Και τι σημαίνει «πολύ ωραία ταινία»; Ειδικά όταν πρόκειται για μουσική βιογραφία;
Σημαίνει πως αφενός έχει φτιαχτεί με σέβας πάνω στο βιογραφούμενο κι από την άλλη πως έχει γίνει με όρους κινηματογράφου ώστε το έργο να συναρπάζει και τον θεατή που δεν ήταν fan ούτε υπερβολικός γνώστης της πορείας του βιογραφούμενου.
Να δύο λόγοι ώστε σε μια τέτοια περίπτωση να μιλάμε για «πολύ ωραία ταινία»
Κι εξηγώ.
Το μεν ΣΕΒΑΣ προς τον βιογραφούμενο σημαίνει αναγνώριση αδυναμιών και ιδιαιτεροτήτων, σημαίνει όμως και κατανόηση κι όχι διασυρμό. Το να δείχνεις δηλαδή ποιος ήταν ο ΦΡΕΝΤΥ ΜΕΡΚΙΟΥΡΥ, ο τραγουδιστής-ψυχή του συγκροτήματος των «Queen», που πέθανε το 1991 από Aids, χωρίς να αγιογραφείς αλλά και χωρίς να διασύρεις, χωρίς να αποκρύπτεις πράγματα αλλά και χωρίς να είναι αυτά ο κύριος στόχος σου. Και συγχρόνως να αποθεώνεις το καλλιτεχνικό κομμάτι του ήρωα , να του το αποδίδεις με όλες τις τιμές που του αξίζουν ή που αξίζει για λογαριασμό των fan που είναι ανά τον κόσμο κάποια αμέτρητα εκατομμύρια.
Με κινηματογραφικούς όρους καμωμένη ταινία σημαίνει πως δεν έρχεσαι να κάνεις ένα ντοκυμαντέρ ούτε να τα πεις με το «σεις» και με το «σας» αλλά έρχεσαι να αφηγηθείς ένα δράμα με ήρωα υπαρκτό πρόσωπο. Και τότε επιστρατεύεις τους κανόνες του δράματος, τις αρχές του σεναρίου αλλά και του τι σημαίνει σκηνοθεσία στην απόδοση ενός τέτοιου προσώπου. Διότι από τη στιγμή που ο βιογραφούμενος ανήκει στη μουσική σκηνή, οφείλεις να έχεις τραγούδια, να έχεις κλίμα συναυλιών, να κάνεις αυτό που λέμε μουσική βιογραφία,δηλαδή μουσικό δραματικό φιλμ όπου το «μουσικό» στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην σημαίνει μιούζικαλ.
Όχι διότι υποτιμούμε το μιούζικαλ ως είδος, -ΚΑΘΕ ΑΛΛΟ!- μα επειδή το μιούζικαλ έχει άλλους κανόνες και τότε θα πρέπει να ακολουθήσεις διαφορετική σκηνοθετική γραμμή.
Εδώ ακολουθούνται οι κανόνες του δράματος αλλά η μουσική πλημμυρίζει και το κάνει σε τόσο σωστές μα τόσο σωστές δόσεις και με κινηματογραφική υποστήριξη υψηλή.
Κινηματογραφική υποστήριξη υψηλή σημαίνει πως η σκηνοθεσία σου έχει στόχο, πλεύση κι ομοιογένεια. Ότι το μοντάζ που θα παίξει κυρίαρχο ρόλο δεν έχει να μοντάρει μόνο τις σκηνές των συναυλιών και να διαχειριστεί τον συγκλονιστικό –κι εδώ!- ΗΧΟ (στα Οσκαρ θα γίνει χαμός φέτος στην κατηγορία του Ηχου!!!) αλλά το μοντάζ να είναι ανάλογο και στις σκηνές πρόζας, στις σκηνές του δράματος, στις σκηνές που μοντάρεις μια οικογένεια που κάθεται στο τραπέζι όπου ακολουθείς κι εκεί την ίδια γραμμή διαλέγοντας όμως τόνους και ημιτόνια ώστε ο ρυθμός να ανεβαίνει και να κατεβαίνει χωρίς να μοιάζει με υπέρταση που απότομα πέφτει στην υπόταση και χωρίς να είναι όλα σε ένα ίδιο κι όμοιο κρεσέντο rock concert, κι ο θεατής να ζαλίζεται.
