1961- ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ (πρώτη υποψηφιότητα).
Μετά τον πανζουρλισμό στις Κάνες, το φιλμ του Ζυλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, φτάνει και στα Οσκαρ. Κι αναγνωρίζεται με πέντε υποψηφιότητες: Για τη Μελίνα Μερκούρη, που έρχεται ενισχυμένη από το Φεστιβάλ Κανών, όπου είχε πάρει το βραβείο ερμηνείας, για τον Ζυλ Ντασέν ΔΙΠΛΗ αναγνώριση στη σκηνοθεσία και στο πρωτότυπο σενάριο, για το τραγούδι «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ» του Μάνου Χατζιδάκι, που ήδη το τραγουδά όλος ο πλανήτης κι έχει κάνει αίσθηση η διαφορετικότητα του στο είδος του κινηματογραφικού τραγουδιού (μιλάμε πάντα για το παγκόσμιο στερέωμα) αλλά και για τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη.
Η δουλειά της Ντένης είχε να κάνει άμεσα με την ίδια τη Μελίνα, όπως λανσαριζόταν στο έργο. Με τον τύπο της ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ, που ήταν ολοκαίνουργιος, εύρημα σεναριακό θα λέγαμε, στην ως τότε δραματουργία, κι έσπαγε το στερεότυπο περί κινηματογραφικής (αλλά και λογοτεχνικής) πόρνης. Πάνω σε αυτό το εύρημα είχε στηριχτεί ολόκληρο το έργο, το οποίο ήταν σάτιρα και στρεφόταν γύρω από αυτή την κεντρική ηρωίδα. Η Ντένη Βαχλιώτη αναγνωρίστηκε για το πώς «έντυσε» αφενός αυτή την ηρωίδα αλλά κι αφετέρου πως μέσα από αυτά τα ρούχα του ρόλου συνέβαλε στην ανάδειξη της πρωταγωνίστριας αφού μιλάμε για star performance.
Για τους Ελληνες, η σχέση Μελίνας – Ντένης δεν ήταν κάτι άγνωστο. Η Μελίνα είχε επιλέξει την Ντένη από τα χρόνια ακόμα του θεάτρου «Κοτοπούλη» και την είχε φέρει από την Ιταλία, όπου εκεί η Ντένη είχε σπουδάσει, να της κάνει τα κοστούμια για την «Ωραία Ελένη» του Αντρέ Ρουσέν, όπου η Ντένη είχε βγάλει τη Μελίνα, στη σκηνή του Rex, με το κάλος της αρχαίας θεάς. Από το 1954 δηλαδή κρατούσε αυτή η συνεργασία. Στη συνέχεια, την κάλεσε να την «ντύσει» και στη «Στέλλα» που ήταν η πρώτη ταινία της Μελίνας η οποία απέβλεπε διεθνώς. Η Ντένη, πάνω στη Μελίνα, υπέγραψε την κομψότητα μιάς εποχής..
Οι ξένοι, που δεν τα γνώριζαν όλα αυτά και δεν τους ενδιέφεραν, έμειναν στο αποτέλεσμα. Θεώρησαν αναπόσπαστο κομμάτι της Ιλυα-Μελίνας του «Ποτέ την Κυριακή» και τα ρούχα που την περιέβαλαν. Κι έτσι, η Ντένη αν και με μικρή παραγωγή, και με ρούχα που ο αστικός μύθος λέει ότι κάποια τουλάχιστον εξ αυτών, όπως το «ναυτικό μπλουζάκι» είχαν διαλεχτεί από πανέρι, βρέθηκε υποψήφια για το Οσκαρ. «Μα τι ευλογημένο φιλμ ήταν αυτό τελικά» συνήθιζε να λέει η Ντένη σε συντροφιές της..
Ας σημειωθεί ότι τότε τα Οσκαρ φωτογραφίας, σκηνικών και κοστουμιών χωρίζονταν σε δύο διαφορετικές πεντάδες το καθένα, σε έγχρωμων κι ασπρόμαυρων ταινιών, επειδή ακόμα υπήρχε αριθμητικά μεγάλη παραγωγή μαυρόασπρων ταινιών.
