Ενός θεάματος εξαιρετικά οργανωμένου, που τίποτε δεν έρχεται απλώς για να έρθει, δεν υπάρχουν «ατάκτως ερριμμένα» , το θέαμα γίνεται σενάριο ή μάλλον εκπορεύεται από σενάριο. Ως ιστορία ακολουθεί τη διαδρομή του βιβλίου του ΦΡΑΝΚ ΧΕΡΜΠΕΡΤ εξού και το «δεύτερο μέρος».
Κι ερχόμαστε στο «ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ» Οπου και πάλι έχουμε δράση στον πλανήτη Αράκις, έχουμε τον Ατρείδη τον Πολ (ΤΙΜΟΤΕ ΣΑΛΑΜΕ) που κουβαλά τα κομμάτια του από την προηγούμενη ταινία και θέλει να τιμωρήσει τους κακούς που κατέστρεψαν τους δικούς του ενώ ταυτοχρόνως αντιμετωπίζεται κι ένα επισιτιστικό πρόβλημα και σε μικρή δόση κι ένα υδροδοτικό, με τη δράση στην έρημο.
Θα έλεγα ότι αυτά που ξέραμε, τα ξαναβρίσκουμε. Και τη δράση και την περιπέτεια και τις σχέσεις τους και τα πρόσωπα και πάνω από όλα την έρημο κι όλους τους συντελεστές, οπότε , σε αυτή την περίπτωση, τα πράγματα θα ακούγονταν παρακινδυνευμένα, στο βαθμό που δεν έχουμε κάτι να ξαφνιαστούμε. Εκείνα που ξέραμε, και που μας είχαν ξαφνιάσει στην προηγούμενη ταινία, εδώ τα ξαναβρίσκουμε. Τόσο τα σεναριακά όσο και τα κινηματογραφικά. Διότι από κινηματογραφική άποψη, το φιλμ εκείνο είχε πάρει πριν δυο χρόνια έξι Oscar, τα οποία είχαν να κάνουν και με την όψη αλλά και με τη διάταξη, και με το «βλέπω» και με το «ακούω». Ήταν ένας εξαιρετικός κινηματογράφος.
To περίεργο, ως προς το τωρινό φιλμ, είναι πως ενώ βρίσκεις όλα αυτά που ξέρεις άρα δεν έχουν κάτι να σε αιφνιδιάσουν, έρχεται και σε αρπάζει από το ξεκίνημα και σε πάει μέχρι το τέλος, όπου έχεις μείνει εκεί ,πάνω από δυόμιση ώρες, κάτι λιγότερο από τρεις. Τι συμβαίνει;
Διότι έρχεται να σου υπενθυμίζει, από το πρώτο κιόλας πλάνο , πόσο ωραίος κινηματογράφος ήταν. Και σου ανοίγει αμέσως την όρεξη ότι θα τον ξαναδείς. Κι ενώ ξαναβλέπεις τα γνώριμα εκείνα που, επαναλαμβάνω, δεν σου προκαλούν την ίδια αίσθηση, τα βλέπεις αυτά τα γνώριμα στην πιο τέλεια μορφή τους. Όλα εκείνα τα επιτεύγματα έρχονται και σου παρουσιάζονται επιπλέον εξελιγμένα. Κι αυτό σε γοητεύει, σε σαγηνεύει μάλλον, εξού και δεν προλαβαίνεις να αντισταθείς, έχεις υποκύψει στη γοητεία αλλά το ερωτικό παιχνίδι με την ταινία είναι τέτοιο, που σε γοητεύει και σου επιβάλλεται και σου επιβάλλει κι εκείνα που θα σου προκαλούσαν ίσως κι ανία; Μπα! Διότι η ταινία σε «παίζει», σε φτιάχνει στο ξεκίνημα, λίγο λίγο σου αποκαλύπτει τις διαθέσεις της, σου φανερώνει τους ρυθμούς της, όταν έχει πια προχωρήσει η σχέση σας αρχίζει και σου κάνει τη δύσκολη κι ότι θα είναι και αργή, διότι έτσι θέλει εκείνη, επειδή όμως, δεν το κάνει από γινάτι αλλά το θέλει επειδή πραγματικά γνωρίζει, εσύ ερωτοχτυπημένος το τρως κανονικά, της λες κι ευχαριστώ, δεν θέλεις να της χαλάσεις το χατίρι, αφού θέλει να γίνει και αργή, ας γίνει. Επειδή, όμως, σου πήρε τα μυαλά αλλά εκτιμά το πνεύμα σου, διότι θέλει το κοινό της ανεβασμένο, σου αφήνει να καταλάβεις ότι είχε λόγο γι αυτό. Κι εσύ το καταλαβαίνεις όχι πλέον σαν «χάπατο» αλλά σαν συνομιλητής της. Τη βλέπεις πως τα χειρίζεται όλα αυτά, πως τα διαχειρίζεται κι η γοητεία αυξάνεται. Όμως για να σε εκτιμά κι εκείνη ώστε να σε σεβαστεί και στη επόμενη συνέχεια που λέγεται ότι θα έρθει, οφείλεις να τα δηλώσεις ότι το ξάφνιασμα δεν το είχε, μη σε περάσει για ανόητο πως τα τρως όλα αμάσητα.
