Ξεκινώ από την ΙΖΑΜΠΕΛ ΥΠΕΡ. Η οποία αστράφτει και λάμπει. Για την Υπέρ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία διότι η ηθοποιός δεν ξεκίνησε έτσι ούτε φανταζόταν κανείς όταν την πρωτο-ανακάλυπτε ερμηνευτικά στην «Δαντελοπλέκτρα», στα μέσα των 70ς ,ότι θα μπορούσε να γίνει σταρ ή να λάμψει ως Γυναίκα. Όμως με την Υπέρ συνέβη σε μεγάλο βαθμό κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη στη Μέρυλ Στρηπ κι ακόμα περισσότερο στη Κέιτ Μπλάνσετ. Ότι μέσω της εξαιρετικής ηθοποιίας σιγά σιγά το πρόσωπο άρχισε να παίρνει φως από τις ερμηνείες του. Και αυτό το φως άρχισαν να το κοιτάζουν λίγο παραπάνω, να του προσθέτουν κάτι , να το αξιοποιούν. Κι άρχισαν κι οι ρόλοι ερωμένης όπου κανείς δεν ξενιζόταν, στην «Δασκάλα του πιάνου» που είναι μία από τις καλύτερες ταινίες της κι ερμηνείες της, δεν ξένισαν καθόλου οι σεξουαλικές σκηνές και μάλιστα αυτός που την ποθεί να είναι ο τότε πανέμορφος και τότε νεαρός Μπενουά Μαζιμέλ. Κι αυτό δεν ξένισε κανέναν. Στα χρόνια αυτά, η Υπέρ είχε προχωρήσει και σε τέτοιες κατακτήσεις. Προς Γυναίκα μεριά. ΚΙ ήρθε κάποια στιγμή, στην απόλυτη ωρίμανση, στο κατώφλι της τρίτης ηλικίας, ο Πολ Βερχόφεν, ο επί της ουσίας «σεξουλιάρης» σκηνοθέτης του σινεμά, και στο «Εκείνη» της προσέδωσε οριστικά κι αμετάκλητα τη Γυναίκα. Της ξεκλείδωσε δεύτερη φαση καριέρας.
Η Ιζαμπελ Υπερ πλέον ως καλή ηθοποιός, μπορεί να παίξει και τύπους γοητευτικών γυναικών , μεσα από την δική της εσωτερική ωρίμανση, μεσα από αυτά που της ξεκλειδώθηκαν και μεσα από την ευγνωμοσύνη και προς τον Βερχόφεν.
Κι έρχεται τωρα κι ο ΖΑΝ ΠΟΛ ΣΑΛΟΜΕ, ο οποίος σαν να έχει παραλάβει τη σκυτάλη από τον Βερχόφεν κι αυτή τη φορά της κάνει ένα ακόμα πιο πολύτιμο δωρο από την υπέροχη «ΝΟΝΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ». Της φτιάχνει ένα πολιτικό θρίλερ, εξελίσσοντας την Υπερ στην κατευθυνση του αστυνομικού και των ανάλογων ειδών, που τα είχε ξεκινήσει και πριν την απογειώσει ο Βερχόφεν, και τα είχε ξεκινήσει με επιτυχία, κι εδώ τώρα ο Σαλομέ έρχεται και καταθέτει στα πόδια της τη δική το κατάρτιση. Και της φτιάχνει ένα περιτύλιγμα της ίδιας το οποίο είναι για star performance, είναι για να κάνει ΗΘΟΠΟΙΙΑ η ΣΤΑΡ Υπερ, και την εχει φροντίσει με ένα τρόπο καταπληκτικό. Σε ντυσίματα, χτενίσματα, εμφανίσεις και ντεκόρ που την περιβάλλουν, την έχει και την περιποιείται σαν κανονική σταρ. Συγχρόνως, όμως, υπάρχει κι ένας «ωφελιμισμός» εκ μέρους του, ναι , διότι θα το εισπράξει κι ο ίδιος.
Γιατι όλο αυτό που της περιποιείται δεν είναι αυθαίρετο. Δεν είναι ας πούμε η Ωντρεϋ Χέπμπορν στα ρούχα Ζιβανσύ που σε κάποιες περιπτώσεις (το «Πρόγευμα στου Τίφανυ» ή το «Πως να κλέψετε ένα εκατομμύριο δολάρια» φερειπειν), κάνουν την ίδια να γοητεύει ως μοντέλο αλλά να μην έχουν απόλυτη σχέση είτε με το χαρακτήρα είναι με την υπόθεση . Εδώ ο Σαλομέ εχει φροντίσει την Υπερ, ακριβώς στο όριο: Σε κάθε πλάνο σχεδόν αλλάζει ρούχα, όλα τα ρούχα της είναι αστραφτερά, με καταπληκτικούς συνδυασμούς χρωμάτων αλλά και με όλων των ειδών τα υφάσματα ανάλογα με την περίσταση, όμως δικαιολογείται από την ιδιότητα της. Όπως κι οι χώροι που την περιβάλλουν…Μπορει ο γαλλικός τίτλος να είναι «συνδικαλίστρια», δεν πρόκειται όμως για μία καπνεργάτρια που ξεσηκώνει το εργοστάσιο. Πρόκειται για μεγάλο στέλεχος πολυεθνικής, που ταξιδευει ανα τον κόσμο, που συνεργάζεται με Κυβερνήσεις και με τον εκάστοτε Πρόεδρο της Γαλλίας, το έργο δηλώνει ότι βασίζεται και σε αληθινό περιστατικό, είμαστε στην περίοδο Σαρκοζί κι ετοιμαζόμαστε να περάσουμε στην εποχή Ολάντ, όπου ανακαλύπτει η ηρωίδα κάτι παρατυπίες (τι παρατυπίες; Για σκάνδαλο ολκής μιλάμε, για ξεπουλημένους της Κυβέρνησης, για τα παιχνίδια με τους Κινέζους σε θέματα της ενέργειας κλπ, κλπ), υποπίπτει κάτι στην αντίληψη της, προχωρεί σε καταγγελία μα της την έχουν στημένη με ένα τρόπο εξωφρενικό. Θα δώσει τις μάχες της κι ενώ έχει υποστεί τις επιθέσεις , το Σύστημα πάει να την παρουσιάσει κι ένοχο.
Το θαυμάσιο σενάριο είναι γραμμένο με βάση τους αστυνομικούς κανόνες και την κατηγορία του «πολιτικού θρίλερ» όπου ο σκηνοθέτης Σαλομε έχει παραδεχθεί την ομοιότητα και το θαυμασμό για τα αμερικάνικα φιλμ αυτού του είδους και κυρίως για τις ταινίες του Αλαν Πάκουλα στη δεκαετία 70..και γενικώς με τούτα και με εκείνα, ο Σαλομέ φτιάχνει ένα έργο που ο θεατής το απολαμβάνει ξεκούραστα και δεν το χορταίνει. Κι είναι τόσο ακομπλεξάριστος ώστε δεν διστάζει στο φινάλε να ακολουθήσει τον αμερικανικό τρόπο κλεισίματος πάνω στο είδος. Έναν από τους τρόπους, για να μη γενικεύω κι εγώ, έναν τρόπο όμως που έχει πιστωθεί , κατεπέκταση και χρεωθεί, στους Αμερικάνους.