ΠΟΙΟΥΣ ΕΧΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΙ
Α) την κορυφαία ενδυματολόγο του Χόλυγουντ ΙΝΤΙΘ ΧΕΝΤ, κάτοχο μέχρι τότε έξη Οσκαρ, η οποία συνυπογράφει με τον ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΣΤΙΒΕΝΣΟΝ τα κοστούμια μιάς κομεντί, μεγάλης επιτυχίας τότε, ξεχασμένης σήμερα, που λεγόταν «ΑΝΤΡΟΓΥΝΑ ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ» (thefactsoflife)στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Μπομπ Χόουπ, που ενδυματολογικά τον είχε αναλάβει ο Στίβενσον, κι η Λουσίλ Μπολ την οποία είχε η Χεντ. Ηταν αστική κομεντί καταστάσεων, ενός καλού σκηνοθέτη του είδους εκείνου του καιρού, του Μέλβιν Φρανκ κι η Ιντιθ Χεντ έκανε έκτακτη συνεργασία με την UnitedArtists, επειδή την είχε ζητήσει η ίδια η Λουλίλ Μπολ. Η οποία Μπολ κυνηγούσε κάθε τόσο και μια καθιέρωση στον κινηματογράφο αλλά επέστρεφε διαρκώς στην τηλεοπτική «Λούσυ». Τα κοστούμια που εναλλάσσονταν συνέβαλαν στο συνολικό «γκλαμ» ύφος της ταινίας η οποία είχε προταθεί σε τρεις κοινές κατηγορίες με το «Ποτέ την Κυριακή», μαζί με τα κοστούμια και στο τραγούδι αλλά και στο πρωτότυπο σενάριο. Δηλαδή τα κοστούμια εδώ σήκωναν έργο ως σύνολο κι όχι κατά βάση μόνο την κεντρική ηρωίδα συν τις εναλλαγές του πλούτου.
Β) ένα γκανγκστερικό φιλμ χωρίς σταρ με τίτλο «The rise and fall of Legs Diamond» («ο αυτοκράτωρ του εγκλήματος» στα ελληνικά) , μικρή παραγωγή, όπου τα κοστούμια του ΧΑΟΥΑΡΝΤ ΣΟΥΠ (ο οποίος παίρνει τη δεύτερη υποψηφιότητα του- θα ολοκληρώσει με πέντε, Οσκαρ δεν θα πάρει ποτέ) είναι που δίνουν έμφαση αλλά και «look» δεκαετίας ’30, που δεν το κάνει η υπόλοιπη παραγωγή, κι είναι κι η μόνη υποψηφιότητα της ταινίας.
Γ)κι ένα ακόμα γκανγκστερικό φιλμ , σύγχρονο αυτή τη φορά κι όχι εποχής, που και πάλι τα κοστούμια είναι η μόνη του υποψηφιότητα, μόνο που εδώ ο ενδυματολόγος ΜΠΙΛ ΤΟΜΑΣ έχει να ντύσει όλο το καζίνο του Μόντε Κάρλο μέσα στο οποίο πραγματοποιείται οργανωμένη ληστεία. Η ταινία είναι το «Seven thieves» (ελληνικά «Το συνδικάτο των 7») του Χένρυ Χαθαγουέι κι εκτός των αντρών Εντουαρντ Ρόμπινσον και Ροντ Στάιγκερ καθώς και των πελατών κι υπαλλήλων του καζίνο, έχει να ντύσει και ανερχόμενη σταρ, την Τζόαν Κόλλινς η οποία δέσποζε στο κέντρο της αφίσας με ένα από τα μοντέλα που της είχε κάνει ο Τόμας. Αρα το κοστούμι ήταν προβεβλημένο. Ας σημειωθεί ότι ο Μπιλ Τόμας πήρε το Οσκαρ της χρονιάς εκείνης αλλά στην ΕΓΧΡΩΜΗ κατηγορία για τον «ΣΠΑΡΤΑΚΟ»
Δ)κι ένα φιλμ με κοστούμια άλλου τύπου, το Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΠΑΡΘΕΝΩΝ» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, το οποίο είναι αυτό που θα τιμηθεί με το Οσκαρ της ξενόγλωσσης ταινίας τη χρονιά κι εκείνη και το οποίο από επί μέρους κατηγορίες έχει προταθεί μόνο στα κοστούμια (πλην ξενόγλωσσης δηλαδή), εκείνα τα παράξενα τραχιά ρούχα σαν προβιές τα οποία ήταν εκείνα που πιστώθηκαν το περισσότερο το μπεργκμανικό ύφος. Τα είχε σχεδιάσει η ΜΑΡΙΚ ΒΟΣ που ξαναπροτάθηκε άλλες δύο φορές για ταινίες του Μπέργκμαν και το κέρδισε στην τρίτη και καλύτερη με το «ΦΑΝΥ ΚΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ», 23 χρόνια μετά.
