Ο ΛΑΡΣ ΦΟΝ ΤΡΙΕΡ είναι ένας από αυτούς. Ένα δημιούργημα ή ένα κατασκεύασμα των Φεστιβάλ και δη των Κανών όπου παίζουν «συνεταιρικά» ένα παιχνίδι. Το παιχνίδι έχει να κάνει με το πρόσωπο, και το έργο κρίνεται με βάση το πρόσωπο. Κατά παράβαση κάθε ποιητικής , καλλιτεχνικής, εργοκεντρικής, αριστοτελικής δεοντολογίας. Ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Πρώτα να βλέπεις το έργο κι ύστερα να μαθαίνεις ποιος το έκανε.
Αν ίσχυε αυτό, αν δεν είχαν καταστρατηγήσει οι έμποροι των Φεστιβάλ με τους ΥΠΟΠΤΟΥΣ θεωρητικούς που τους έχουν για κάλυψη και για προπομπούς, τον αριστοτελικό νόμο, τώρα όλοι αυτοί δεν θα υπήρχαν. Με βάση τις ταινίες δεν θα υπήρχαν. Δεν θα υπήρχε κάποιος που έκανε εκείνο το ΕΚΤΡΩΜΑ που ονομαζόταν «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ» , δεν θα ανεχόμασταν στο σινεμά ως μιούζικαλ , και μάλιστα με αδέξιες χορογραφίες, την περίπτωση μιας τυφλής που την καταδικάζουν σε θάνατο και την κρεμάνε.
Όμως στην από τα Φεστιβάλ εκπορευόμενη «θεωρία και κατασκευή του auteur», το μήνυμα που στέλνεται προς τον πολύ κόσμο που δεν ξέρει, από εκείνους που ηθελημένα ή άθελα τους από ανασφάλεια προς την κινηματογραφική τους κατάρτιση ,ανέλαβαν να διακινήσουν τον auteur, πέφτουν βροχή οι «αναλύσεις» περί του τι θέλει να πει ο ποιητής, περί του τι «ανατροπή σε είδος» κάνει ο «δημιουργός» (ο Θεός να τον κάνει «δημιουργό») κι ο κόσμος κάθεται και τα χάβει. Διότι δεν ξέρει. Και νομίζει σαν αφιονισμένος ότι είδε αριστούργημα που δεν το καταλαβαίνει.
Δεκαετίες τώρα έτσι δουλεύει αυτή η βιομηχανία ων Φεστιβάλ.
Στην περίπτωση του ΛΑΡΣ ΦΟΝ ΤΡΙΕΡ, πριν προχωρήσουμε στην ταινία για να την δούμε ως ταινία και τίποτε άλλο, κι όχι ως «ταινία του Λαρς Φον Τρίερ» (με τα άλλοθι του εγκληματολογικού μαζεμένα υπέρ του auteur), στην περίπτωση, λοιπόν , του Λαρς Φον Τρίερ, τι έχουμε; Τι είναι ο Λαρς Φον Τρίερ;
Ο Λαρς Φον Τρίερ είναι ένας ΕΜΠΟΡΟΣ. Ενας ΠΑΝΕΞΥΠΝΟΣ, ευφυέστατος έμπορος. Ξέρει να πουλήσει προϊόν, πιο καλά από το να φτιάξει, κι ως προιόν έχει τον εαυτό του στον οποίο έχωσε και το γερμανικό «Φον» ενώ είναι Δανός, το οποίο θα χρησιμοποιούσε παρακάτω. Ο Λαρς Φον Τρίερ είναι και στουντιάρχης, κι εταιριάρχης, είναι ένας μεγιστάνας της δανέζικης κινηματογραφίας όπου όλα αυτά τα καταπληκτικά έργα της Δανίας, για τα οποία την υμνούμε, είναι δικές του παραγωγές, παραγωγές της εταιρίας του.. Τα περισσότερα εκ των ονομαστών. Βέβαια, τα υποζύγια που χρησιμοποιούνται ως «βαποράκια» για να μεταφέρουν το μήνυμα , νομίζουν ότι πρέπει να υμνούν τον Τρίερ που είναι «δημιουργός» και να ειρωνεύονται τις καλές ταινίες της Δανίας, σαν κι αυτές που έκανε φερειπειν η ΣΟΥΖΑΝΕ ΜΠΙΑΡ και την παρουσίαζαν ως αντιπαρατιθέμενη, όπου ο πανέξυπνος έμπορας της είχε κάνει κι «επιθέσεις». Και τα υποζύγια το έχαβαν. Μόνο που ο Λαρς Φον ΤΡίερ είναι αφεντικό της Μπίαρ, είναι στουντιάρχης της, για την εταιρία του κάνει ταινίες!!!!!!!!!!!!!
