Διότι έβλεπα μια ιστορία ληστείας ή μάλλον το χρονικό μιας ληστείας σε Τράπεζα, στη Βαλένσια (εγώ επιμένω στο «σ» κι όχι στο «θ» που το προφέρουν το τελευταίο μόνο συγκεκριμένα τμήματα της Ισπανίας – όχι ο Νότος ούτε τα Κανάρια ούτε κι ο Βορράς πόσο δε μάλλον οι χώρες της Λατινικής Αμερικής που το ειρωνεύονται κι από πάνω) κι έλεγα ΞΑΝΑ από μέσα μου «κοίτα πόσο μάγκες είναι οι Ισπανοί που «σπουδάζουν» και «υπηρετούν» το σινεμά των ΕΙΔΩΝ, πως κάνουν σοβαρό σινεμά και «σοβαρό» είναι ένα σινεμά που υπηρετείται με σοβαρότητα, ανεξαρτήτως είδους.
Μια πρώτη μου αντίδραση ήταν πως επιτέλους και κάποιοι σε ταινία «ληστείας» παίρνουν δάνεια ή επιρροές όχι από το «Τοπ-Καπί» (που μου αρέσει πολύ, δεν το υποτιμώ, κάθε άλλο) αλλά από το «Ριφιφί». Και στήνουν ένα δικό τους «ριφιφί» με εκπληκτική επεξεργασία σε ιστορία κι ανατροπή.
Ξεκινούν με βροχή στη Βαλέντσια κι αυτή η βροχή πέρα από το ότι μας δείχνει διαφορετικά την πόλη και της φτιάχνει ατμόσφαιρα, παρακάτω θα λειτουργήσει ως κομμάτι του σεναρίου. Ότι δεν μπήκε τυχαία δηλαδή επειδή του κάπνισε του σκηνοθέτη για να παραστήσει τον auteur κι έβαλε στα καλά καθούμενα βροχή αλλά υπήρχε έντονος και σοβαρός σεναριακός λόγος: Η βροχή θα είχε να κάνει με τα στάδια και την εξέλιξη της ιστορίας καθότι θα πλημμύριζαν οι υπόνομοι και τα τούνελ διαφυγής των δραστών.
Μπαίνοντας η κάμερα μέσα στην Τράπεζα, παρατηρούσα ότι δεν άφηνε χώρο ανεκμετάλλευτο της Τράπεζας που να μην τον μεταβάλει σε ντεκόρ. Φυσικά, ήταν κι αυτό μέρος του σεναρίου. Προσπάθησα κάποια στιγμή να καταμετρήσω τους χώρους και τις σκηνές στα οποία είχε «πολυδιασπαστεί» το σενάριο διότι ήξεραν πολύ καλά ο σκηνοθέτης ΝΤΑΝΙΕΛ ΚΑΛΠΑΡΣΟΡΟ κι ο σεναριογράφος ΧΟΡΧΕ ΓΚΟΥΕΡΙΚΑΕΤΣΕΒΑΡΙΑ (και μετά σου λένε ότι είναι μακρύ επώνυμο το «Τιμογιαννάκης») ότι το έργο πρέπει να έχει διαρκή κίνηση και πρέπει η δράση να απλώνεται σε όλους τους χώρους αφού αποφάσισαν να μας κλείσουν μέσα σε ένα κτίριο. Εχασα γρήγορα το μέτρημα διότι την προσοχή μου την απέσπασε κάτι άλλο. Το πόσο γρήγορα είχαν βάλει μπρος την κινητοποίηση , το μαρσάρισμα, την επιτάχυνση της ίδιας της ιστορίας και τα νέα στοιχεία που άρχιζαν να πέφτουν , το ένα μετά το άλλο, σε υπολογισμένους χρόνους και να δίνουν με δόσεις στοιχεία πλοκής αφού σε αυτή τη ληστεία ανακατεύονταν και πολιτικοί και συμφέροντα ενώ ο κάθε ληστής φανέρωνε σιγά – σιγά, στοιχεία του χαρακτήρα του. Εβλεπα τη φάση με τους ομήρους, τη σχέση των ληστών με αυτούς στην αρχή και σκεφτόμουν την «Σκυλίσια μέρα» του Σίντνευ Λιούμετ σε σενάριο του Φρανκ Πήρσον. Φυσικά και δεν είχε το σενάριο εκέινης αλλά έβλεπες μια σπουδή πάνω στα είδη. Μια επιρροή!
Και σκεφτόμουν το Χόλυγουντ των ημερών μας. Οι Ισπανοί, έλεγα από μέσα μου, έχουν μελετήσει πολύ καλά το αμερικάνικο σινεμά κι αυτή τη στιγμή έρχονται και καταθέτουν τα δικά τους έχοντας πετύχει την πλήρη αφομοίωση των μαθημάτων. Και το σημερινό Χόλυγουντ, αντι να ακολουθεί τα διδάγματα και τα μαθήματα του χτεσινού, σε μια τέτοια ιστορία θα είχε φτιάξει μια απλώς στοιχειώδη αφορμή και θα μας είχε ζαλίσει με όλα τα κλισέ των blockbusters όπου δεν θα βλέπαμε ιστορία αλλά εκρήξεις.
