Μπορεί κανείς να φανταστεί κατασκοπικό έργο, μυστηρίου και ίντριγκας, με στοίχημα την ΠΛΗΡΗ απουσία διαλόγου; Υπάρχει αυτή η ταινία και την προτείνω για ΜΕΛΕΤΗ καθώς θα συνδυάζεται και με ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ διότι ΣΙΝΕΜΑ είναι κι ουαι κι αλίμονο στους ψευτο-σοβαροφανείς που αγνοούν το σινεμά των ειδών και το πως γίνεται. .Και ποιοι είναι οι πραγματικοί auteurs με τη δημιουργική κι όχι με την ψευτοθεωρητική έννοια
Εχω γράψει πολλές φορές για τη λύτρωση που προσφέρει το ΔΡΑΜΑ ως είδος κι είναι πολύ πιο βαθιά από εκείνη που προσφέρει η κωμωδία. Η κωμωδία ως είδος σε διασκεδάζει εκείνη την ώρα, σου αφήνει και καλές εντυπώσεις, αλλά ΛΥΤΡΩΣΗ και ΚΑΘΑΡΜΟ μόνο το δράμα φέρνει. Κι έχω επίσης αναφερθεί στα περίτρανα παραδείγματα του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του τραυματικού (ή και τραυματισμένου…) περάσματος στην ειρηνική περίοδο ότι κάποια δράματα ήταν αυτά που έφεραν την εν λόγω λύτρωση, που πήγε ο κόσμος και πλάνταξε και «καθαρίστηκε» μέσα του από τα δεινά. Η ΕΛΛΑΔΑ με τον «ΜΕΘΥΣΤΑΚΑ» και με το «ΧΑΜΕΝΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ» ήταν μια τέτοια περίπτωση όπου με δύο δράματα ο κόσμος έκλαψε βαθιά, όπως και στη διάρκεια της Κατοχής, με δράμα παρηγορήθηκε κι όχι με κωμωδία, με τη «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ». Οι Μεγάλες Επιτυχίες ήταν τα Δράματα.
Εβαλα στον τίτλο το κίνητρο για να (ξανα) γράψω για αυτή την ταινία , κυρίως από όταν είδα την εκλεκτή ηθοποιό, που κάνει μεγάλο σουξέ στο σήριαλ «ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ, να παίζει στην παράσταση του έργου- μονόλογος του ΑΝΤΩΝΗ ΤΣΙΠΙΑΝΙΤΗ « Η ΠΟΡΝΗ ΑΠΟ ΠΑΝΩ», όπου με είχε ενθουσιάσει το γαλλικό στυλ παιξίματος της. Κι είχα γράψει σχετικά. Είχα αναφερθεί τότε και σε αυτή την ταινία. Κι έψαχνα αφορμή για να την επαναφέρω κι η μόνη της θέση ήταν στην ενότητα «Ξεχασμένα»
Την ξαναείδα την ταινία πρόσφατα, την έχω δει πολλές φορές εννοείται είτε για την ψυχαγωγία μου είτε για τις μελέτες μου αλλά αυτή τη φορά θέλησα μερικά πράγματα να τα μεταφέρω στο έγγραφο . Χωρίς να πρόκειται για μεγάλη ταινία, θεωρώ πως είναι ένα πολύ καλό δείγμα για κάποιον που θέλει να μελετήσει κινηματογράφο, στην πολυπλοκότητα της Τέχνης αυτής, στη συλλογικότητα, στο πως μεταφέρουμε μια τέχνη σε μία άλλη, στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σινεμά στο θέατρο και στο πόσοι πολλοί και διαφορετικοί τρόποι υπάρχουν ώστε να το κάνει κάποιος αυτό. Και βέβαια δεν το κάνει μόνος του, υπάρχουν συλλογικοί, συνολικοί παράγοντες.
Μόνο που τότε το είδος λεγόταν «ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ» (Grand Guignol) κι είχε πάρει την ονομασία του από το ομώνυμο θέατρο του Παρισιού, το οποίο ήταν μάλλον προχωρημένο για την εποχή του και προκλητικό μαζί (έτος 1897 ιδρύθηκε) αφού είχε ως αντικειμενικό σκοπό να παίζει αποκλειστικώς έργα φρίκης, προφανώς χαμένου σήμερα ρεπερτορίου. Ο όρος «θρίλερ» μεταφέρθηκε στα τελευταία χρόνια ως απόλυτος δικτάτωρ στα πάντα , από έργα πολιτικής πλοκής μέχρι μια ιστορία λύσης εγκλήματος ενώ ήταν κάτι πολύ συγκεκριμένο και μικρό.