Σε αυτό τον συναγωνισμό βρίσκεται η Ντένη και τελικώς το «ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ» δεν ήταν αυτό που προκρίθηκε ως το πιο ολοκληρωμένο από πλευράς κοστουμιών. Κέρδισαν η ΙΝΤΙΘ ΧΕΝΤ ( το έβδομο της Οσκαρ) κι ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΣΤΙΒΕΝΣΟΝ για τα «ΑΝΤΡΟΓΥΝΑ ΤΗΣ ΜΟΔΑΣ»- κυριάρχησε αυτό που διαβάσατε πιο πάνω, το σύνολο των κοστουμιών που αναδείκνυαν ηθοποιούς κι έδιναν γκλαμ στο σύνολο του έργου κι έκαναν αλλιώτικη τη Λούσιλ Μπολ από αυτό που έβλεπε το κοινό στη «Λούσυ»
Όπως μου είπε αργότερα κάποια κορυφαία ενδυματολόγος: Δεν παίρνεις Οσκαρ με ένα μπλουζάκι.
Από το «Ποτέ την Κυριακή», ο μόνος που έφυγε με βραβείο ήταν ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ με «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ», που ήταν αυτό το οποίο αναγνωρίστηκε ως εμβληματικό της ταινίας που είχε ξαφνιάσει τόσο ευχάριστα, πιο πολύ κι από τη Μελίνα, η οποία λύγισε απέναντι στο επίσης starperformance μιάς μεγαλύτερης σταρ από εκείνη, της ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΤΕΙΛΟΡ για το «ΖΗΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ» ενώ ο Ζυλ Ντασέν ηττήθηκε και στις δύο κατηγορίες από τον ΜΠΙΛΥ ΓΟΥΑΙΛΝΤΕΡ με την «ΓΚΑΡΣΟΝΙΕΡΑ»
1963: ΦΑΙΔΡΑ (δεύτερη υποψηφιότητα)
Δυό χρόνια μετά, η επιτυχία του «Ποτέ την Κυριακή» έχει δώσει φτερά στο ζεύγος Ντασέν- Μελίνα. Εχει μπει στη μέση κι η United Artists, η οποία τους έχει ανοίξει γραφείο για αμερικανικές παραγωγές στην Ευρώπη, με έδρα το Παρίσι. Και κάνουν την «Φαίδρα». Η Μελίνα τώρα μπορεί να έχει για παρτενέρ, δίπλα στο όνομα της ή κάτω από αυτό, όχι πιά τον Φούντα και τον Βανδή αλλά τον Αντονυ Πέρκινς , άρτι αφιχθέντα από το «Ψυχώ» (που συναγωνιζόταν με το «Ποτέ την Κυριακή» στα Οσκαρ )και τον Ραφ Βαλόνε για άπλωμα και στην ιταλική αγορά. Όμως το έργο καταλήγει σε αποτυχία. Αδικη κατά τη γνώμη μου αλλά εδώ γράφω Ιστορία κι όχι τα του γούστου μου. Με κακές κριτικές και περιορισμένα εισιτήρια. Υπάρχει κι ένα θύμα που λέγεται Μίκης Θεοδωράκης, με τον οποίο συνεργάζονται λόγω της ρήξης εκείνη την περίοδο με τον Μάνο Χατζιδάκι…. Είναι «θύμα» ο Μίκης διότι οι στίχοι του «αγάπη μου/αγάπη μου/η νύχτα θα μας πάρει…» μπήκαν μετά την ταινία. Ηταν εντελώς φτιαγμένο για τραγούδι πιο πολύ από ότι για μουσικό θέμα ταινίας. Όπως άλλωστε και «Τα παιδιά του Πειραιά» του Μάνου. Πώς να προταθείς για Οσκαρ τραγουδιού χωρίς στίχους;
