Επειδή το «ΚΤΗΝΟΣ», εξ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ προερχόμενο, δείχνει προς τους μεν δεύτερους, τους νεόκοπους κινηματογραφιστές πως για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μας πρέπει να κατεβαίνουμε πάνοπλοι, ως έτοιμοι από καιρό, κι όχι να ζητιανεύουμε την επιείκεια («νέος είμαι , συγχωρέστε με») όπου η επιείκεια είναι η καταστροφή της Τέχνης.. Για δε τους πρώτους, τους θεατές δηλαδή , υπάρχει έτοιμο ένα έργο φρέσκο, ολοκληρωμένο που προβάλλεται με την ίδια τιμή εισιτηρίου με την οποία προβάλλεται και το έργο των ώριμων ή πεπειραμένων κινηματογραφιστών μια κι ο θεατής, ακόμα κι ο τζαμπατζής του διαδικτύου, θέλει να βλέπει επιτεύξεις κι όχι απόπειρες.
Το «ΚΤΗΝΟΣ» έχει στοιχεία καθαρόαιμου αστυνομικού κι επεξεργασία ψυχολογικού δράματος όπου το μυστήριο και προπαντός η αμφιβολία ποτέ δεν εγκαταλείπουν την οθόνη, και η ικανότητα που το κάνει ένα έργο πιθανολογούμενων διακρίσεων κι όχι ένα εργάκι της κατανάλωσης, είναι ακριβώς αυτή η ισορροπία που δείχνει βασανισμένο ψάξιμο αλλά και ξεκάθαρη πλεύση. Φυσικά, στο να πάει προς αυτή την κατεύθυνση η ταινία και να συμμετέχει και στα Ευρωπαϊκά, παίζει ρόλο κι η μικρή παραγωγή, η χαμηλού κόστους που αυτομάτως και τρόπον τινά το βάζει σε διαφορετική, αισθητική κατηγορία από εκεί που θα έμπαινε ένα έργο του λεγόμενου «εμπορίου» αλλά αυτά είναι και λίγο πλασματικά, κατασκευάζονται τις περισσότερες φορές από την πένα εκείνων που γράφουν κι αντιγράφονται στη συνέχεια από εκείνους που αντιγράφουν με αποτέλεσμα η πρόσβαση στον Τύπο και στα ΜΜΕ εν γένει να δημιουργεί θέσφατο και να φαντάζει ως «απόλυτη» αλήθεια ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρα δημοσιογραφικό μονοπώλιο που περιλαμβάνει συνδυαστικά προώθηση και προσέγγιση. Δημοσιογραφική προσέγγιση, που στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν συμβαδίζει με την κινηματογραφική, πιθανόν και να την αγνοεί…
Στην επαρχία διαδραματίζεται η υπόθεση, γύρω από μια οικογένεια, όπου η κόρη, νεαρής σχετικά ηλικίας δέχεται παράξενες πιέσεις και καταπιέσεις από το περιβάλλον της. Κι όταν λέω «παράξενες» δεν υπαινίσσομαι τίποτε διαστροφικές, αιμομικτικές και τέτοια, εννοώ ασυνήθιστες στη χρήση σεναρίων. Δεν είναι κλισεδαρισμένη καταπίεση, έχει μικτά πράγματα, βλέπουμε κάποια άνεση από τη μια κι έναν έλεγχο από την άλλη, που ως σύνθεση ήδη στήνουν το πρώτο ενδιαφέρον. Το ψάξιμο που λέμε πιο πάνω που έχει γίνει από το έργο.
