Ως σταρ αποχαιρετά ο ΡΟΜΠΕΡΤ ΡΕΝΤΦΟΡΝΤ, ως αυτό που πάντα ήταν κι όχι ως ηθοποιός που ποτέ δεν έφτασε στα ύψη. Εμβλημα του διαρκές το χαμόγελο κι η τσαχπινιά, αυτό που έδειξε, μέσα από ρόλο, στο «ΚΕΝΤΡΙ» και το οποίο τον ανάδειξε σε αγαπημένο αστέρα αμέτρητων εκατομμυρίων θεατών. Ως ηθοποιός ποτέ δεν ξεπέρασε το «Κεντρί», στο οποίο τελικά ό,τι είχε να δώσει υποκριτικά το έδωσε. Μέχρι εκεί ήταν. Δεν είχε άλλο, όπως αποδείχτηκε.
Το χαμόγελο έγινε το όπλο της γοητείας του κι ο καλός χαρακτήρας σε συνδυασμό με τις κοινωνικές ασχολίες του έδωσαν σε αυτή την εικόνα περιεχόμενο. Όταν ασχολήθηκε με την σκηνοθεσία, στην πρώτη του ταινία, το «ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ», ΚΑΤΕΠΛΗΞΕ κι έδειξε πως με τη σκηνοθεσία που εστιαζόταν στην καθοδήγηση ηθοποιών, μπορούσε να πιάσει χρωμοσώματα και βάθη που δεν μπορούσε να πιάσει με την υποκριτική.
Ολη του η υποκριτική καριέρα είναι ένα διαρκές star performance, αυτό που λένε απλοϊκά «παίζει τον Ρέντφορντ».
Το star performance όμως δεν είναι κάτι ευκαταφρόνητο, δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας, δεν το έχουν πολλοί, το κατέχουν μόνο οι πραγματικοί σταρ. Από κει και πέρα, είναι θέμα επιλογής σεναρίων μέσα από ποια σενάρια δηλαδή θα αναδείξει και θα ενισχύσει την εικόνα του.
Με ένα τέτοιο star performance διαλέγει να αποχαιρετήσει την υποκριτική, με ένα έργο το οποίο στρέφεται διαρκώς γύρω από την συμπαθή εικόνα του κι από το trade mark που λέγεται «χαμόγελο». Το έχει κρατήσει ακόμα και για το φινάλε της ταινίας, όχι μόνο ως εικόνα αλλά και την ίδια τη λέξη , για να δικαιολογήσει και να ηρωοποιήσει τον χαρακτήρα του έργου μέσα από το οποίο θα κάνει το performance Redford.
Πραγματικά η εικόνα που βγάζει είναι συμπαθέστατη, τσαχπίνικη, έξυπνη, τρισχαριτωμένη, μελετημένα αγαπητή στον κόσμο ως ένας διαρκής παράνομος που κατάφερε να γίνει διάσημος από τις αποδράσεις του στις φυλακές στις οποίες κατέληγε μια και το χόμπυ των ληστειών τον ακολουθούσε και τον καθόριζε από τα 13 του χρόνια.
Ως παραγωγός της ταινίας που είναι ο ίδιος, ελέγχει πλήρως τον σκηνοθέτη που προσέλαβε, τον ΝΤΕΗΒΙΝΤ ΛΟΟΥΕΡΥ, που είναι από τα παιδιά αλα Suntance, του Φεστιβάλ Ανεξάρτητων Ταινιών που ο Μπομπ θέσπισε και στήριξε και υπηρέτησε σταθερά και με ζήλο, και που αυτά τα παιδιά τα ελέγχει πλήρως.
Το σενάριο κι η σκηνοθετική γραμμή αν κάποια ταινία του Ρέντφορντ θυμίζουν είναι η «ΚΑΥΤΗ ΠΕΤΡΑ» του ΠΗΤΕΡ ΓΕΗΤΣ, μια ταινία που επισήμαινε την παρουσία του , λίγο πριν το «ΚΕΝΤΡΙ» και «ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ».