Σας λέω λοιπόν ότι γύρω από αυτή την τρισκατάρατη θεωρία του auteur και τη βιομηχανία των Φεστιβάλ, πέφτει χοντρή κοροϊδία!!!!
Οι Κάνες, ως πιστός «συνεταίρος» του συγκεκριμένου, τη μία τον «αποβάλουν» επειδή έκανε φιλοναζιστικές και καλά δηλώσεις, την άλλη τον συγχωρούν και τον επαναφέρουν, δηλαδή με αλλα λόγια παίζουν από κοινού το παιχνίδι. Διότι έχουν επενδύσει σε αυτόν, κι αυτός σε εκείνες, όπως στο studio system του παλιού Χόλυγουντ ο δημιουργημένος σταρ έπρεπε να αποσβέσει την επένδυση που είχε κάνει πάνω του ο χολυγουντιανός στουντιάρχης.
Ο Λας Φον Τρίερ δεν είναι ούτε ναζί ούτε ιδεολόγος ούτε τίποτε. Το προϊόν που πουλάει έχει ως κύριο συστατικό την πρόκληση κι η κάθε ταινία του , πέρα από κάτι προκλητικό που ως ταινία διαθέτει είτε ως θέμα είτε ως συγκεκριμένη σκηνή ώστε να πουλήσει, οφείλει να συνοδεύεται κι από μια προκλητική δήλωση η θέση ή κατάθεση. Η προκήτική δήλωση είναι το διαφημιστικό σλόγκαν για το εκάστοτε έτιμο προϊόν του. Ταινία και δήλωση πάνε μαζί.
Όμως ΕΔΩ ΣΤΑΜΑΤΩ ΤΑ ΤΟΥ ΛΑΡΣ ΦΟΝ ΤΡΙΕΡ κι αναλαμβάνω την κριτική του ΕΡΓΟΥ που λεγεται «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΕΧΤΙΣΕ Ο ΤΖΑΚ». Διότι ως εργοκεντρικός δεν γίνεται να ασχολούμαι με αυτόν που το έκανε κι όχι με το ίδιο το έργο. Απλώς, καταχράστηκα χώρο (και χρόνο από τους αναγώστες) για να τοποθετήσω μερικά πράγματα.
Πάμε λοιπόν στο έργο και ξεχνάμε τι και ποιος το έκανε.
Το έργο, αν θελήσει κάποιος να το δει σοβαρά, και το έργο εφόσον αφαιρέσουμε όνομα και διεύθυνση «δημιουργού», έχει στοιχεία για να το δεις σοβαρά, μπορείς να το χαρακτηρίσεις ως ψυχολογικό πορτραίτο ενός κατά συρροή δολοφόνου, ενός ανθρώπου που έχει έφεση στο έγκλημα και γενικά στο κακό, στην αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Στην ηδονή της αφαίρεσης της ανθρώπινης ζωής. Και μάλιστα , ψάχνει τον ήρωα καθοδόν, κατά την εξέλιξη του μύθου, τόσο από τη μεριά της παιδικής ηλικίας όσο και από το κοινωνικό και ιστορικό κομμάτι της, που δεν το αφήνει απέξω, από την αποθέωση της βίας, από τα εγκλήματα των Ναζί , από τα οποία γοητεύτηκε κάποιος που ακριβώς επειδή λειτουργεί ως εκτός των τειχών αντιμετωπίζεται ως νους διαταραγμένος.
Ως ύφος, δεν διαφέρει από τις ταινίες που βγαίνουν από το Suntance ή από εκείνες τις «ανεξάρτητες» αμερικάνικες που καταγίνονται με κάτι τέτοιους ήρωες , όπου κι εκεί παρεμβαίνουν οι θεωρητικοί του auter-ισμού και της φεστιβαλιάς και τους χαρακτηρίζουν «αντι-ήρωες» κάτι τέτοιους.