Εδώ όλα είναι φτιαγμένα με κινηματογραφική γνώση και με ΑΓΑΠΗ για το πρόσωπο αλλά και για τις αδυναμίες του.
Και βέβαια, πρέπει να έχεις βρεί τον ηθοποιό που θα ενσαρκωθεί στο πρόσωπο αλλά πριν βρείς τον ηθοποιό πρέπει να έχεις προετοιμάσει πολύ καλά το ρόλο. Ώστε και τον βιογραφούμενο να αναδείξεις αλλά και τον ηθοποιό που τον αναλαμβάνει ώστε το έργο να αποκτήσει σημαντικότητα κι ως κινηματογραφικό φιλμ. Κι ύστερα, πάνω στον ηθοποιό που κατέληξες , να ολοκληρώσεις τα τελικά φινιρίσματα του ρόλου και να αφήσεις και τον ηθοποιό ελεύθερο να εντάξει και κάποιες απαραίτητες , δικές του πρωτοβουλίες , τη στιγμή που μιλάμε για δράμα, για μίμηση πράξεως κι όχι για μίμηση προσώπου.
Για να προετοιμάσεις καλά το ρόλο και να λειτουργήσουν τα παραπάνω πρέπει να έχεις και ρόλους για το supporting cast ώστε να δίνουν κίνητρα συγκρούσεων αν μη τι άλλο του κεντρικού χαρακτήρα με τα άλλα μέλη του «θιάσου». Ακόμα κι αν οι ρόλοι δεν είναι «μεγάλοι» πρέπει να λειτουργούν ως πεδία κεντρίσματος του κεντρικού χαρακτήρα.
Ετσι πετυχαίνεις ερμηνευτικό πλούτο κι ερμηνευτική ομοιογένεια κι έτσι αναδεικνύεις τον ηθοποιό που διάλεξες, ειδικά αν η επιλογή έχει να κάνει με πρόσωπο που στο κινηματογραφικό κοινό μπορεί να μην είναι γνωστό, αν ο ηθοποιός προέρχεται από την τηλεόραση φερειπείν, όπως συμβαίνει εδώ, ή αν όταν τον έβλεπες στη μικρή οθόνη κι εσύ που τον ήξερες από εκεί, να μην πήγαινε ποτέ το μυαλό σου ότι αυτό το «σαμιαμίδι» μπορεί να γίνει «Φρέντυ Μέρκιουρυ».
Αυτό όμως σημαίνει ΗΘΟΠΟΙΟΣ.
Κι έτσι στην περίπτωση του ΡΑΜΙ ΜΑΛΕΚ, που εκλήθη να υποδυθεί τον Μέρκιουρυ, έχουμε μπροστά μας μια τέλεια ερμηνεία , έναν ηθοποιό που έγινε ο ρόλος, ένα ηθοποιό που σώμα, πρόσωπο, φωνή και κίνηση τα διατάσσει στις υπηρεσίες του συγκεκριμένα και δραματουργικά βιογραφούμενου, βάσει του ρόλου κι όχι βάσει των μιμήσεων πάνω σε ντοκουμέντα του παρελθόντος που σε αφήνει μαγεμένο. Πως έχουν «ανακατευτεί» γύρω από αυτόν και τα μοντάζ κι οι ήχοι κι οι κάμερες κι οι φωνές κι η φωνή, κι αναρωτιέσαι αν τραγουδά ή δεν τραγουδά ο ίδιος αλλά και ποιος νοιάστηκε όταν βρίσκεται ενώπιον αραχνούφαντης τελειότητας… Η ερμηνεία του δεν αναδεικνύει μόνο τον ίδιο ως ηθοποιό αλλά αναδεικνύει και τον ίδιο τον Φρέντυ Μέρκιουρυ, η επιλογή του ηθοποιού τον δικαιώνει (κι η επεξεργασία του ρόλου, φυσικά!- μην το ξεχνάμε)