Υπόθεση ληστειών κι εδώ, ένας κάθε άλλο παρά γεράκος, διότι ο Ρέντφορντ δεν είναι ρολίστας, δεν είναι character actor, οπότε το «γεράκος» έχει να κάνει με την προσεγμένη εικόνα του Ρέντφορντ σε ρόλο ηλικιωμένου και άλλο τόσο γοητευτικού και συμπαθητικού όσο πρέπει να είναι ο Ρέντφορντ κατά την δηλωθείσα από την ίδιο αναχώρηση του.
Όλα είναι συμπαθητικά εκεί μέσα, ο ίδιος είναι πανέξυπνος στο πως καταφέρνει και διαπράττει τις ληστείες μαζί με κάποια άλλα γερόντια που παίζονται από γνωστές φάτσες όπως ο ΝΤΑΝΥ ΓΚΛΟΒΕΡ, ο ΤΟΜ ΓΟΥΕΪΤΣ όπου κανείς δεν αξιοποιείται πέραν της δηλωθείσας παρουσίας διότι το σενάριο δεν επιτρέπει τόσα πολλά, κι υπάρχει για γυναίκα του μύθου η ΣΙΣΥ ΣΠΕΗΣΕΚ, που είναι καλή ηθοποιός κι η οποία επίσης παίζει μια συμπαθητική που θα συμπαθήσει τον συμπαθητικό κι η Σπέησεκ έχει αναλάβει τη ζεστασιά στην ανταλλαγή χαμόγελων με τον Ρέντφορντ.
Ως ηθοποιός ξεχωρίζει ο ΚΕΪΣΥ ΑΦΛΕΚ στο ρόλο του διώκτη του, του μπάτσου που τον έχει καταλάβει, αλλά σε επίπεδο σταρ ο Ρέντφορντ κάνει τον Αφλεκ μια χαψιά αλλά δεν είναι εκεί το θέμα διότι ο Ρέντφορντ ως γνώστης κι ως παραγωγός ξέρει πως ο Αφλεκ διαθέτει το ταλέντο κι ότι θα ενισχύει την εικόνα τη δική του.
Η εποχή δεν πολυφαίνεται κι ας δηλώνεται ως δεκαετία 80 αλλά αυτό δείχνει πως είναι επιλογή φυσικά κι όχι αβλεψία, επιλογή ώστε το εικονιζόμενο είδωλο που αποχαιρετά, να κερδίζει σε διαχρονικότητα, η φωτογραφία εχει ύφος σε φωτισμούς που να μην παραπέμπουν τόσο στο γκλαμ όσο στην κοινωνική ταινια και κίνηση κάμερας που να ανταποκρίνεται στο ρυθμό του μοντάζ το οποίο μοντάζ κι αν έχει μελετήσει την «Καυτή πέτρα», στην αρμονική εναλλαγή ρυθμών. Κι ο θεατής γεμίζει συμπάθεια.
Όμως, δεν θα έλεγα ότι είναι έργο με το οποίο κάνεις grand finale, είναι έργο «ΦΤΩΧΟ», ειδικά για έναν άνθρωπο που ως σταρ πρωταγωνιστούσε πάντα σε καλές έως και πολύ καλές ταινίες, και που ως σκηνοθέτης, τουλάχιστον στις τρεις πρώτες του έδειξε μεγάλη αξία (στις επόμενες έχασε την μπάλα όπως την έχασε κι ως ηθοποιός στην τελευταία δεκαετία και βάλε ωστόσο κατάφερε και στάθηκε όρθιος) και το λέω «φτωχό» επειδή μέσα στο σενάριο πέφτουν που και που πληροφορίες ή στοιχεία που παρακάτω δεν αξιοποιούνται ώστε να έδιναν στην αναχώρηση και στον αποχαιρετισμό μεγαλύτερη εμβέλεια.