Φυσικά, όλο αυτό που αφηγείται, κάποιους θα τους ξενίσει. Κι ο χώρος τοποθέτησης θα τους ξενίσει. Ο χώρος είναι η Ορθόδοξη Εβραϊκή Κοινότητα σε μια περιοχή του Λονδίνου. Και μόνο που θα δουν κάποιοι Εβραίους θρησκευάμενους να ψέλνουν στην Συναγωγή θα νομίζουν, με βάση όπως τους τα είχαν προπαγανδίσει οι ινστρούχτορες όταν ανακάλυψαν ότι το «Χόλυγουντ εβραιοκρατείται» (ωστόσο, το Ισραήλ δεν έχει καταφέρει να πάρει ποτέ Οσκαρ ενώ αντιθέτως έχει πάρει δύο το Ιράν!!!!!!!!!) πως αφού έχει Εβραίους είναι κάτι ύποπτο….
Προσπερνώ την άνωθεν βλακεία, την επισημαίνω , όμως, ώστε να μην κολλήσετε εκεί αν κάποιος, που δεν ξέρει σινεμά, σας πει τα παρόμοια.
Το έργο λοιπόν μας μεταφέρει στην εβραϊκή κοινότητα του Λονδίνου, κάπου εκεί τέλος πάντων, όπου έρχεται μια κοπέλα από τη Νέα Υόρκη, που την παίζει η ΡΕΗΤΣΕΛ ΒΑΪΖ , σε ένα σπίτι στο οποίο έχουν δεξίωση κηδείας κι όπου της γίνεται ψυχρή υποδοχή.
Είναι θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο η ταινία μας μπάζει στην υπόθεση και πως μας ιντριγκάρει να την παρακολουθήσουμε καθώς ξετυλίγει όχι μόνο το μυστήριο γύρω από την συμπεριφορά των προσώπων, όχι μόνο για τις υποψίες στις οποίες μας βάζει κάθε φορά κι οι οποίες παρακάτω ανατρέπονται για να παρουσιαστούν και να αναπτυχθούν καινούργιες , μα το αξιοπερίεργο είναι πως μας μυεί σε αυτή τη κουλτούρα, στην κουλτούρα των θρησκευτικών παραδόσεων, της εβραϊκής πίστης συγκεκριμένα και στη συνέχεια πως μας εναντιώνει στους τύπους αυτής, αφού έχει φροντίσει στη διάρκεια της εξιστόρησης του μύθου, να μας ταυτίσει με τις ηρωίδες. Η μάλλον να μας κοινωνήσει το πρόβλημα της κεντρικής ηρωίδας κι ενός προσώπου από εκεί, όπου αρχικά νομίζουμε πως η κοπέλα που παίζει η Βάις είχε παρατήσει τα πάντα κάνοντας την επανάσταση απέναντι στο ραββίνο πατέρα της, διότι η κηδεία στην οιποία έχει έρθει και της γίνεται ψυχρή υποδοχή είναι του πατέρα της του ραββίνου που όλοι κρέμονταν από τα χείλη του μα η κόρη είχε σηκώσει ανάστημα.. Κι ενώ υπάρχει νεαρός, αγαπημένος μαθητής του ραββίνου, που ετοιμάζεται να τον διαδεχτεί κι υποψιαζόμαστε ότι ήταν ο προδομένος έρωτας της κοπέλας κάποτε και τώρα στην κηδεία τον βρίσκει με μια άλλη γυναίκα, αχ!.. ξετυλίγοντας το κουβάρι συνειδητοποιούμε ότι το πρόβλημα δεν ήταν ο νεαρός αλλά η άλλη κοπέλα, η άλλη γυναίκα, που την παίζει η πραγματικά θαυμάσια ΡΕΙΤΣΕΛ ΜΑΚ ΑΝΤΑΜΣ.
ΚΙ ένα ηφαίστειο που έβραζε κάποτε, αποδεικνύει ότι παραμένει ενεργό, μόνο που αυτό έχει να κάνει με την θρησκευτική ιδεολογία και την Πίστη αλλά και με ζητήματα που βγαίνουν από την Πίστη καθώς και με ένα θέμα που βάζει προς συζήτηση, ως που δηλαδή μπορείς να αποδέχεσαι την καταπίεση που ορίζει μια Πίστη κι ένας τρόπος συμπεριφοράς εκπορευόμενος από αυτήν και κατά πόσον η Υπακοή σε κανόνες κι η Ανυπακοή σε αυτούς όταν έρχονται να επιφέρουν το αντίθετο αποτέλεσμα, είναι όψεις του ίδιου και μόνου νομίσματος!
