Ηταν το πρώτο που σκέφτηκα στην είδηση του θανάτου του κι αμέσως αναπήδησε μέσα μου ο τίτλος του άρθρου με τα ΤΕΣΣΕΡΑ ρήματα.
ΛΑΤΡΕΥΤΗΚΕ ο Γκοντάρ. Πήρε μαζί του όλους τους νέους κι ανήσυχους κινηματογραφιστές στην ανήσυχη δεκαετία του ’60 που ήθελαν να αλλάξουν τα πάντα, αφού προηγουμένως τα ανατρέψουν.
Ο ΖΑΝ ΛΥΚ ΓΚΟΝΤΑΡ ήταν ένα τέτοιο πράγμα, μια ανήσυχη φύση, με «καλβινιστική» μόρφωση δηλαδή Προτεσταντισμός στη νιοστή και μάλιστα στην Ελβετία για την οποία φίλος μου καθηγητής στη Λωζάνη στο Πανεπιστήμιο μου έλεγε «Η Ελβετία είναι η χώρα του καλβινισμού δηλαδή απαγορεύονται τα πάντα κι όσα επιτρέπονται είναι υποχρεωτικά»
Τέτοιος αναθρεμμένος μπήκε στο χώρο του σινεμά και τον αναστάτωσε.
Πήρε πάνω του το κίνημα του «νέου κύματος» παρόλο ότι στη συνέχεια πολλοί σκηνοθέτες από τους άλλους που ήταν συναγωνιστές στο κίνημα (Τρυφω, Σαμπρολ, Ρεναί, Μαλ) έκαναν ταινίες καλύτερες από τις δικές του. Για τους γκονταρικούς αυτό δεν ίσχυε, μέχρι κάποια εποχή. Μετά λιγόστεψαν κι αυτοί κι έμειναν να θαυμάζουν το όνομα περισσότερο από το έργο. Ο ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ και στη δική του περίπτωση είχε πει τον λόγο ωστόσο το ‘όνομα ήταν αυτό που έκανε τα κουμάντα.
Ο Γκονταρ δεν λατρεύτηκε τυχαία, δεν επηρέασε τον κινηματογράφο τυχαία. Όχι στην Ελλάδα που περισσότερο μιμήθηκαν τα ανατρεπτικά του θεωρώντας ότι νομιμοποιούντο πλέον να κάνουν ό,τι τους καπνίσει….Αληθινοί Γκονταρικοί που πραγματικά τον έκαναν μετάγγιση στο αίμα τους ήταν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος που δεν μιμήθηκε αλλά επηρεάστηκε βαθιά ως Σχολή κι ο Νίκος Ζερβός που τον έφερε απολύτως εντός του και τα αναρχικά του Γκονταρ τα μετέφερε σε δικό του είδος που πολλοί δεν μπορούν να κατανοήσουν επειδή παριστάνουν τους γκονταρικούς αλλά στην ουσία δεν είναι.
Ο Γκοντάρ επηρέασε όλο τον κινηματογράφο από τα 60ς έως τα 70ς, έχοντας φέρει τις ανατροπές στην ίδια την κινηματογραφική έκφραση με πρώτη και καλύτερη την απελευθέρωση και την επαναλειτουργία του ΜΟΝΤΑΖ. Και φυσικά την απελευθέρωση της κάμερας. Σκορσέζε, Ταραντίνο , κι ένα σωρό κόσμος που γαλουχείται εκείνη την εποχή, είτε απευθείας είτε από τα έργα της, μοιράζεται τα ίδια, μιλάει για αυτόν.
Επειδή ήταν κριτικός πριν γίνει σκηνοθέτης, η τομή ήταν βαθιά. Για το έργο που βλέπουμε και για το ίδιο το έργο που δείχνει αυτά που βλέπουμε.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να φτάσει στα ύψη τη θεωρία του auteur, που την καλλιεργούσαν τα «Τετράδια» μέσα από τα οποία έγραφε ως κριτικός, και ο δημιουργός να φαίνεται ως πιο σημαντικός από το έργο κατά παράβαση κάθε αριστοτελικής θεωρίας και λογικής.
Η αλήθεια είναι πως όταν εμφανίστηκε με το «ΜΕ ΚΟΜΜΕΝΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ» και λάνσαρε τον Ζαν Πολ Μπελμοντό και δίπλα την Αμερικανίδα Τζην Σήμπεργκ με τα αμερικανικα κεφάλαια που του στηριζαν την ταινία(να το πούμε κι αυτό), οι κινηματογραφιστές έμειναν άλαλοι. Ένα νέο πράγμα γεννιόταν, ένας άλλος αέρας, μια απόλυτη ελευθερία στην κινηματογραφική έκφραση, που έμελλε να ενθουσιάσει τους νέους κινηματογραφιστές. Από κει και πέρα το πως τη λειτούργησε ο καθένας την γκονταρική ή και τη μη γκονταρική «νουβέλ βαγκ» αφορά στον ίδιο και στην εξέλιξη. Πάντως όλοι τιμούν την επιρροή της πάνω τους και κάποιοι στον Γκοντάρ προσωπικά..
Βέβαια, έπεσε κι αμφισβήτηση για το αν πέρα από πλακίτσες ήταν σε θέση να κάνει και κάποια καλή ή έστω κανονική ταινία…Η απάντηση είχε έρθει με την «ΠΕΡΙΦΡΟΝΗΣΗ» εκεί που έχει ΣΕΝΑΡΙΟ κι όχι πλακίτσες, έχει το βιβλίο του ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΜΟΡΑΒΙΑ και τον ΚΑΡΛΟ ΠΟΝΤΙ ο οποίος έχει αγοράσει τα δικαιώματα του βιβλίου κι απευθύνεται στο Γκονταρ. Και του εξασφαλίζει παραγωγή, σταρ ,την Μπριζίτ Μπαρντό στα δόξες της, που με τη σειρά της παίρνει και «πρεστίζ» από την ταινία ( αν κι η καλύτερη ταινία της είναι «Η ΑΛΗΘΕΙΑ» του ΑΝΡΥ ΖΩΡΖ ΚΛΟΥΖΩ) κι από Χόλυγουντ τον ΤΖΑΚ ΠΑΛΑΝΣ ΓΙΑ ΕΞΟΔΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΆΝΙΚΗ ΑΓΟΡΆ..Κι ο Γκοντάρ ανταποκρίνεται πληρέστατα διότι κι ο Πόντι δεν ήταν από τα παιδάκια που παίζεις μαζί τους και τα ξεγελάς… Κι ο Γκοντάρ δείχνει ότι μπορεί. Και με το παραπάνω.
Ωστόσο, ήταν μια ανήσυχη φύση.. Εμπλεκόταν και με τα κινήματα, πέρασε στους Μαοϊστές, άρχισε να ενδιαφέρεται ισόποσα ή και παραπάνω για αυτά, πρωτοστάτησε στην κατάληψη του φεστιβαλικού μεγάρου το 1968 και στη διακοπή του Φεστιβάλ Κανών, έτρεχε για την Παλαιστίνη, κι από ένα σημείο και μετά αυτό έδειχνε μια συνέπεια της αντάρτικης και προκλητικής προσωπικότητας του και του ανατρεπτικού έργου του που δεν άργησαν να τον οδηγήσουν στην αμφισβήτηση, στη ρήξη με τους παλιούς «συντρόφους» (με τον Τρυφώ τα χάλασαν για τα καλά στη δεκαετία 70, με τον Μπερτολούτσι τα δείχνει πολύ ωραία το φιλμ του Αζαναβίσιους που ανέφερα στον πρόλογο και τον παίζει τον Μπερνάρντο ο Γκουίντο Καπρίνο κι η σκηνή είναι πραγματική κι ο διάλογος επίσης , όπως την ήξερα από τον ίδιο τον Ιταλό αείμνηστο)…