Και ξαφνικά ενσκήπτει παράξενος νέος στην περιοχή, που γοητεύει τρομερά τη νέα ενώ μαζί με αυτόν ενσκήπτουν φόνοι κάπου γύρω και φήμες για άγνωστο δολοφόνο που τριγυρνά στην περιοχή κι η κλιμάκωση των φημών θα οδηγήσει στο πρόσωπο του ενώ από την άλλη κυκλοφορεί στο σπίτι και στην οικογένεια κι ως καλοδεχούμενος. Κι η κοπέλα, από τη μια θα αναλάβει την υπεράσπιση του πάνω σε αυτή τη φημολογία, από την άλλη, όμως, με κάποιες ύποπτες για την ίδια ενδείξεις, θα αμφιβάλλει κι αυτή και θα προσπαθήσει να κρατήσει τις αμφιβολίες για τον εαυτό της. Αν κι όταν σε μια σχέση , κυρίως εκkολαπτόμενη αλλά και σε δοκιμασμένη κάποια φορά, μπαίνει η αμφιβολία και μάλιστα με μικρή δοσολογία κάθε φορά, τότε η σχέση έχει απειληθεί…
Η αρμονική ισορροπία αστυνομικής και ψυχολογικής αμφιβολίας είναι που δείχνουν την ικανότητα αυτού που του έκανε και θα αναφέρω τώρα αμέσως το όνομα του επειδή ως εργοκεντρικος προτάσσω πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε (το απόλυτο δεν ισχύει πουθενά) την ταινία.
Ονομάζεται ΜΑΪΚΛ ΠΗΡΣ αυτός που το έκανε, είναι νέος σε ηλικία, είναι σεναριογράφος και σκηνοθέτης, έχει θητεύσει στα μικρού μήκους κι από την ταινία καταλαβαίνουμε ότι οι σπουδές του στηρίζονται στο σενάριο, εκεί που στηρίζονται όλων των κινηματογραφικών σπουδαστών οι καταρτίσεις πλην Ελλήνων που τους κάνουν μαθήματα πάνω σε auteurs κι όχι σε κανόνες με αποτέλεσμα να βγαίνουν από σχολές και να πελαγοδρομούν.
Τούτος ο Βρετανός είναι πολύ καλά καταρτισμένος, έχει και καλή παρατήρηση στον ανθρώπινο παράγοντα, εξού και φτιάχνει χαρακτήρες και κυρίως η υπόθεση του ενώ βρίσκεται στα όρια του θρίλερ με ψυχοπαθή δολοφόνο , καταλήγει δράμα χαρακτήρων χωρίς να χάνει τίποτε σε σασπένς και στο τέλος κάνει και την «τρελίτσα» του, που είναι ίσως και το μόνο σημείο «ελέγχου» γύρω από το φιλμ του.
Η κατάρτιση δεν φαίνεται μόνο από το ότι κοιτάει βαθύτερα κι ότι γνωρίζει και το είδος, μα ότι γνωρίζει και κινηματογράφο και ρυθμούς στο σενάριο που έγραψε για να σκηνοθετήσει ο ίδιος Φαίνεται κι από την ύπαρξη «μεγάλων» σκηνών εκεί που πρέπει για τις κορυφώσεις, φαίνεται κι από την κύρια κορύφωση στη σκηνή της κηδείας κι ότι έχει διδαχτεί πως έργο χωρίς αυξομειώσεις δεν γίνεται, φαίνεται κι από το casting μέσα από το οποίο περνά τη σκηνοθεσία του. Με τους ηθοποιούς που επέλεξε για τους ρόλους τους πρωταγωνιστικούς, δίνει παραπέρα διάσταση χωρίς να ορίζεται αυτό υποχρεωτικά από το σενάριο. Με αυτή την κοπέλα, την ΤΖΕΣΙ ΜΠΕΚΛΕΫ και με τον συγκεκριμένο νεαρό, τον ΤΖΩΝΥ ΦΛΥΝ, πετυχαίνει χημεία την οποία το σενάριο μπορεί να μην ορίζει έτσι διότι δεν σκηνοθετεί την πρωταγωνίστρια ως άχαρη ούτε το νεαρό ως όμορφο αλλά επιτρέπει τη δικαιολόγηση της έλξης και της αναστάτωσης που θα επιφέρει στη ζωή της συγκεκριμένης κοπέλας. Γι αυτό κι ανέφερα κάποιες φορές τη λέξη «ψαγμένο έργο». Από κάτι τέτοιες μικρολεπτομέρειες που δεν χρειάζονται υψηλά κοστολόγια για να δικαιωθούν επιτυχίες ούτε για να δικαιολογηθούν αποτυχίες.
Κι η ψυχρή συννεφιασμένη ατμόσφαιρα της περιοχής.. όλα είναι μελετημένα κι αποτέλεσμα καλών συνεργασιών.