Πως να μην υποκύψεις στη γοητεία της όταν βλέπεις εξελιγμένες τις σκηνές της ερήμου. Πως να μη θες να χειροκροτήσεις τον ΓΚΡΕΓΚ ΦΡΕΗΖΕΡ, τον διευθυντή φωτογραφίας που εξελίσσει την προσέγγιση, τη φέρνει πιο κοντά στη προσέγγιση του χώματος, της σκόνης όπως την είχε κάνει ο ΡΟΤΖΕΡ ΝΤΗΚΙΝΣ στον ίδιο σκηνοθέτη, τον Ντενί Βιλνέβ στο «Blade runner 2049”.
Πως να μην αφεθείς να παρατηρήσεις τη δουλειά στα κοστούμια , στα οποία η ΤΖΑΚΛΙΝ ΓΟΥΕΣΤ με τους συνεργάτες της, έχει αποβάλει ως ένα σημείο την τραχύτητα των προηγουμένων, και τα τωρινά, τα έχει φέρει πιο κοντά στην αισθητική της άμμου, στο χρώμα του χώματος, με υφάσματα πιο απαλών περιπτώσεων, περισσότερο αισθητικής αρμονίας με το περιβάλλον και το σκηνικό, ακριβώς επειδή έχει ημερέψει τους ήρωες που μας ενδιαφέρουν. Οι κακοί» έτσι κι αλλιώς δουλεύουν με την πανοπλία οπότε την τραχύτητα έχει αντικαταστήσει η απειλή, που και στο προηγηθέν, βέβαια, φιλμ , υπήρχε .
Πως να μη θαυμάσεις τη δουλειά του ΧΑΝΣ ΖΙΜΜΕΡ στη ΜΟΥΣΙΚΗ, ύστερα από το Oscar του , στην προηγούμενη ταινία, που ήταν και το δεύτερο του, εδώ κατεβαίνει με τελειοποίηση των ενορχηστρώσεων. Δεν δουλεύει ούτε αυτή τη φορά με θέμα, δουλεύει για τη δράση, και φυσικά να είναι σταθερά μέρος του Ηχου αλλά έχει κάνει όργιο με τα όργανα. Μου θύμισε τον τρόπο δουλειάς του Τζέρι Γκόλντσμιθ όταν η μουσική του συνόδευε δράση κι απέφευγε το θέμα, που καθόμουν και χάζευα το ότι είναι σαν να δημιουργεί «παρτιτούρα» μέσα από τις ενορχηστρώσεις, από τα όργανα που χρησιμοποιεί για την κατάσταση και τη δράση. Είχα δει πρόσφατα τον παλιό «Πλανήτη των πιθήκων» του Φράνκλιν Σάφνερ και περισσότερο κι από την ταινία παρακολουθούσα τον τρόπο δουλειάς του Γκόλντσμιθ, με την ορχήστρα. Κάτι τέτοιο μου συνέβη τώρα και στην προβολή του «DUNE- ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ»
Σε όλα διευθύνει ένα όνομα, που σιγά σιγά επιβάλλει υπογραφή κι ανανεώνει το είδος του κινηματογραφικού θεάματος, μέσω ενός συγκεκριμένου είδους που το διαμορφώνει ο ίδιος. Ο ΝΤΕΝΙ ΒΙΛΝΕΒ ακολουθεί τρόπον τινα τον Κρίστοφερ Νόλαν και τον Ρίντλεη Σκοτ των καλών ημερών, όχι των πρόσφατων, στη διαχείριση του blockbuster, στη μοντέρνα εκδοχή , με προσωπικότητα.
Και στους ηθοποιούς μέσα από το «χάρτινο» είδαμε εξελίξεις, την ΖΕΝΤΑΓΥΑ, που εδώ παίζει το κάτι παραπάνω της, τον ΧΑΒΙΕ ΜΠΑΡΔΕΜ που εδώ έχει περισσότερο ρόλο , κι όλους τους υπέροχους, είτε γνωστοποιημένους είτε αγνώριστους από το μακιγιάζ (δεν διέκρινα με τη μία τον ΩΣΤΙΝ ΜΠΑΤΛΕΡ παρόλο ότι το βλέμμα κάτι μου θύμιζε), ο ΤΙΜΟΤΕ ΣΑΛΑΜΕ δεν είχε κάτι για το παραπέρα του, είχε, όμως, την παρουσία του και επίσης εξελιγμένο ξανα το ΜΑΚΙΓΙΑΖ με αρκετές πρωτότυπες ιδέες στο περί «αγνώριστου» και με αισθητική συνεννόηση με τη ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ.