Εβαλα στον τίτλο το κίνητρο για να (ξανα) γράψω για αυτή την ταινία , κυρίως από όταν είδα την εκλεκτή ηθοποιό, που κάνει μεγάλο σουξέ στο σήριαλ «ΑΓΡΙΕΣ ΜΕΛΙΣΣΕΣ, να παίζει στην παράσταση του έργου- μονόλογος του ΑΝΤΩΝΗ ΤΣΙΠΙΑΝΙΤΗ « Η ΠΟΡΝΗ ΑΠΟ ΠΑΝΩ», όπου με είχε ενθουσιάσει το γαλλικό στυλ παιξίματος της. Κι είχα γράψει σχετικά. Είχα αναφερθεί τότε και σε αυτή την ταινία. Κι έψαχνα αφορμή για να την επαναφέρω κι η μόνη της θέση ήταν στην ενότητα «Ξεχασμένα»
Την ξαναείδα την ταινία πρόσφατα, την έχω δει πολλές φορές εννοείται είτε για την ψυχαγωγία μου είτε για τις μελέτες μου αλλά αυτή τη φορά θέλησα μερικά πράγματα να τα μεταφέρω στο έγγραφο . Χωρίς να πρόκειται για μεγάλη ταινία, θεωρώ πως είναι ένα πολύ καλό δείγμα για κάποιον που θέλει να μελετήσει κινηματογράφο, στην πολυπλοκότητα της Τέχνης αυτής, στη συλλογικότητα, στο πως μεταφέρουμε μια τέχνη σε μία άλλη, στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σινεμά στο θέατρο και στο πόσοι πολλοί και διαφορετικοί τρόποι υπάρχουν ώστε να το κάνει κάποιος αυτό. Και βέβαια δεν το κάνει μόνος του, υπάρχουν συλλογικοί, συνολικοί παράγοντες.
Μόνο που τότε το είδος λεγόταν «ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ» (Grand Guignol) κι είχε πάρει την ονομασία του από το ομώνυμο θέατρο του Παρισιού, το οποίο ήταν μάλλον προχωρημένο για την εποχή του και προκλητικό μαζί (έτος 1897 ιδρύθηκε) αφού είχε ως αντικειμενικό σκοπό να παίζει αποκλειστικώς έργα φρίκης, προφανώς χαμένου σήμερα ρεπερτορίου. Ο όρος «θρίλερ» μεταφέρθηκε στα τελευταία χρόνια ως απόλυτος δικτάτωρ στα πάντα , από έργα πολιτικής πλοκής μέχρι μια ιστορία λύσης εγκλήματος ενώ ήταν κάτι πολύ συγκεκριμένο και μικρό.
Η «ΦΑΝΝΥ» είναι ένα φιλμ που είχε συμπεριληφθεί στην πεντάδα του ΟΣΚΑΡ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 1962 αλλά σήμερα δεν μνημονεύεται.
Δεν είναι ακριβώς «Ξεχασμένο». Ανήκει σε μια υποδιαίρεση, στην οποία ανήκουν πολλά φιλμ που δεν έχουν υποχρεωτικώς ξεχαστεί αλλά που παραμένουν άγνωστα σε μια μεγάλη μερίδα του κοινού. Είναι εκείνα που είχαν τις προδιαγραφές του κλασικού αλλά δεν έγιναν «κλασικά».
Κυριολεκτικά «ξεχασμένη» είναι αυτή η μαυρόασπρη ταινία του γίγαντα της ιταλικής κωμωδίας ΜΑΡΙΟ ΜΟΝΙΤΣΕΛΙ, την οποία έχει γυρίσει ένα χρόνο πριν από το «Ο κλέψας του κλέψαντος» που τον εκτόξευσε ψηλά και του έφτιαξε δρόμο υψηλών προδιαγραφών τον οποίο ακολούθησε ως το τέλος του μακρού βίου του. Και ίσως κάπως έτσι να επισκιάστηκε αυτός « Ο γιατρός κι ο μάγος» του ιταλικού τίτλου.
Μα το σπουδαιότερο , για μας τουλάχιστον, είναι πως ένα χρόνο μετά εμφανίζεται στις ελληνικές οθόνες μια ταινία που δανείζεται(;), εμπνέεται(;) από αυτήν και την κάνει ένας Ελληνας , ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί αντάξιος ή ισάξιος του Μονιτσέλι, ο ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ κι είναι το «Η ΚΥΡΑ ΜΑΣ Η ΜΑΜΗ» που όλοι γνωρίζουμε. Ολοι οι Ελληνες γνωρίζουμε τη «μαμή» κι όχι τον «Medico», οι Ιταλοί ξέρουν τον δικό τους κι αγνοούν τη δικιά μας..
