- ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ
Η μεταφορά στην οθόνη της τριλογίας του ΕΥΓΕΝΙΟΥ Ο’ΝΗΛ κατά το έτος 1947 αποτελεί τόλμη από τη μια και «θράσος» από την άλλη. Διότι αποφάσισαν τότε ο εκλεκτός σεναριογράφος ΝΤΑΝΤΛΕΥ ΝΙΚΟΛΣ, που ήθελε να κάνει και τον σκηνοθέτη, κι η εταιρία RKO με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα Ο΄Νηλ, να μεταφέρουν την τριλογία ΣΧΕΔΟΝ ατόφια, όπως αναφέρω στην εισαγωγή. Ο Ο’Νηλ έγραψε τρία θεατρικά έργα , ακολουθώντας την «ΟΡΕΣΤΕΙΑ» του ΑΙΣΧΥΛΟΥ, στην οποία θέλησε να ανιχνεύσει τον μύθο των Ατρειδών, όπως τα έδινε ο μέγας τραγικός της ελληνικής αρχαιότητας και να ερευνήσει το ψυχολογικό και φρουδικό κομμάτι των προσώπων. Τοποθέτησε τη δράση στη Νέα Αγγλία, στα χρόνια του αμερικανικού εμφύλιου, στο αρχοντικό της οικογένειας Μάνον, όπου η Λαβίνια-Ηλέκτρα περιμένει τον πατέρα της Εζρα-Αγαμέμνονα να γυρίσει από τον πόλεμο και να βάλει τάξη στο σπιτικό, μια κι η μητέρα της, Κριστίν-Κλυταιμνήστρα , ζει φανερά με τον εραστή της. Θα γίνουν όλα όπως τα ξέρουμε από τη μυθολογία κι από τον Αισχύλο, η Κριστίν με τον εραστή θα δολοφονήσουν τον σύζυγο κι η Λαβίνια θα μείνει μόνη, μαυροφορούσα κι ανέραστη να καρτερεί τον Οριν-Ορέστη να γυρίσει και να αναλάβουν την εκδίκηση. Ο Ο’ Νηλ στοχάζεται πάνω στο μύθο, μπαίνει στην ψυχοσύνθεση των προσώπων, αναδύει συμπλέγματα και κρυμμένα βάθη και φτάνει κι αυτός στην τραγωδία από άλλη σκοπιά.
Πόσο δύσκολο μα πόσο δύσκολο να μεταφερθεί αυτό στον κινηματογράφο κι ειδικά με τον τρόπο που θέλησαν να το κάνουν. Να μείνει σχεδόν απείραχτο το κείμενο του Ο’ Νιλ , να προβληθούν ο λόγος κι οι ερμηνείες. Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη αποτυχία που ξεκίνησε από τις κριτικές και κατέληξε στα ταμεία-αληθινό ναυάγιο.
Τις πταίει;
Καταρχάς το σκεπτικό και κατά δεύτερο λόγο ο σκηνοθέτης ΝΤΑΝΤΛΕΥ ΝΙΚΟΛΣ, ένας σπουδαίος σεναριογράφος, συνεργάτης του Τζον Φορντ, με Οσκαρ σεναρίου για τον «Καταδότη», ο οποίος από μια φάση της καριέρας του και μετά, θέλησε να κάνει τον σκηνοθέτη. Κι αν στην προηγούμενη ταινία του, ένα χρόνο πριν, την «ΑΔΕΛΦΗ ΚΕΝΥ», με πρωταγωνίστρια και πάλι την ΡΟΖΑΛΙΝΤ ΡΑΣΕΛ, πέτυχε να κάνει μια ταινία αξιοπρεπή με επίκεντρο την ερμηνεύτρια, εδώ έχασε τη μπάλα, αποδεικνύοντας οριστικά πως δεν έχει τα skills που λένε κι οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, τις στοιχειώδεις ικανότητες για τέτοιο εγχείρημα. Απέδειξε πως είναι από τις περιπτώσεις των καλών σεναριογράφων, που τους λείπει το σκηνοθετικό, πως δεν έχουν κινηματογραφική αντίληψη στη μεταφορά του σεναρίου κι οφείλει να την αναλαμβάνει κάποιος άλλος, πως το «ντεκουπάζ», η κινηματογραφική-σκηνοθετική κατατεμάχιση του σεναρίου ακόμα και με θέσεις μηχανής, τους είναι άγνωστος τόπος.
Το έργο , σε συνδυασμό με την πολύωρη διάρκεια του, καταλήγει σε ένα διαρκή πυροβολισμό κειμένου κι από την άλλη είναι η αποθέωση της στατικότητας. Κι όταν δεν παίζουν μετωπικά οι ηθοποιοί, να κοιτούν δηλαδή τον φακό όπως κοιτάζουν τους θεατές από τη σκηνή του θεάτρου, τους αντιμετωπίζει «μετωπικά» η κάμερα.
