Δεν είναι κωμωδία, δεν είναι κοινωνικό δράμα, δεν αφορά στην οικογένεια που πάντα εμπνέει ιστορίες στην ιταλική κινηματογραφία και κουλτούρα ευρύτερη.
Είναι κάτι άλλο, είναι έργο «πάθους» ή για να είμαι πιο σαφηνιστικός, είναι ένα έργο «ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΘΟΣ»
Μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε ΙΤΑΛΟ και ΓΑΛΛΙΔΑ βλέπουμε σε αυτή την ταινία η οποία έχει ένα εκπληκτικό, δικό της τρόπο να αφηγείται , να προβάλει και να περιβάλλει με ευρήματα την ιστορία.
Είναι η ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων που ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΗΚΑΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ. Αυτό είναι το «moto». Διότι μερικές φορές καταλήγει σε «καταδίκη» το να είσαι με κάποιον ή κάποια ενώ οι δρόμοι διαχωρίζονται διαρκώς κι όταν συγκλίνουν οδηγούν στη σύγκρουση. Όμως , παρακάτω, στην πρώτη κιόλας στροφή, το ίδιο άτομο σε περιμένει για μια ακόμα φορά ή η ΜΟΙΡΑ το ίδιο άτομο έχει αποφασίσει να σου ξαναστείλει, ανανεώνοντας την αέναη βόλτα της ίδιας ρόδας.
Είναι καταδίκη; Είναι κάρμα; Το κάρμα είναι καταδίκη; Είναι το μυστήριο της έλξης που δεν κορέννυται; Η ταινία με το σενάριο της προσπαθεί να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα δια της ίδιας της ιστορίας, δια της ίδιας της σχέσης του νεαρού Ιταλού με τη Γαλλιδούλα, που η σχέση τους ξεκινά από ένα ξενοδοχείο στο Παρίσι όπου η πρώτη σκηνή παίζεται και λίγο σαν φάρσα… Και στη συνέχεια…
Στη συνέχεια, αυτοί οι δύο θα συναντιούνται κάθε φορά και σε διαφορετικό ντεκόρ, στα πιο αντίθετα μεταξύ τους, από πολυτελή ξενοδοχεία σε φυλακές κι από ύποπτα μπαρ σε μεγαλοπρεπείς επαύλεις κι από ντεκόρ σε ντεκόρ θα έχει προχωρήσει η ερωτική τους ιστορία η οποία όλο και θα περιπλέκεται όλο και θα επανέρχεται στη συνέχεια σε μια ομαλοποίηση για να ξαναμπερδευτεί παρακάτω ενώ θα προστίθενται διαρκώς νέα πρόσωπα, πότε στη μεριά του ενός, πότε στης άλλης, πότε στου κοινού και για τους δύο περίγυρου, που θα δίνουν τροφή κι ενδιαφέρον στην ιστορία.
Κι η ερωτική τους ιστορία έχει ενδιαφέρον κι ο τρόπος που πλαισιώνεται αλλά και το ίδιο το πλαίσιο που εναλλάσσεται. Το σενάριο θαρρείς και γράφει ως σκετς το κάθε τμήμα της εξέλιξης της ερωτικής ιστορίας με βάση το εκάστοτε ντεκόρ , και τα πρόσωπα που έρχονται και φεύγουν σε τούτη την ιστορία, το καθένα κουβαλά και το ντεκόρ του.
Η σκηνογραφία γίνεται μέρος του σεναρίου κι η σκηνοθεσία εντάσσει στο ύφος της τους χώρους δίνοντας λεπτότητα, καλό γούστο, στιλπνότητα (κυρίως αυτό οφείλεται στη φωτογραφία που αναλαμβάνει να δώσει το ύφος της ταινίας), μια eleganza, πολύ ιταλική, πολύ γνώριμη αλλά και ταυτόχρονα γαλλική αφού παντρεύει τις δύο κουλτούρες σε θέματα αισθητικής κι ερωτικού πάθους.
Αποτελεσματική χημεία γίνεται και γύρω από τα δύο πρόσωπα.