Πραγματικά είναι έργο , βαθιάς ουσίας και προβληματισμού, μια ξαφνική αλλαγή στα ρεπερτόρια των σεναρίων, ένας αιφνιδιασμός προς τον ίδιο τον θεατή, που μπορεί να ξαφνιαστεί στην αρχή, καθοδόν το σενάριο τον παίρνει με απίστευτη ικανότητα γραφής και τον βάζει στην παρακολούθηση μιας γυναικείας ομοφυλοφιλικής ερωτικής ιστορίας μέσα στους κόλπους και στον κόσμο του θρρηκευτικού εβραϊσμού, για να τον κλιμακώσει παρακάτω κι εκεί που νομίζει ότι βλέπει κάτι σαν την «Carol» , να συνειδητοποιήσει ότι τέθηκε ένα άλλο ζήτημα, που δεν περιορίζεται στον εβραϊσμο και στους τύπους του, που δεν εγκλωβίζεται αποκλειστικά στην ομοφυλοφιλία είτε γυναικεία είτε αντρική αλλά απλώνεται ως πνεύμα έργου, ως βαθύ περιεχόμενο κι όχι μόνο ως επιφάνεια, στο δικαίωμα της ανυπακοής ως δικαίωμα της ανθρώπινης οντότητας. Κι επειδή πολλοί κάνουν σύγκριση με την «Carol» λόγω ομοφυλοφιλικού γυναικείου, θα τολμούσα να πω ότι αυτό είναι η επιφάνεια κι όχι το βάθος. Το βάθος, αν θέλουμε να το παραλληλίσουμε με κάτι, φτάνει στην «Αντιγόνη», στην υποτιθέμενη σύγκρουση θεϊκού κι ανθρώπινου νόμου, μόνο που και τους δύο νόμους ΑΝΘΡΩΠΟΣ τους έχει θεσπίσει κι όχι ο Θεός ο ίδιος που δεν κατέβηκε στη Γη και δε παρέδωσε σε κανένα προσωπικώς τα κλειδιά της βασιλείας Του, ούτε του ψιθύρισε στο αυτί τους δικούς Του νόμους.
Όχι, μην τρομάζετε, δεν πρόκειται για φιλοσοφικό δοκίμιο, πρόκειται για δραματικό έργο ροής, που είναι γραμμένο έτσι ώστε να παραδοθεί στον κόσμο, να το πάρει ο θεατής, ανάλογα με την δική του προσληπτικότητα ο καθένας. Υπάρχει το πρώτο επίπεδο, που είναι κι αυτό το οποίο μπορεί να συνοδευτεί από χαρακτηρισμούς του τύπου «βαρετό» (διότι βαριέται να «σκάψει»), υπάρχει και το δεύτερο επίπεδο που έχει να κάνει με την προσήλωση στην παρακολούθηση.
Οι δύο κοπέλες, οι δύο ΡΕΗΤΣΕΛ, η Βάις κι η Μακ Ανταμς είναι υπέροχες, η Μακ Ανταμς έχει το ρόλο των αποχρώσεων, ανάμεσα τους βρίσκεται ως ό,τι πρέπει για το ρόλο του νεαρού επίδοξου ραββίνου ο ΑΛΕΣΑΝΤΡΟ ΝΙΒΟΛΑ, αλλά το αποκαλυπτικότερο όλων είναι τα credits του φινάλε, τίνος έργο είναι αυτό; Είναι του ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΛΕΛΙΟ του Χιλιανο-Αργεντίνου σκηνοθέτη που το γύρισε ίδια χρονιά με την ταινία που του χάρισε κι εκείνου και της ΧΙΛΗΣ το ΞΕΝΟΓΓΛΩΣΣΟ ΟΣΚΑΡ , το «ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ» δηλαδή. Κι εδώ βλέπουμε ην πλατειά αφηγηματική ικανότητα του τύπου και την καλή συνεργασία με τους σεναριογράφους όπου βάζει χέρι κι ο ίδιος.
Φυσικά, αυτοί που δεν ξέρουν σινεμά και πάνε να εξηγήσουν τα έργα με τη θεωρία του auteur δεν θα δουν την ταινία αλλά θα χαθούν στην προσπάθεια να εξηγήσουν «που το πάει ο Σεμπαστιαν Λέλιο;» (κι όχι η ταινία…) , θα τους έχει φύγει όλη η ουσία του έργου και θα προσπαθούν να καταλάβουν αυτά που δεν υπάρχουν κι επειδή βγαίνουν και μπόλικες ταινίες θα τον ξεπετάξουν με ένα αφοριστική μονόστηλο ή με ένα δύο αστεράκια της αμηχανίας.
ΥΓ. Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ είναι αληθινά ατμοσφαιρική στη φιλοξένηση μιάς τέτοιας ιστορίας, για το ΜΟΝΤΑΖ κάποιοι «ειδικοί» του IMDB της ημιμάθειας είδα πως έχουν… αντιρρήσεις και το αποκαλούν «φτωχό». Αλήθεια, τι είναι το «φτωχό μοντάζ»; Αυτό ξέχασαν, φαίνεται, να μου το διδάξουν ο ΝΤΙΝΟΣ ΚΑΤΣΟΥΡΙΔΗΣ κι ο ΠΗΤΕΡ ΖΙΝΕΡ του «Ελαφοκυνηγού» και του «Νονού»….., αυτοί δηλαδή που με δίδαξαν ΜΟΝΤΑΖ.