Η «ΦΑΝΝΥ» είναι ένα φιλμ που είχε συμπεριληφθεί στην πεντάδα του ΟΣΚΑΡ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 1962 αλλά σήμερα δεν μνημονεύεται.
Δεν είναι ακριβώς «Ξεχασμένο». Ανήκει σε μια υποδιαίρεση, στην οποία ανήκουν πολλά φιλμ που δεν έχουν υποχρεωτικώς ξεχαστεί αλλά που παραμένουν άγνωστα σε μια μεγάλη μερίδα του κοινού. Είναι εκείνα που είχαν τις προδιαγραφές του κλασικού αλλά δεν έγιναν «κλασικά».
Κυριολεκτικά «ξεχασμένη» είναι αυτή η μαυρόασπρη ταινία του γίγαντα της ιταλικής κωμωδίας ΜΑΡΙΟ ΜΟΝΙΤΣΕΛΙ, την οποία έχει γυρίσει ένα χρόνο πριν από το «Ο κλέψας του κλέψαντος» που τον εκτόξευσε ψηλά και του έφτιαξε δρόμο υψηλών προδιαγραφών τον οποίο ακολούθησε ως το τέλος του μακρού βίου του. Και ίσως κάπως έτσι να επισκιάστηκε αυτός « Ο γιατρός κι ο μάγος» του ιταλικού τίτλου.
Μα το σπουδαιότερο , για μας τουλάχιστον, είναι πως ένα χρόνο μετά εμφανίζεται στις ελληνικές οθόνες μια ταινία που δανείζεται(;), εμπνέεται(;) από αυτήν και την κάνει ένας Ελληνας , ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί αντάξιος ή ισάξιος του Μονιτσέλι, ο ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ κι είναι το «Η ΚΥΡΑ ΜΑΣ Η ΜΑΜΗ» που όλοι γνωρίζουμε. Ολοι οι Ελληνες γνωρίζουμε τη «μαμή» κι όχι τον «Medico», οι Ιταλοί ξέρουν τον δικό τους κι αγνοούν τη δικιά μας..
Δύο απόψεις από τον ίδιο άνθρωπο στο ίδιο αντικείμενο. Κι όμως τόσο διαφορετικές. Ουσιαστικά για την ΗΝΤΙΘ ΧΕΝΤ, την ενδυματολόγο- μύθο των 8 ΟΣΚΑΡ και των 35 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΩΝ γράφεται αυτό το κομμάτι με αφορμή δύο ταινίες, που είναι ηλικιακά κοντινές, έχουν κι οι δύο για ηρωίδα μια σταρ του Χόλυγουντ, ανήκουν σε διαφορετικά είδη και βλέπουμε την διαφορετικότητα της προσέγγισης στην κάθε μία.
Κάθισα και μελέτησα αυτές τις δύο ταινίες , που ανήκουν στις 35 ενδυματολογικές υποψηφιότητες της, και απέχουν τρία χρόνια η μία από την άλλη: Στα Οσκαρ του 1963 διαγωνίστηκε η πρώτη, στην απονομή του 1966 φιγουράρισε η δεύτερη. Κι αποκόμισα κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που θέλησα να τα εκφράσω και δημοσίως.
Αυτή την ταινία θα τη θυμούνται ή θα την ξέρουν λίγοι. Πρώτα από όλα διότι ανήκει σε ένα είδος του ιταλικού σινεμά που αν και διάσημο στην Ιταλία, στην Ελλάδα ως ιταλικό περιφρονείται (επειδή ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ). Είναι το ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΕΙΔΟΣ, που σήμερα το λέμε «θρίλερ», στην Ιταλία έχει συγκεκριμένη ονομασία κι αποκαλείται “GIALLO”. Από το χρώμα το ΚΙΤΡΙΝΟ. Κι αυτό επειδή τα πρώτα αστυνομικά μυθιστορήματα εκδόθηκαν από οίκο που τύπωνε «βιβλία τσέπης», ο οποίος είχε το κίτρινο χρώμα ως περίβλημα των βιβλίων και το είδος κατέληξε να ονομάζεται «Κίτρινο». Με τα χρόνια στην Ιταλία και στην ιταλική γλώσσα η λέξη «giallo» έγινε συνώνυμο του «εγκλήματος» και πλέον όταν διαπραχθεί έγκλημα οι εφημερίδες χρησιμοποιούν τη λέξη «giallo».