Δύο απόψεις από τον ίδιο άνθρωπο στο ίδιο αντικείμενο. Κι όμως τόσο διαφορετικές. Ουσιαστικά για την ΗΝΤΙΘ ΧΕΝΤ, την ενδυματολόγο- μύθο των 8 ΟΣΚΑΡ και των 35 ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΩΝ γράφεται αυτό το κομμάτι με αφορμή δύο ταινίες, που είναι ηλικιακά κοντινές, έχουν κι οι δύο για ηρωίδα μια σταρ του Χόλυγουντ, ανήκουν σε διαφορετικά είδη και βλέπουμε την διαφορετικότητα της προσέγγισης στην κάθε μία.
Κάθισα και μελέτησα αυτές τις δύο ταινίες , που ανήκουν στις 35 ενδυματολογικές υποψηφιότητες της, και απέχουν τρία χρόνια η μία από την άλλη: Στα Οσκαρ του 1963 διαγωνίστηκε η πρώτη, στην απονομή του 1966 φιγουράρισε η δεύτερη. Κι αποκόμισα κάποια πολύ ενδιαφέροντα πράγματα που θέλησα να τα εκφράσω και δημοσίως.
Αυτή την ταινία θα τη θυμούνται ή θα την ξέρουν λίγοι. Πρώτα από όλα διότι ανήκει σε ένα είδος του ιταλικού σινεμά που αν και διάσημο στην Ιταλία, στην Ελλάδα ως ιταλικό περιφρονείται (επειδή ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ). Είναι το ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΕΙΔΟΣ, που σήμερα το λέμε «θρίλερ», στην Ιταλία έχει συγκεκριμένη ονομασία κι αποκαλείται “GIALLO”. Από το χρώμα το ΚΙΤΡΙΝΟ. Κι αυτό επειδή τα πρώτα αστυνομικά μυθιστορήματα εκδόθηκαν από οίκο που τύπωνε «βιβλία τσέπης», ο οποίος είχε το κίτρινο χρώμα ως περίβλημα των βιβλίων και το είδος κατέληξε να ονομάζεται «Κίτρινο». Με τα χρόνια στην Ιταλία και στην ιταλική γλώσσα η λέξη «giallo» έγινε συνώνυμο του «εγκλήματος» και πλέον όταν διαπραχθεί έγκλημα οι εφημερίδες χρησιμοποιούν τη λέξη «giallo».
«ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΡΟΣΦΟΡ» κατέληξε ημι-ξεχασμένο επειδή επισκιάστηκε στον καιρό του από τις «ΟΜΠΡΕΛΕΣ ΤΟΥ ΧΕΡΒΟΥΡΓΟΥ» που είχαν εμφανιστεί τρία χρόνια πριν. Κι επειδή και στη συνέχεια, όταν αναφέρονταν, κατά τη θεωρία του auteur στον ΖΑΚ ΝΤΕΜΥ κι όχι και στα ίδια τα έργα, οι «Ομπρέλες…» δεν άφηναν περιθώρια. Το ότι «ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΡΟΣΦΟΡ» ήταν ένα χάρμα ιδέσθαι , ότι εκπροσωπούσε την απόλυτη κινηματογραφική ΕΥΦΟΡΙΑ , ότι ήταν ένα έργο χρωμάτων και προπάντων ΜΕΛΩΔΙΩΝ αλλά κι ωραίων προσώπων και ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΩΝ, προφανώς δεν έφτανε. Κι έτσι, ενώ είχε επιτυχία όταν βγήκε στους κινηματογράφους , όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά και στην ΕΛΛΑΔΑ, με τον καιρό το άφησαν στο περιθώριο.
Μετά το «ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΗΝ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ;», που της χάρισε το δεύτερο της ΟΣΚΑΡ , η ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΕΪΛΟΡ άρχισε να «την» ψάχνει διαφορετικά. Σαν να είχε κερδίσει μια προσωπική μάχη αναγνώρισης και σαν να ήθελε να απαγκιστρωθεί, να αποδεσμευτεί από το box-office και να την δει τη δουλειά κάπως πιο ελεύθερα. Ετσι κι αλλιώς, σε επίπεδο σταρ, είχε τον τρόπο να απασχολεί σε καθημερινή βάση τον διεθνή Τύπο. Ομως, από την άλλη την ενδιέφερε και το καλλιτεχνικό καθότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είχε και πολύ καλές παρέες, υψηλού κύρους, που την εκτιμούσαν απεριόριστα. Κι έτσι, προχώρησε σε άλλα, τα οποία βεβαίως και δεν της απέφεραν εισιτήρια, όμως, κάπου ικανοποίησαν την ίδια και την επέβαλαν ακόμα περισσότερο ως προσωπικότητα. Ένα από αυτά ήταν και «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ» , όπως είχε προβληθεί στην Ελλάδα το «SECRET CEREMONY», που το έκανε με τον ΤΖΟΖΕΦ ΛΟΟΥΖΥ, σκηνοθέτη που εκείνα τα χρόνια απολάμβανε ξεχωριστών καλλιτεχνικών τιμών στην Αγγλία όπου διέμενε και εργαζόταν, όταν εγκατέλειψε τις ΗΠΑ ως προγεγραμμένος από τον Μακάρθυ. Κι η Τέϊλορ πήγε κι έπεσε πάνω του κι έκανε μαζί του απανωτά δύο ταινίες.