Επιπλέον ενώ έχει πετύχει μια εξαιρετική διανομή (ΡΟΖΑΛΙΝΤ ΡΑΣΕΛ-Λαβίνια, ΡΕΥΜΟΝΤ ΜΑΣΕΥ-Εζρα Μάνον, ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ-Κριστίν, ΜΑΙΚΛ ΡΕΝΤΓΚΡΕΗΒ – Οριν κι ένας νεαρός ΚΕΡΚ ΝΤΑΓΚΛΑΣ να δείχνει από το ξεκίνημα πως «το» έχει) , ο σκηνοθέτης Ντάντλευ Νίκολς δεν καταφέρνει να τους «ορίσει» κι επιβάλλεται από μόνο του ένα υπογραμμισμένο, θεατρικό (έστω και της σχολής της μεθόδου που κάνει πιο ρεαλιστικό το θεατρικό γίγνεσθαι) παίξιμο, όπου χάνονται ενίοτε κι οι μεταξύ ηθοποιών συντονισμοί είτε από πλευράς ηλικίας είτε από πλευράς ερμηνευτικών σχολών. Δεν υπάρχει κανένας συντονισμός. Η υπέροχη Ρόζαλιντ Ράσελ παίζει με υπερτονισμένη εκφραστικότητα κι είναι πολύ «βαριά» για κόρη και αρκετά μεγάλη φυσικά κι αυτά σημειώνονται επειδή δεν συμβαίνουν σε σκηνή ώστε να κάνει κουμάντο η θεατρική σύμβαση αλλά σε οθόνη όπου καταγράφει τα πρόσωπα. Μαζί με το Μάικλ Ρεντγκρέηβ, που αν και Βρετανός, παίζει με περισσότερη δόση από «μέθοδο» τον Οριν ,είναι οι δύο που προτάθηκαν τότε για το Οσκαρ ενώ ο Ρέυμοντ Μάσευ κι η Κατίνα Παξινού έμειναν προσκολλημένοι στο θέατρο. Θα τολμούσα να πω πως επειδή τα πράγματα μπλέχτηκαν αρκετά, η ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ είναι η καλύτερη της διανομής αλλά η απουσία σκηνοθέτη –καθοδηγητή ή ηθελημένη ίσως παραγγελία προς την Παξινού να παίξει το ρόλο ως αρχαία τραγωδία που ήταν κι η μόνη εκεί μέσα που την ήξερε καλά ,της υπογράμμισαν τη μεγάλη Τέχνη της αλλά δεν της προσέδωσαν κινηματογραφικότητα που σε μια ταινία είναι το ζητούμενο.
Κάθε φορά που βλέπω αυτή την ταινία συλλογίζομαι τον ΜΕΓΙΣΤΟ σκηνοθέτη ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΙΛΕΡ και πως, χωρίς να πειράξει την ουσία του Ο’Νηλ, θα το είχε μετατρέψει σε απόλυτο κινηματογράφο. Και σίγουρα δεν θα διανοείτο αυτή τη στατικότητα, τη μετωπική αντιμετώπιση και το παίξιμο των ηθοποιών σε συνδυασμό με σκηνικά θεατρικής σκηνής.
- ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ
ΚΙ όμως, σε μένα αυτή η ταινία ΑΡΕΣΕΙ. Και παλιά και τώρα. Και είμαι σε θέση να δω όλα τα παραπάνω όπως και να κατανοήσω γιατί η ταινία «χώλαινε». Όμως μου άρεσε. Κι αυτή τη φορά την ευχαριστήθηκα και κάπως παραπάνω. Διότι συνειδητοποίησα πόσο μεγάλο είναι το κείμενο του έργου του Ο’Νιλ, πόσο εξοικειωμένος στο τέλος- τέλος είμαι με τις διάρκειες –ποταμούς κάποιων έργων του (μόνο με το «Ο ΠΑΓΟΠΩΛΗΣ ΕΡΧΕΤΑΙ» δεν έχω μπορέσει να συμβιβαστώ που διαρκεί τον ατέλειωτο αλλά ίσως φταίει και το γεγονός πως δεν με αγγίζουν εκείνα που το έργο λέει, σε αντίθεση με τα άλλα μεγάλα του και με τούτο εδώ). Αφέθηκα στο κείμενο του Ο’Νηλ και στο θεατρικό παίξιμο των ηθοποιών, δεν με ενόχλησε ούτε αυτή η παράταιρη διαφορά των ηλικιών, που στον κινηματογράφο γίνεται πολύ εμφανής. Πώς να με ενοχλήσει όταν η πρώτη μου επαφή με αυτό το έργο , στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, και πριν δω την ταινία από την κρατική τηλεόραση, ήταν στο ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ τη σαιζόν 1971-72 με δύο ΤΙΤΑΝΙΕΣ, την ΒΑΣΩ ΜΑΝΩΛΙΔΟΥ και την ΜΑΙΡΗ ΑΡΩΝΗ, με τη Μανωλίδου και κατά λίγα χρόνια μεγαλύτερη της εξαδέλφης