Όμως, η United Artists κι ο πλούτος της παραγωγής επιτρέπουν άλλα ενδυματολογικά ανοίγματα. Αλλωστε η Μελίνα δεν θα παίζει , σύμφωνα με το σενάριο, μια απελευθερωμένη τροτέζα του λιμανιού, αλλά μια ζάπλουτη εφοπλιστίνα, που κινείται σε αυτούς τους κύκλους. Ο Οίκος Ντιόρ τους ανοίγει πόρτες, υπόγεια, εργαστήρια, ατελιέ κι επιτρέπει στην Ντένη Βαχλιώτη, που αναλαμβάνει και πάλι τη δουλειά, να μπεί και να διαλέξει ό, τι υφάσματα θέλει από τον εμβληματικό Οίκο του Παρισιού για να κάνει τη Μελίνα σούπερ γκλαμ. Και πράγματι την κάνει, τα κοστούμια της «Φαίδρας» είναι τα μόνα που όχι μόνο γλυτώνουν από τα βέλη της κριτικής αλλά κι εκθειάζονται. Η ρεντικότα η μαύρη γίνεται μόδα και κυκλοφορεί σε όλα τα περιοδικά. Κι η Ντένη προτείνεται για δεύτερη φορά για το Οσκαρ, πάλι στη μαυρόασπρη πεντάδα, αλλά αυτή τη φορά ολομόναχη, χωρίς παρέα κάποιον άλλον από την ταινία, σε άλλη κατηγορία… Εχει βέβαια ως ελληνική παρέα, στην ίδια χρονιά, την πρώτη υποψηφιότητα της ΕΛΛΑΔΑΣ στην ξενόγλωσση κατηγορία με την «ΗΛΕΚΤΡΑ» του ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗ…
ΚΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΙ
Ο συναγωνισμός, τη δεύτερη φορά, είναι πολύ πιο δύσκολος από την πρώτη. Απέναντι στην Ντένη βρίσκονται:
Α) Το «ΗΜΕΡΕΣ ΚΡΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ» στο οποία εκτιμάται για υποψηφιότητα το «σβησμένο» ρούχο που είναι για να υπογραμμίζει δύο αλκοολικούς χαρακτήρες , ερμηνευμένους από τον Τζακ Λέμον και την Λη Ρέμικ που έχουν προταθεί για Οσκαρ και οι δύο. Ενδυματολόγος ο ΝΤΟΝ ΦΙΛΝΤ που θα προταθεί συνολικά τέσσερις φορές στην καριέρα του χωρίς νίκη- ήταν master του υποτονικού
Β) την ΗΝΤΙΘ ΧΕΝΤ ξανά, αυτή τη φορά σε μαυρόασπρο γουέστερν, και μάλιστα του Τζον Φορντ, το «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΛΙΜΠΕΡΤΙ ΒΑΛΑΝΣ» όπου ντύνει Τζέιμς Στιούαρτ, Τζον Γουέιν, Λι Μάρβιν αλλά και την Βέρα Μάιλς, ουσιαστικά όμως αντρικούς χαρακτήρες που κυριαρχούν σαν να προετοιμάζει το 8ο Οσκαρ που θα κερδίσει 11 χρόνια αργότερα για το «Κεντρί».
Γ) «ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΝΥ ΣΑΛΛΙΒΑΝ» , που έρχεται από θρίαμβο στα θεατρικά «Τόνυ» με τους πρώτους διδάξαντες ΑΠΑΝΤΕΣ υποψήφιους ΚΑΙ για Οσκαρ μετά τη νίκη τους στα «Τόνυ», δηλαδή την πρωταγωνίστρια Ανν Μπάνκροφτ, την supporting Πάττυ Ντιούκ, οι οποίες θα επαναλάβουν τη νίκη καθώς και τον σκηνοθέτη Αρθουρ Πεν όπως και τον συγγραφέα Ουίλιαμ Γκίμπσον που κάνει ο ίδιος τη σεναριακή διασκευή του θεατρικού του και μαζί τους την ενδυματολόγο ΡΟΥΘ ΜΟΡΛΕΙ η οποία έκανε ρούχα χαρακτήρων, σε έργο εποχής αλλά «δωματίου».
