Η ΠΡΌΚΛΗΣΗ είναι ένα συστατικό κινηματογραφικού προϊόντος που πουλάει. Τα ίδια κάνει κι ο ΛΑΡΣ ΦΟΝ ΤΡΙΕΡ αλλά τα δικά του θα τα πω όταν θα έρθει η ώρα της κριτικής της δικής του ταινίας. ΟΜΩΣ, στην περίπτωση του εξ Αργεντινής προερχόμενου Γάλλου ΓΚΑΣΠΑΡ ΝΟΕ, βλέπω , ακριβώς επειδή είναι προϊόν με στοιχείο την πρόκληση ότι κάπου απευθύνονται. Αυτό με υποχρεώνει ως κριτικό να κρατήσω αποστάσεις από εμπάθεια κι απώθηση και να δω την ταινία με όση ψυχραιμία μου υπαγορεύει η ιδιότητα μου, με όση μετριοπάθεια γίνεται, την οποία μετριοπάθεια θεωρώ ότι καλείται να φέρει κάθε κριτικός. Διαφορετικά από κριτικός μετατρέπεται σε κανίβαλος θεατής.
Τι είναι λοιπόν αυτή η ταινία; «Η μάλλον ΤΙ ΕΙΔΑ σε αυτή την ταινία. Διότι καλό είναι να κρίνουμε αυτό που ΒΛΈΠΟΥΜΕ κι όχι αυτά που γράφουν το δελτίο Τύπου κι οι ινστρούχτορες που έχουν αναλάβει τις δημόσιες σχέσεις του auteur.
Τι είδα λοιπόν στην ταινία;
Στο ξεκίνημα είδα μια σειρά συνεντεύξεων περί «χορού» όπου μιλούν νεαρά άτομα όχι για την τέχνη του χορού αλλά για την αίσθηση και τις εξ αυτής πηγάζουσες ανάγκες. Κάποτε οι συνεντεύξεις αυτές τελειώνουν και μπαίνουμε στο έργο.
Σε κάτι σαν club, που δεν μοιάζει με τα club που ξέρουμε (σε «κατατοπιστικά» κείμενα διάβασα πως πρόκειται για σχολείο στο οποίο έχουν μαζευτεί μαθητές….), συγκεντρώνονται αγόρια και κορίτσια διαφόρων χρωμάτων και καταβολών κι αρχίζουν και χορεύουν. Αυτοσχέδια.
Αφενός τα άτομα που κάνουν τις χορευτικές επιδείξεις έχουν το χορό στο αίμα τους, κάνουν απίθανες φιγούρες, δεν μοιάζουν χορογραφημένα όλα αυτά αλλά αυθόρμητα, κι ο καθένας κι η κάθε μία εμφανίζονται και κάνουν το χορευτικό σόλο τους ή ανακατεύονται χορευτικά και με τους άλλους.
Μια κάμερα, με απίθανη κίνηση και παρακολούθηση, καταγράφει όλα αυτά τα χορευτικά επιτεύγματα του αυθορμητισμού και επί αρκετή ώρα παρακολουθούμε, έως και (ΝΑΙ, ΘΑΤΟ ΠΩ!!!) γοητευόμαστε από το πώς η κάμερα προβάλλει αυτό το περιεχόμενο της εικόνας, , όπου γίνεται επίδειξη μονοπλάνου και το μονοπλάνο είναι εντυπωσιακό ενώ η σκηνοθέτηση (όχι η σκηνοθεσία!!!- να μαθαίνουμε και τις διαφορές λέξεων κι εννοιών) έχει κάνει σκηνοθέτηση εντός κάδρου που θα το δει μια κάμερα ακίνητη στην αρχή, η οποία όμως μας έχει ξεγελάσει διότι αρχίζει στη συνέχεια τα ανεβοκατεβάσματα , τις πλάγιες γωνίες, τη βόλτα μέσα στο χώρο, κάνει λήψεις από ψηλά (το λεγόμενο «πλονζέ», δανεισμένο από τη γαλλική ..βουτιά) και με το χορό, τα ταλέντα και την κίνηση της κάμερας, δημιουργείται πράγματι μια αίσθηση αλλά σεναριακά αναζητείται θέμα, αναζητείται περιεχόμενο. Καταλαβαίνεις όμως ότι εκεί που η ταινία απευθύνεται, ή, για να είμαι ακριβέστερος και σωστότερος, αυτό που η ταινία επιδιώκει δεν είναι να μας πει ή να μας δείξει μια ιστορία αλλά αυτή την αίσθηση. Κάποια στιγμή, το μονοπλάνο παίρνει τέλος, σαν να κουράστηκε ο auteur , σαν να μην είχε δυνατότητες να το τραβήξει κι άλλο και πώς να το τραβήξει όταν δεν υπάρχει ιστορία.
