μεγάλη μαγκιά του σκηνοθετικού διδύμου είναι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται και διαχειρίζονται υλικό και περιεχόμενο. Ποτέ δεν ξεχνούν τι ταινία θέλουν να κάνουν, τι είδος ταινίας. Κι η σκληρότητα κι η βία και τα α λα «Scarface» φαινόμενα, δεν έχουν καμία σχέση με αυτά στα οποία αναφερόμαστε, όλα συμβαίνουν στο περιβάλλον που η σκηνοθεσία επέλεξε για δικό της, κι υπάρχει συνεχώς η αναφορά στον συγκεκριμένο πολιτισμό, ο τρόπος με τον οποίο δένονται και συνυφαίνονται η τοπική κουλτούρα με τον έξωθεν κίνδυνο είναι μοναδικός και γίνεται κι αξιοθαύμαστος. Διότι ποτέ δεν ξεφεύγει. Το σενάριο δεν ακολουθεί αφήγηση αστυνομικής περιπέτειας αλλά ταινίας εθνολογικού – πολιτισμικού χαρακτήρα με παρουσία ηθοποιών και ρόλων.
Και καταφέρνει , εσένα τον ξένο και τον μακρινό, να σε βάλει μέσα στην νοοτροπία τους, μέσα στον πολιτισμό τους και να νιώσεις τις απειλές της ουσίας διότι τις φαινομενικές τις βλέπεις έτσι κι αλλιώς μπροστά στα μάτια σου, στην οθόνη.
Και σε αφήνει προβληματισμένο, βγαίνοντας από την προβολή. Διότι τι σου έχει μείνει; Ουσιαστικά η προσέγγιση μιάς κουλτούρας . Και σου επιτρέπει να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει όχι για να συμπληρώσει κενά της ταινίας, η ταινία δεν έχει τέτοια κενά, αλλά κάπου να καταλάβεις και τις απαρχές όλου αυτού που συμβαίνει σε αυτά τα κράτη, ίσως στα περισσότερα (;) της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής, όλο αυτές τις παράξενες καταβολές και τις μίξεις και το πώς βγάζουν σκληρούς ανθρώπους και πως τελικά η εκμετάλλευση γίνεται, πως φτάνει σήμερα στις χώρες αυτές το εμπόριο ναρκωτικών να γίνεται αυτό που γίνεται ενώ την ίδια στιγμή, πίσω από αυτό υπάρχει ένας κόσμος ολόκληρος που βλέπει τον πολιτισμό του να αφανίζεται. Σκληροί λαοί, σκληρά τα προβλήματα τους, δυνατή η κατανόηση… Το έργο έχει σενάριο! Εχει βάσεις. Εχει βάθος. Αν δεν τα είχε, δεν θα μας έβαζε σε αυτές τις σκέψεις.
Αν ήταν έργο λόγου, αν δηλαδή το ίδιο πράγμα, το είχε πιάσει στα χέρια του δραματικός ή τραγικός ποιητής, θα μπορούσε να έχει βγάλει αρχαία τραγωδία. Αυτή τη μάνα που είναι η μόνη η οποία παραμένει θεματοφύλακας των αρχών όταν γύρω της εξοντώνονται παιδιά και νύφες, όταν βλέπουμε πως μετατρέπονται κι αυτοί οι ντόπιοι σε γκάνγκστερ κι η μάνα είναι η μόνη που μένει αλλά δεν της έχουν μείνει πιά δάκρυα για να κλάψει, ω ναι, θα είχε βγάλει αρχαίο δράμα. Κι αν αυτή τη μάνα την έπιανε η ΚΑΤΙΝΑ και την πήγαινε στην ΕΠΙΔΑΥΡΟ (μία είναι η ΚΑΤΙΝΑ της Επιδαύρου, η τεράστια ΠΑΞΙΝΟΥ) θα είχε προσθέσει μία ακόμα δίπλα στις άλλες.
Όμως δεν είναι έργο λόγου, είναι έργο εικόνας, είναι σινεμά και λειτουργεί απόλυτα ως σινεμά. Η ηθοποιάρα που παίζει τη μάνα δεν την παίζει με όρους αρχαίας τραγωδίας, την παίζει με όρους κοντινού πλάνου όπου η μάσκα της, είναι τόσο περιεκτική, λέει τόσα πολλά κι ο τρόπος με τον οποίο εκφέρει τις αντιλήψεις της, είναι πολύ δυνατός.
Η ταινία με συνεπήρε, δεν με κούρασε, με απασχόλησε, την απόλαυσα. Είχε κάτι να μου πει και μου το είπε. Κι ήταν γνήσια. Τη «δηθενιά» απεχθάνομαι, τόσο σε έργα όσο και σε ανθρώπους.