Πάντως του άρεσε να δουλεύει και με σταρ, εκτός από την Μπαρντό και την Σήμπεργκ, κι ενώ είχε φτιάξει κι ο ίδιος σταρ όπως τον άγνωστο Μπελμοντό και την κατοπινή γυναίκα του ΑΝΝΑ ΚΑΡΙΝΑ, που τον άντεξε μέχρι κάποιο διάστημα, στη δεκαετία 70 είχε εκδηλώσει μια λατρεία προς την ΤΖΕΗΝ ΦΟΝΤΑ , την εποχή του Βιετνάμ, της έκανε και δυο ταινίες, το «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» με παρτενέρ τον ΥΒ ΜΟΝΤΑΝ κι ένα εντελώς ιδιότυπο στη συνέχεια «Γράμμα στην Τζέην» που ανάθεμα κι αν κυκλοφόρησε ποτέ και πουθενά… Όπως και με τον ΑΛΑΙΝ ΝΤΕΛΟΝ στα χρόνια της παρακμής και των δύο που του έκανε τη «NOUVELLE VAGUE» κι όμως, για όποιον ήθελε να δει, υπήρχαν ακόμα ψήγματα εκεί μέσα..
Φυσικά ήταν κι όλα τα άλλα, κάτι προκλητικά που έκανε την πλάκα του και δεν βλέπονταν, κάποια άλλα που τα έφτιαξε με αφοσίωση κι αφορούσαν στη νέα τεχνολογία, στο βίντεο κλπ., κάποια πειραματικά προς το τέλος..Αλλά.... Ποιος νοιαζόταν;
Εχω ζησει όμως και φάσεις της παρακμής του πολύ δυσάρεστες. Στις Κάννες δυο φορές, μια ομαδική αποδοκιμασία κι ένα εντελώς δυσάρεστο περιστατικό που κάποιος τον πλησίασε και του πέταξε μια τουρτα…
ΧΡΥΣΟ ΦΟΙΝΙΚΑ στις Κάνες δεν πήρε ποτέ. Ενα τιμητικό περί τα τέλη. .. Ούτε και Σεζαρ . Πλήν κι εκεί ενός τιμητικού..Του έδωσαν και Τιμητικό Οσκαρ το 2010 αλλά δεν παρέστη. Όπως δεν παρέστη και σε μας, στην Ευρωπαική Ακαδημία Κινηματογράφου το 2007, που επίσης δεν είχε πάρει βραβείο ποτέ κι είχε αποφασιστεί να του δώσουμε τιμητικό. Ο τότε Πρόεδρος μας, ο άρχοντας ΒΙΜ ΒΕΝΤΕΡΣ, όχι απλώς τον κάλεσε προσωπικά, του τηλεφώνησε κιόλας για να του προσφέρει την απόλυτη επισημότητα. Ο Γκοντάρ το αποδέχτηκε. Λίγες μέρες πριν την απονομή, ο Πρόεδρος επικοινώνησε ξανά για να «κονφιρμάρει» κι ο Γκοντάρ ήταν πάλι βεβαιωτικός. Παραμονή των εκδηλώσεων κι ενώ είχαν γίνει όλες οι προετοιμασίες, ο Γκονταρ έστειλε επιστολή στην οποία έλεγε όχι απλώς ότι δεν θα παραστεί αλλά μας έβριζε κι όλους πατόκορφα. Την Ευρωπαική Ακαδημία Κινηματογράφου, μας έσουρε τον αναβαλλόμενο. Θύμωσε πάρα πολύ τότε ο Πρόεδρος Βέντερς και ως Λιοντάρι δεν θέλησε να κρύψε το θυμό του αλλά ούτε και να μην δώσει φυσικά το βραβείο, να προβάλει τη γενναιοδωρία του. Το έδωσε ο ίδιος στον απόντα αφού ενημέρωσε την ομήγυρη των μελών για τα διαμειφθέντα