Ξεκινάμε με την αρχική πληροφορία ενός πιστοποιητικού μέσα σε ένα γραφείο όπου ο ήρωας τον οποίο βλέπουμε είναι τιμημένος επιστήμων της Πυρηνικής Φυσικής. Όμως δείχνει αγωνία στο πρόσωπο, κοιτά το τηλέφωνο, κάτι περιμένει…εν πάση περιπτώσει πηγαίνει κάπου, αφήνει κάτι, αυτό το κάτι το βλέπουμε να περνά από πολλά χέρια, από πολλές μυστηριώδεις , σιωπηλές, βουβές συναντήσεις, όπου η κάθε μία και σε άλλο μέρος, σε άλλο σημείο, για να καταλήξει εκεί που είναι να καταλήξει …Αρα, αυτός ο άνθρωπος διοχετεύει πληροφορίες κι από κάπου παίρνει εντολές.. Στη συνέχεια, σαν αντίστροφη κίνηση, βλέπουμε με τι τρόπο του έρχονται οι εντολές και ξανά από την αρχή..
Ωσπου , παίρνουμε τις πληροφορίες, χωρίς καθόλου λόγο, χωρίς διάλογο χωρίς κείμενο, και μένουμε εκστατικοί μπροστά σε ένα ψυχροπολεμικό, κατασκοπικό, που περιλαμβάνει τα πάντα, από το FBI και πως φτάνει να πάρει κι αυτό την πληροφορία ότι κάτι παίζεται και να κινητοποιηθούν οι άνθρωποι του ως τη μυστηριώδη γυναίκα στο ξενοδοχείο, στο απέναντι διαμέρισμα…ΟΛΟΙ αυτοί ΑΝΕΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ.. κι όμως καταλαβαίνουμε τα πάντα.
Από που ξεκινά, όμως, αυτό το «καταλαβαίνουμε τα πάντα»; Από το ΣΕΝΑΡΙΟ. Από το ότι υπάρχει σενάριο το οποίο έχει φροντίσει πλήρως τους χαρακτήρες, κυρίως τον κεντρικό ήρωα και τις σκηνές της δράσης, της κατασκοπικής δράσης κι από το γεγονός πως ο σεναριογράφος είναι και σκηνοθέτης του έργου, ο ΡΑΣΕΛ ΡΟΥΖ, ο οποίος έχει συλλάβει το story κι έχει γράψει το σενάριο (με τη συνεργασία του ΚΛΑΡΕΝΣ ΓΚΡΗΝ) βλέποντας το, την ίδια στιγμή, ως εικόνα, ως δράση. Ως εξέλιξη ιστορίας κι ως Στοίχημα ότι δεν θα βάλει διάλογο. Σε ένα είδος όπου θεωρητικά ο διάλογος μας μοιάζει αναπόφευκτος, αφού είναι είδος στο οποίο η πληροφορία παίζει τον πρώτο ρόλο.
Οι δύο τύποι , όμως, που το γράφουν κι ο ένας εξ αυτών που το σκηνοθετεί, το έχουν πάρει απόφαση. Ερχονται από μια μεγάλη επιτυχία του προηγούμενου χρόνου, το «THE WELL», ένα φιλμ χωρίς μεγάλα ονόματα, γύρω από την εξαφάνιση μιας 5χρονης μαυρούλας, η οποία πέφτει σε ένα πηγάδι κι αυτό γίνεται αφορμή για ξέσπασμα φυλετικών ταραχών αλλά κι έντασης κι αγωνίας αστυνομικού είδους. Εκεί είχαν προταθεί και για Οσκαρ, όπως και το μοντάζ. Εδώ όχι , θα μιλήσουμε για αυτό παρακάτω, για το ποιος παίρνει τα εύσημα εδώ , από τους συντελεστές. Το μοντάζ, μάλιστα, στην περσυνή τους ταινία στο «The well» είχε εκτοπίσει από την 5άδα του μοντάζ το «Λεωφορείον ο πόθος», ενώ τα άλλα τέσσερα ήταν όλα από την 5άδα της καλύτερης ταινίας. Και το «Λεωφορείο ο πόθος» που είχε 12 υποψηφιότητες, στη μόνη που έμεινε απέξω ήταν στο μοντάζ κι αυτό λόγω του «The well» κι ενός σεναρίου που έδινε προτεραιότητα και βάση στο μοντάζ ώστε να δυνηθεί να υπάρξει. Αυτό που αργότερα πήρε σάρκα και οστά κι έγινε πανεπιστημιακή έδρα μεταπτυχιακών κινηματογραφικών σπουδών στα αμερικάνικα -κι όχι μόνο-Πανεπιστήμια, ξεκίνησε από κάτι έργα σαν κι αυτά.