Δ) Τη ΝΟΡΜΑ ΚΟΧ η οποία δεν έχει απλώς να ντύσει τις δύο θεικές αντίπαλες ΜΠΕΤΤΥ ΝΤΕΗΒΙΣ και ΤΖΟΑΝ ΚΡΩΦΟΡΝΤ που συναντούνται στο πλατό για το ψυχολογικό θρίλερ «ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Η ΜΠΕΙΜΠΙ ΤΖΕΗΝ;» αλλά καλείται και να τις ντύσει με ρόμπες, που εκδηλώνουν όλο τον ξεπεσμό τους σε μια νοσηρή κατάσταση στην οποία βρίσκονται μέσα στο σπίτι έγκλειστες ενώ κουβαλούν και το ξεπεσμένο Χόλυγουντ από το οποίο προέρχονται-ως σεναριακοί χαρακτήρες. Επιπλέον, έχει την ευκαιρία να δώσει στο ξεκίνημα του φιλμ και κοστούμια από το γκλάμορ Χόλυγουντ του ’30 που φορούσαν σε πρεμιέρες και δεξιώσεις.
Η Ντένη μπορεί να υπογράμμιζε τη Μελίνα σε διεθνή σούπερ σταρ αλλά η Νόρμα Κοχ είχε να μετατρέψει δύο αληθινούς μύθους σε ψυχολογική κατάσταση «ρόμπας». Η ΝΟΡΜΑ ΚΟΧ ήταν που κέρδισε το Οσκαρ μαυρόασπρων κοστουμιών για το «ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Η ΜΠΕΙΜΠΙ ΤΖΕΗΝ;» κι αργότερα ξαναπροτάθηκε αλλά χωρίς να κερδίσει , πάλι για θρίλερ Μπέττυ Ντέιβις «Το μυστικό της Σαρλότ» (1965) αλλά και για το πώς έντυσε την Νταιάνα Ρος ως Μπίλυ Χολιντέι μαζί με δύο συνεργάτες στο «Η κυρία τραγουδά τα μπλουζ» (1973).
Από κει και μετά, στην Ντένη δεν δόθηκαν άλλες ευκαιρίες κυρίως μέσω Μελίνας. Μόνο το «Τοπ-Καπί», όπου θα δοκίμαζε την τύχη της στο έγχρωμο και στο οποίο, όπως μου είχε πει η ίδια, είχε συναντήσει τρομερές δυσκολίες διότι το σενάριο δεν την βοηθούσε και πολύ και τότε σκέφτηκε να επισκεφτεί, με έξοδα της UnitedArtists, μεγάλα ξενοδοχεία των ευρωπαικών πρωτευουσών και να πάρει ιδέες από ρούχα που φορούσαν οι τυχοδιώκτριες που κυκλοφορούσαν στα ξενοδοχεία αυτά Κάθε πλάνο κι ένα άλλο ρούχο για τη Μελίνα κι όλος αυτός ο όγκος κάπου δεν έπεισε ώστε να πάρει μια θέση στην έγχρωμη ενδυματολογική πεντάδα του 1965 την οποία τελικά συναποτέλεσαν: «Μπέκετ», «Μαίρη Πόππινς», «ΩΡΑΙΑ ΜΟΥ ΚΥΡΙΑ» που ήταν και το νικητήριο, «Μόλυ Μπράουν, η βασίλισσα του Κολοράντο» (ένα μιούζικαλ με την Ντέμπυ Ρέυνολντς», «Η κυρία και οι άνδρες της» με την Σίρλευ ΜακΛέιν.
Και κάπως έτσι έληξε η σχέση της Ντένης με τα Οσκαρ. Η συνεργασία με τη Μελίνα ξανάδε επιτυχία αλλά στο θέατρο, στο κοστούμι της «Μήδειας» στην παράσταση του Μίνωος Βολανάκη.