Στην Τέχνη είμαστε ανοιχτοί, την κρίνουμε, δεν τη λογοκρίνουμε, δεν της απαγορεύουμε μέσα από τις «κριτικές» μας να ασχοληθεί με θέματα που μπορεί να θεωρούμε εμείς ταμπού, ούτε με κεντρικούς χαρακτήρες, με κεντρικούς ήρωες, που τους λέμε και καλά αντι-ήρωες και μπορεί να είναι ψυχοπαθείς δολοφονονοι, φονιάδες κατ’εξακολο΄θηση ή εγκληματίες στιγμιαίοι. Δεν της ορίζουμε εμείς της Τέχνης με ποια θέματα θα ασχοληθεί και δεν την διατάζουμε τι να αφήσει απέξω. Εμείς στην κριτική αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να την ελέγχουμε πάνω στην καλλιτεχνική διαχείριση του θέματος, ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ θέματος!
Γιατί όχι λοιπόν και το πορτραίτο ενός ψυχοπαθούς δολοφόνου όπου η ψυχοπάθεια δεν έρχεται ως άλλοθι αλλά χαρακτηρίζεται έτσι επειδή έρχεται από ακραία εκδοχή , επειδή αποκτά και πολιτικο-ιστορική διάσταση. Το Ατομο και το Σύμπαν.
Από κει και πέρα, βεβαίως και κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να δεχτεί ή να θέλει να δεχτεί ένα serial killer, αλλά εδώ έχουμε φτάσει στο σημείο μερικοί θεωρητικοί να αντιμετωπίζουν και τη «Μήδεια» ως εκπρόσωπο της …. Γυναικείας χειραφέτησης, τη μεγαλύτερη serial killer του παγκόσμιου δραματολογίου. Θα εγκαλούσαμε τον Ευριπίδη γιατί διάλεξε για ηρωίδα του μια φόνισσα; Όχι, θα σταθούμε στο έργο και θα πούμε ότι από δραματουργικής πλευράς η ανάλυση της «Μήδειας» είναι κάτι μεγαλειώδες. Όπως είναι κι η Φραγκογιαννού από τον Παπαδιαμάντη, που δεν την αθωώνει αλλά την ανυψώνει ως τραγική ηρωίδα. Όμως δεν παύει να είναι φόνισσα παιδιών!!!!! Συνεπώς, δεν κρίνουμε τον ήρωα ή το θέμα αλλά την καλλιτεχνική του διαχείριση, όπως είπα και πιο πάνω.
Κι εδώ λοιπόν, ο τρόπος κτισίματος της ιστορίας που βλέπουμε καθώς και της ανάπτυξης του κεντρικού χαρακτήρα, έχει ροή, έχει συγκρότηση, έχει θέση πάνω στο δράμα. Τα χαλάει ενίοτε το στοιχείο πρόκλησης που θέλει να δείξει τη βία κι όχι να την υπο-δείξει, να κάνει το θεατή να ανακατευτεί , να αναγουλιάσει.
Ο κεντρικός ρόλος έχει πολύ ψωμί κι η ερμηνεία του ΜΑΤ ΝΤΙΛΟΝ βρίσκεται στην περιοχή της Τέχνης. Κι επειδή ο Τρίερ, είτε ως «Φον» είτε ως Τρίερ απευθείας, είναι έμπορος και γνώστης του προϊόντος, έχει φροντίσει, ΟΠΩΣ ΔΙΑΒΑΣΑ, να βγάλει την ταινία στις αμερικανικές αίθουσες στις 28 Δεκεμβρίου ώστε να επωφεληθεί από το θόρυβο που θα γίνει και να εκμεταλλευτεί οικονομικά μια πιθανότητα υποψηφιότητας του Ματ Ντίλον για το Οσκαρ. Όπως, με εργοκεντρικούς όρους, δεν αποκλείεται να ελκύσει κάποιους σεναριογράφους και το σενάριο.
Για τον Ματ Ντίλον παίρνει credit o Τρίερ διότι από το «Crash», πριν από δέκα χρόνια που ο Ντίλον έδειξε ότι είναι ηθοποιός κι όχι το τεκνό που άρεσε στον «Αταίριαστο», δεν βρέθηκε ΕΝΑΣ, ούτε ΕΝΑΣ, να αξιοποιήσει την υποκριτική του ωρίμανση και να του αναθέσει κάτι σύνθετο, πρωταγωνιστικό και σημαντικό. Ο Τρίερ το έκανε και θα ήταν προκατάληψη εκ μέρους μου, με τόσα που του σέρνω ως «auteur», αυτό το στοιχείο να το απέκρυπτα.