Η μία σκέψη έφερνε την άλλη, καθώς παρακολουθούσα στη συνέχεια τις τροπές και τις ανατροπές, και σκεφτόμουν τη μια ταινία ληστείας κατόπιν της άλλης του παλιού καλού αμερικάνικου σινεμά που λάτρεψα και σκεφτόμουν πως επειδή εκείνοι το έχουν απεμπολήσει γα να κάνουν τα θεαματικά κέφια των executives που απευθύνονται στα 5χρονα ΚΑΘΕ ΗΛΙΚΙΑΣ (να το τονίσουμε αυτό!), έρχονται οι Ισπανοί και το μαθητεύουν κι αυτό φαίνεται ως προχωρημένη κινηματογραφική κίνηση και μελετημένο σινεμά.
Κι η σκέψη αυτή με πήγε σε μια άλλη, που αφορά στην Ελλάδα, με πήγε στο χάλι της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας που κακοποιείται τις τελευταίες δεκαετίες ΒΑΝΑΥΣΑ και σκέφτομαι πως αν κάποτε στο μέλλον, εμφανιστεί κάποιος που θα θελήσει να κάνει τραγωδία πάνω στη γραμμή του ΜΙΝΩΤΗ φερειπειν και θα εμφανίσει τους ηθοποιούς με αρχαιοπρεπή κοστούμια, κι ο Χορός θα είναι Χορός και θα είναι παρών και δεν θα τον έχει «κόψει» ο … «πρωτοποριακός» μπαρούφας, κι οι ηθοποιοί που θα κρατούν τους κύριους ρόλους θα έχουν φωνές και μέγεθος, θα θεωρηθεί… πρωτοπορία κι επανάσταση..
Κάπως έτσι συμβαίνει και με το κλασικό αμερικανικό σινεμά που έρχονται και το κάνουν με μοντέρνο τρόπο οι Ισπανοί και του βάζουν δική τους σφραγίδα, δική τους υπογραφή, υπηρετούν είδος και μέσα από το είδος αναδεικνύονται οι καλλιτέχνες.
Κι επειδή προχώραγε η ταινία κι έβγαιναν στη μέση πολιτικοί εκβιασμοί, διαπλοκές, ηρωικές εξάρσεις των δραστών, «κόλλησα» στο ελληνικό σινεμά και πάλι. Στο ότι δεν υπηρετεί τα είδη παρά κοιτά μόνο να βγάλει κανέναν …auteur. Επειδή στις Σχολές αντι να τους διδάσκου είδη τους διδάσκουν τα κλισε των κριτικών. «Ότι εκβιάζει την συγκίνηση αν βάλει δράμα», ότι είναι άγνωστη λέξη η σεναριακή ολοκλήρωση του ήρωα, ότι αν κάνουν αστυνομικό θα βγουν οι περισπούδαστοι αδαείς, διαδικτύου και μη, και θα τους ειρωνευτούν κι αν τολμήσουν να βάλουν πολιτικούς στη μέση και διαπλοκή θα πρέπει να είναι τόσο φλου κι ασαφή,κι ετσι θα καταντήσουν γελοίοι με την φυγομαχία τους, ώστε να μη θιγούν κόμματα και παράγοντες της διαπλοκής που λοξοκοιτούν και προς την κινηματογραφία. Οπότε δεν θα βγεί τίποτα διότι το σινεμά το διδάσκονται μέσα από τα περιοριστικά κλισέ εκείνων που δεν κάνουν σινεμά. Πώς να πάει μπροστά μετά;
Αυτές τις σκέψεις μου γεννούσε και μου πυροδοτούσε το ισπανικό αυτό φιλμ κι είχαν αρχίσει να μου γίνονται δυσάρεστες. Βλέποντας τη συνεργασία σεναρίου και μοντάζ , τον ομοιόμορφο φωτισμό όλης της τράπεζας που γινόταν ένα με τη βροχή του δρόμου, την εναλλαγή έντασης και χαλάρωσης ενώ η ιστορία πυρπολείται, και βέβαια και τους καλούς ηθοποιούς όπου όλοι είχαν να δείξουν κάτι διότι όλοι, λόγω σεναρίου, είχαν κάποιο πάτημα ώστε να δοκιμαστούν. Ο ένας είναι ο ΛΟΥΙΣ ΤΟΣΑΡ που τον είδαμε και στο «Με απόκρυψη» και σε πολλά άλλα και δεν ξέρω αν τον πάνε για «Ζαν Ρενό της Ισπανίας» ή αν έτυχε να δούμε μαζεμένα κάποια έργα του που δεν γυρίστηκαν όλα τον ίδιο χρόνο, ή ο εκπληκτικός νεαρός που παίζει τον «Ουρουγουανό» και κάτι μου θύμιζε και δεν μπορούσα να τον εντοπίσω. Οταν τον έψαξα (διότι τα ψάχνω εκ των υστέρων, αποφεύγω, ειδικά τώρα που ΜΠΟΡΩ λόγω siteνα κοιτώ τις πληροφορίες πριν δω την ταινία), διαπίστωσα εμβρόντητος ότι είναι ο σύντροφος του Τσε στα «Ημερολόγια μοτοσυκλέτας», ο ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ ΝΤΕ ΛΑ ΣΕΡΝΑ και μου έκανε καταπληκτική εντύπωση τόσο για το εύπλαστο της φυσιογνωμίας του και των εκφράσεων του αλλά και για το ότι μοιάζει και.. νεώτερος, 12 χρόνια μετά την ταινία εκείνη.