Κλείνει η παρένθεση του «πέρσι», και φέτος , που λέτε, οι δυο τύποι αποφασίζουν με όπλο τη σεναριακή συγκρότηση, που γίνεται και σκηνοθετική και χρειάζεται το μοντάζ, ως εργαλείο πρωτοκαθεδρίας, για ευνόητους λόγους, να πάνε σε άλλο στοίχημα.
Και τα καταφέρνουν με ένα, όμως, διαφορετικό τρόπο, εξου και μελετάμε πως κερδίζεται εδώ το στοίχημα καθώς κάνουμε «σκανάρισμα» ή «αξονική τομογραφία» στο έργο: Φυσικά ξεκινάμε και πάλι με το μαυρόασπρο, όπως και πέρσι, και επειδή συνηθιζόταν αλλά κι επειδή το είδος το σηκώνει ώστε να φτιαχτεί ατμόσφαιρα, κι ύστερα πάμε στη διανομή. Μια και λοιπόν δεν θα έχουμε διάλογο , χρειαζόμαστε ως επί το πλείστον «φάτσες». Αναλαμβάνουν οι ειδικοί, οι επί της διανομής, Αλλωστε και στο «the well», οι φάτσες είχαν κυριαρχήσει κι ας είχαμε διάλογο κι εντάσεις- ήταν άλλη η χρησιμότητα. Εδώ που δεν έχουμε; Εδώ πρέπει με την φυσιογνωμία του ο καθένας και με το ανάλογο ντύσιμο, διότι «παρεμβαίνουν» και γυναίκες, να μας σηματοδοτούν. Θεωρώ εξαιρετικό αυτό που συμβαίνει με τη γυναίκα του ξενοδοχείου, πως μας περνά αυτό το μυστήριο και μας αφήνει να υποθέσουμε στην αρχή και να καταλάβουμε στη συνέχεια. Η συγκεκριμένη ηθοποιός είχε και κάποια εξέλιξη, είναι η ΡΙΤΑ ΓΚΑΜ, η οποία έπαιξε την Ηρωδιάδα στο «Ο βασιλεύς των βασιλέων» του Νίκολας Ρέι, παραγωγής του Σάμιουελ Μπρόνστον, στη συνέχεια και παντρεύτηκε και τον Σύντνεϋ Λιούμετ. Κάπου θυμίζει Λορέτα Γιάνγκ σε πιο «αλανιάρικη» έκδοση, κάπου θυμίζει και τη δική μας Δήμητρα Παπαδήμα, στον συγκεκριμένο ρόλο…, μια μελαγχολία γύρω από τα χείλη της…
Αυτοί είναι που χρειάζονται για να πλαισιώσουν και να βγάλουν την ατμόσφαιρα του μη διαλόγου.
Όμως στο σενάριο υπάρχει κεντρικός ήρωας γύρω από τον οποίο στρέφονται τα πάντα κι είναι αυτός που κυριαρχεί στα πάντα. Συνεπώς εδώ θέλουμε πρωταγωνιστή όχι μόνο επιβεβλημένο αλλά και δοκιμασμένο στο να κυριαρχήσει με τις εκφράσεις του. Κι επιλέγεται ο ΡΑΙΗ ΜΙΛΑΝΤ , ο οποίος το έχει ευκολάκι, μετά το Οσκαρ που έχει πάρει στη συγκλονιστική ερμηνεία του στο «ΧΑΜΕΝΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ» του ΜΠΙΛΥ ΓΟΥΑΪΛΝΤΕΡ, να δείξει με το πρόσωπο του, με τα μάτια του, με το βλέμμα του, τις φάσεις από τις οποίες περνά, κυρίως τις αγωνιώδεις αλλά και τις πιο κάλμα για διάλειμμα, σε ένα χαρακτήρα εξαιρετικά γραμμένο. Ο οποίος πρέπει να αποδώσει, χωρίς να πει κουβέντα, το δράμα του επιστήμονα που προδίδει την πατρίδα του. Το συνδυασμό ενοχής αλλά και φόβου.