Κι ι supporting είναι εξαιρετικοί διότι έχουν πολύ ωραίους «πασαδόρικους» ρόλους, πασαδόρικους για τον κεντρικό ήρωα κι όχι τόσο για τους ίδιους, που, όμως αγγίζουν την τελειότητα. Μου άρεσαν ιδιαιτέρως οι ηθοποιοί που κάνουν τα μέλη του συγκροτήματος, κι ως φάτσες κι ως συμμετοχή κι ως συναισθηματικές αποχρώσεις, μου άρεσε εξαιρετικά ο ΑΛΕΝ ΛΗΤΣ, που παίζει τον Πολ με διακριτικότητα στο χρωματισμό του «καθάρματος», μου άρεσε ο συναισθηματισμός της «Μαίρης» από την ΛΟΥΣΥ ΜΠΟΥΝΤΟΝ, μου άρεσε η επισήμανση «κάτω από τις γραμμές» του ΤΟΜ ΧΟΛΑΝΤΕΡ και των λοιπών… μανατζαραίων, μου άρεσε η «ινδική» οικογένεια, μου άρεσε ο ΑΑΡΟΝ ΜΑΚΑΣΚΕΡ στο ρόλο του αγαπημένου του, του «Τζιμ Χατον», και το πόσο ωραία του έχουν γράψει το ρόλο των τριών περιεκτικών σκηνών που παρουσιάζει εξέλιξη χαρακτήρα και σταδιακή μεταμόρφωση, ένας άλλος άνθρωπος από τη σκηνή του «ματσό» γκαρσονιού» στο σπίτι ως τον χαρακτηρισμένο «γκέϊ» της αποθεωτικής συναυλίας, καθώς και τα μικρά ενδιάμεσα του….
Κι αυτή η αποθεωτική συναυλία του 1985.Πόσο αποθεωτική κι ως κινηματογράφος, με κινηματογραφικούς όρους δηλαδή, για να ανεβάσει στα ύψη τον Φρέντυ Μέρκιουρι, έχοντας δείξει προηγουμένως όλη του την κατάπτωση.
Μια πολύ ωραία ταινία.
Σκηνοθέτης είναι ο ΜΠΡΑΪΑΝ ΣΙΝΓΚΕΡ που τον έχουν πολύ υποτιμήσει οι μπερδεμένοι του auter-ισμού οι οποίοι νόμιζαν για «σκηνοθεσία» το σενάριο του «ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΥΠΟΠΤΟΙ» (που τοείχε γράψει ο ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΜΑΚΚΟΥΑΪΡΥ) κι ότι όλα αυτά είναι του σκηνοθέτη και μετά που δεν είδαν κάτι ανάλογο άρχισαν να τον υποτιμούν πατόκορφα, μόνο που δεν ξέρουν ότι κι ο σκηνοθέτης είναι σαν τον ηθοποιό: Για να αναδειχτεί και να φανεί χρειάζεται κι ανάλογα projects. Εδώ έχει υλικό, έχει θέμα, έχει κίνητρα και φτιάχνει πολύ όμορφα την ταινία για τον Μέρκιουρυ.
Και βέβαια για όλα τα παραπάνω μην ξεχνάμε το σενάριο και το «εν ερχή ην ο λόγος» κι ο ΠΗΤΕΡ ΜΟΡΓΚΑΝ που έχει συνεργαστεί είναι μεγάλη περίπτωση στο είδος-υπενθυμίζω ότι έχει προταθεί για Οσκαρ στη «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ» του Στήβεν Φρήαρς και στο «FROST/NIXON» του Ρον Χάουαρντ κι ότι έχει γράψει αυτό το τηλεοπτικό αριστούργημα που λέγεται «THE CROWN». Ο δε συνεργάτης του ΑΝΤΟΝΥ ΜΑΚΚΑΡΤΕΝ έχει προταθεί για Οσκαρ σεναρίου στο «Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ» κι είχε γράψει και το «Η ΠΙΟ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΩΡΑ». Πράγμα που σημαίνει ότι κι ι δύο σεναριογράφοι είναι «μανούλες» στις δραματικές βιογραφίες. Κι από εκεί ξεκινάμε. Εξού και λέμε ότι φέτος ο Μπράιαν Σίνγκερ έπεσε σε καλό project, εξού και λέμε ότι όλο αυτό καθρεφτίστηκε στην επιλογή και το ερμηνευτικό αποτέλεσμα του ΡΑΜΙ ΜΑΛΕΚ. Υπήρχαν ΣΕΝΑΡΙΑΚΑ υποστυλώματα!!!!!