Στη συνέχεια μεσολαβούν κάποιοι σύντομοι διάλογοι μεταξύ αυτοσχέδιων χορευτών που δεν βγάζουν και πολύ νόημα κι όταν τελειώνουν οι χορευτικές φιγούρες κι οι όποιοι διάλογοι, τότε ο «auteur» τους βάζει στα καλά καθούμενα να πλακώνονται μεταξύ τους, να βρίζονται, να μακελεύονται, να ασχημονούν, να βιαιοπραγούν, και να μεταβάλλεται αυτή η αίθουσα του club σε ένα τεράστιο ρίνγκ, που καταλήγει σε πεδίο μάχης, με φωτισμούς που χαμηλώνουν και σκοτεινιάζουν και με τον ήχο να μετατρέπεται σε σωρεία κραυγών και ξεφωνητών, με το μοντάζ να πασχίζει να δώσει την προτεινόμενη ένταση, κάτι ανάλογο δηλαδή, όχι όμως και τόσο αποτροπιαστικό ,σαν τον 9λεεπτο βιασμό της Μπελούτσι στο «Μη Αναστρέψιμος».
Και μετά τελειώνει. Τέλειωσαν τα χορευτικά και τους έβαλε να μακελευτούν.
Κι αυτό είναι το CLIMAX. Τόσο ως τίτλος ταινίας όσο κι ως… κλιμάκωση
Κανονικά, εδώ οφείλω να σταματήσω. Τι άλλη κριτική να γράψω για αυτό το έργο; Πολύ δεν του είναι;
Τα στοιχεία από τα οποία συναποτελείται είναι τα παραπάνω που ανέφερα.
Όμως δεν κάνει να κλείσω έτσι την κριτική μου. Με ένα ειρωνικό αφορισμό, δεν είναι και σωστό. Κάπου πρέπει να σεβόμαστε ακόμα και τον Γκασπάρ Νοέ ή τον Λαρς Φον Τρίερ, κι ας μας κοροϊδεύουν. Της κινηματογραφικής οικογένειας μέλη είναι, συγγενείς είμαστε.
Θα πω λοιπόν – και θα ΠΑΡΑΔΕΧΤΩ- ότι στο «τριπάκι» με έβαλε. Εδώ έχουμε ένα το κρατούμενο υπέρ του.
Και την ώρα που έκανα τις παραπάνω διαπιστώσεις, στο «τριπάκι» είχα ήδη μπει. Συγχρόνως όμως οφείλουμε να δούμε και τι επιδιώκει και που απευθύνεται.
Και βλέπω ότι υπάρχει ένα κοινό, νεολαία ως επί το πλείστον που σε αυτά τα έργα βρίσκει καταφύγιο. Μπορεί μέσα από αυτά κι εκφράζει τους θυμούς της και την οργή της, τον αυθορμητισμό της και την απόλυτη ανυπακοή σε κανόνες και νόρμες, στο «δεν δίνω λογαριασμό σε κανένα», στην ίδια την πρόκληση ως άμεσο ζητούμενο.
Αυτό το έχει συλλάβει ο Γκασπάρ Νοέ κι αυτό είναι που τον κρατά στην κινηματογραφική βιομηχανία, έχει πιάσει μια διάθεση, την οποία βρίσκει τρόπο να καλλιεργεί, μέχρι να εξαντληθεί κι αυτός όπως έχουν εξαντληθεί πριν από αυτόν κι άλλοι παρόμοιοι ή ανάλογοι.
Όταν λοιπόν υπάρχει ένα κοινό που συναρπάζεται μέσα από αυτό το γίγνεσθαι που προσωπικά και με κινηματογραφικούς όρους και νόμους με βγάζει από τα ρούχα μου, δεν μπορώ να μείνω προσκολλημένος σε αυτό, πρέπει να αναζητήσω και να επισημάνω και το άλλο.
Κι αυτό είναι το μυστικό του «CLIMAX» και του… «auteur» του.