Υπάρχει ένας θεμελιώδης κανόνας για τη συγγραφή σεναρίου που γίνεται και πείραμα στις μεγάλες Πανεπιστημιακές Σχολές Κινηματογράφου του εξωτερικού που λέει ότι κάθε σενάριο πρέπει να έχει τον κεντρικό του ήρωα και σε αυτόν τον ήρωα ο συγγραφέας πρέπει να βάζει τα εμπόδια ώστε να φτάσει στο φινάλε που του έχει ορίσει κι έτσι να πετυχαίνεται η δόμηση του έργου κι η ανάπτυξη της ιστορίας. Γύρω από το ποιος είναι ο κεντρικός ήρωας μπορεί να εμφανιστούν διάφορες συγχύσεις όπου ο σπουδαστής, και στη συνέχεια, στην επαγγελματική ζωή ο σεναριογράφος, αλλά κι ο σκηνοθέτης, οφείλουν να βρουν το λεπτό σημείο που ορίζει κάποιον ως κεντρικό ήρωα διότι εκτός των άλλων οφείλει ο συγγραφέας από τη μεριά αυτού του συγκεκριμένου να βλέπει την ιστορία και να την δίνει στον θεατή.
Τα έργα ζευγαριού είναι μια πολύ δύσκολη περίπτωση να πετύχεις πάντα τον κεντρικό ήρωα, αν είναι ο άντρας η η γυναίκα ή αν δεν είναι το ίδιο το ζευγάρι. Όμως και πάλι, ακόμα και στην περίπτωση που είναι το ζευγάρι ο κεντρικός ήρωας , οπότε τα εμπόδια θα είναι κοινά και για τους δύο, εν τούτοις κι εκεί, πρέπει να φαίνεται αν βλέπουμε την ιστορία του Φάουστο που ερωτεύτηκε τη Ναντίν ή την ιστορία της Ναντίν που ερωτεύτηκε τον Φάουστο (χρησιμοποιώ τα ονόματα των ηρώων της ταινίας αυτής), όπου στα λεπτά σημεία θα κρίνεται η διαφορά.
Στο «STORIAD’AMORE» βεβαίως και το συναισθανόμαστε με τη μία πως κατά βάση από τη μεριά του Φάουστο θα δούμε την ιστορία των δύο, αλλά κι ο σκηνοθέτης, ο όπως αποδεικνύεται, ΙΚΑΝΟΤΑΤΟΣ, ΚΛΑΟΥΝΤΙΟ ΚΟΥΠΕΛΙΝΙ, το υπογραμμίζει και με την επιλογή των ηθοποιών Για το ρόλο του Φάουστο έχουν εξασφαλίσει ίσως τον καλύτερο εκ των νεώτερων ηθοποιών της Ιταλίας, τον ΕΛΙΟ ΤΖΕΡΜΑΝΟ, ένα ταλαντούχο, καλλιεργημένο και προοδευτικό άνθρωπο (και άσο των καταλήψεων στα θέατρα της Ρώμης που πάνε να τα κλείσουν και να τα μεταβάλουν σε supermarket), oοποίος παίζει με απαράμιλλη ευαισθησία η οποία ουδέποτε ξεπέφτει σε κλαψιάρικους μορφασμούς, αντίθετα εκδηλώνεται ως αισθαντικότητα και του δίνει κι ένα ερωτισμό χωρίς να είναι ακαδημαικά ωραίος. Με τον Ελιο Τζερμάνο στο ρόλο του Φάουστο, η ταινία αποκτά ειδικό βάρος κι ο σκηνοθέτης επισημοποιεί πλήρως το ποιος από τους δύο είναι ο «πιο» κεντρικός ήρωας. Η κοπέλα είναι ένα νέο κορίτσι, είναι Καταλανή (με γαλλικές ρίζες από τη μάνα της, όπως διάβασα) κι είναι και πανέμορφη με πολύ αισθαντικό «μουτράκι». Οπου, από κάτω δίνει την εντύπωση γυναίκας που πάλλεται αλλά που αυτός ο οποίος της το πυροδοτεί είναι ο Τζερμάνο, Μια τέλεια χημεία ανάμεσα σε ηθοποιούς την οποία εποπτεύει σκηνοθέτης.
Το σενάριο, όμως, έχει σημεία μπλοκαρίσματος ενίοτε, και στην ιστορία παρατηρούμε μια βραδύτητα στην εξέλιξη ενώ η σκηνοθεσία ως ρυθμός δεν είναι ανάλογη.Σε σημείο που λες ότι για «ιταλική» είναι «αρκετά γαλλική» αλλά για γαλλική είναι «πολύ , μα πολύ ιταλική» ( συμπαραγωγή γαρ, μοιρασμένη εξίσου)