Με την επιλογή του Ραίη Μίλαντ κι ‘όλων αυτών των μοναδικών φατσών στην μαυρόασπρη ατμόσφαιρα και την αγωνία για τα όσα συμβαίνουν, λείπει κάτι. Αυτό που θα υπογραμμίσει την αγωνία, μια και δεν έχουμε διάλογο. Και το τονίζω το¨ «δεν έχουμε διάλογο» διότι βρισκόμαστε σε έργο κατασκοπείας. Οπότε εδώ, ποιος αναλαμβάνει;
Μα αυτός που έκλεψε την παράσταση , κι έδωσε στην ταινία, όπως ‘ήταν επόμενο, τη μοναδική υποψηφιότητα για Οσκαρ διότι ανέλαβε από τη σκηνοθεσία Μεγαλη Αποστολή: Ο συνθέτης ΧΕΡΣΕΛ ΜΠΕΡΚ ΓΚΙΛΜΠΕΡΤ. Ενας συνθέτης, που δεν τον ξέρουν οι soundtrack-άδες, δίνει όμως ένα μάθημα εδώ περί του εστί ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ. Κι είναι για μελέτη. Η Μουσική είναι παρούσα σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του έργου, είναι αυτή-ακριβώς επειδή λείπει ο διάλογος-που αναλαμβάνει να δώσει όχι μόνο τα συναισθήματα του ήρωα, τα εκαστοτε συναισθήματα αλλά και την ατμόσφαιρα ή την ένταση ή τα όσα εξυφαίνονται παρασκηνιακά, στην κάθε δεδομένη στιγμή και να τα αποδώσει μουσικά. Η Μουσική έχει αναλάβει τα πάντα, έχει αναλάβει δραματουργική, πρωταγωνιστική συμμετοχή. Βλέποντας το, θυμήθηκα, τον ορισμό της Μουσικής, στο πρώτο Μάθημα που είχαμε κάνει στο σχολείο και μου έμεινε, δεν τον έχω ξεχάσει, πάνω στο τι είναι Μουσική: «Μουσική καλείται η Τέχνη των Ηχων δια των οποίων εκφράζομε τα ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα μας». Η εργασία του Χέρσελ Μπερκ Γκίλμπερτ στο «Ο ΑΡΧΙΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ» είναι η εφαρμογή του ορισμού της Μουσικής. Μάθημα Κινηματογραφικών Σπουδών.
Κι εδώ, η Μουσική έρχεται να παίξει μεγαλύτερο ρόλο στο αποτέλεσμα από το Μοντάζ, από το υπέροχο μοντάζ της ταινίας, σε μια σημαντική διαφορά από το «The well» του προηγούμενου χρόνου, για το οποίο έγραψα πιο πάνω. Εδώ το μοντάζ την έχει ανάγκη τη μουσική διότι η ίδια εργασία στο μοντάζ χωρίς αυτή τη μουσική και την πρωταγωνιστική της παρουσία δεν θα φέρει το ίδιο αποτέλεσμα.
ΥΓ 1. Το συγγραφικο δίδυμο πήραν ΟΣΚΑΡ ΣΕΝΑΡΙΟΥ σε κομεντί, μερικά χρόνια αργότερα, στα «ΑΠΟΡΡΗΤΑ ΤΗΣ ΚΡΕΒΒΑΤΟΚΑΜΑΡΑΣ», στο «PILLOW TALK» δηλαδή, του ζεύγους Ροκ Χάντσον-Ντόρις Νταίη, ως μάστορες της πλοκής αλλά αυτή τη φορά σε κωμωδία κι όχι σε αστυνομικό ή κατασκοπικό δράμα
ΥΓ2. Ο ελληνικός τίτλος «ο αρχικατάσκοπος» δεν είναι καθόλου ‘ασχετος με το «Ο κλέφτης» του αγγλικού τίτλου, κάνουν την ίδια δουλειά αμφότεροι, το θέμα είναι το μέσω ποιας ιδιότητας θέλεις να φέρεις στο (τότε) ταμείο τους θεατές
ΥΓ 3. Ωστόσο, το Οσκαρ της Μουσικής κατέληξε στα χέρια του ΝΜΙΤΡΙ ΤΙΟΜΚΙΝ για «ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΘΑ ΣΦΥΡΙΞΕΙ ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ», συμβολή στο σύνολο, κι όχι απόλυτη κυριαρχία.
Καλή Μελέτη