της, Αρώνη, να παίζει την ΚΟΡΗ της τελευταίας! Στην παράσταση του ΤΑΚΗ ΜΟΥΖΕΝΙΔΗ. Μόνο που εκεί απολάμβανα τη θεατρική σύμβαση και τη Μανωλίδου ως αιώνια, γεννημένη ενζενύ όλων των ηλικιών, να παίζει τη Λαβίνια με την ακόμα (και μπορεί να ήταν ήδη 60 χρονών!!!) δροσερή κοριτσίστικη φωνή της και με τις κινήσεις του σώματος που μόνο σε κόρη ταίριαζαν. Και την Αρώνη από δίπλα να είναι η αριστοκράτισα «Κλυταιμνήστρα» που εκτόξευε πυρά εναντίον της πουριτανής κόρης της. Δεν με ενδιέφεραν οι ηλικίες τους αλλά το πώς έπαιζαν τη σύμβαση. Κατά την ίδια λογική και στην ταινία, από την πρώτη φορά, λόγω της εμβάπτισης στο Εθνικό με το συγκεκριμένο σχήμα, δεν με ενόχλησε καθόλου η όποια διαφορά Ρόζαλιντ Ράσελ και Κατίνας Παξινού, μόνο που ενώ μπορεί να τις χώριζαν και δύο δεκαετίες, με τη Ρόζαλιντ φυσικά μικρότερη, ο φακός να κατέληγε να τις έδειχνε συνομήλικες. Τώρα, μεγάλος, δυσκολεύτηκα είναι η αλήθεια αυτό να το προσπεράσω και μολονότι διαπίστωνα την θεατρικότητα στη Μεγάλη Κατίνα και την υπογραμμισμένη δραματικότητα στη Ράσελ, καλύφθηκα. Ισως να είχα ανάγκη να δώ και λίγο «παίξιμο» τη στιγμή που το κείμενο έβγαινε από μια πένα σαν του Ο’ Νιλ στις καλές του ώρες. Κι επειδή, στο μεταξύ, έχω αρκετά «διαφθαρεί» με θέατρα στην τηλεόραση, με στατικότητες στον κινηματογράφο που μόνο πλήξη φέρνουν κι από κείμενο δεν υπάρχει τίποτα παρά μόνο ακινησία, θες γιατί μέσα σε όλο αυτό το θεατρικό ξετίναγμα υπήρχε και λιτότητα σεβασμού ως παραγωγή (όχι ως ηθοποιία), υπήρχε δηλαδή για τη λογική του Χόλυγουντ 1947 ένας σεβασμός στο έργο, που , φυσικά ήταν αντικνηματογραφικός πέρα για πέρα, μου λειτούργησε.
Κι έτσι , για μιά ακόμα φορά, σκέφτηκα, πως τα έργα δεν πρέπει να εμποδίζονται να έρχονται και να ξανάρχονται στο κοινό, διότι σαν και μένα μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι που αποθύμησαν κάτι ανάλογο, ενάντια σε νόμους και κανόνες (ΑΥΤΟ ΝΑ ΛΕΓΕΤΑΙ-μην μεταβάλλουμε την υποκειμενικότητα σε εγωιστική αντικειμενικότητα του στυλ ΑΦΟΥ ΕΜΕΝΑ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΑΛΟ, έτσι αυθαίρετα όπως εκδηλώνεται από ορισμένους…) και να βρίσκουν να ακουμπήσουν.
- Ο ΜΥΘΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΟΔΗ
Η ταινία αυτή έχει μείνει κλασική εξ αιτίας της ΗΤΤΑΣ της στα Οσκαρ, συγκεκριμένα της ήττας της Ρόζαλιντ Ράσελ (όχι του Μάικλ Ρετγκρέηβ, με αυτόν δεν ασχολήθηκε η… Ράσελ) κι ενός publicity που κατέληξε σε ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ. Τα δημοσιεύματα την έφεραν φαβορί για το Οσκαρ απονομής 1948(που μπορεί να τα είχε «παρακινήσει» κι η Publicist η δική της και οι άλλοι του στούντιο) κι όλο αυτό είχε καλλιεργηθεί προς τα έξω με αποκορύφωμα τη βραδιά της απονομής όπου εκείνη τη μέρα το «Ημερήσιο Variety» την έβγαζε μοναδικό φαβορί χωρίς αντίπαλο από τις άλλες 4 (όπως έβγαζε και τον Ντι Κάπριο το 2014 για το «Λύκο Της Wall Street»-που το κέρδισε ο Μάθιου ΜακΚόνεχυ στο «Dallas buyers club»- όπου εξηγούσε και τους δέκα λόγους- μόνο που από τους δέκα λόγους και στις δύο περιπτώσεις απουσίαζε η η ερμηνευτική αξιολόγηση κι οι κανόνες με τους οποίους γίνεται. Εμενε μόνο η δημοσιότητα). Η Ρόζαλιντ Ράσελ λοιπόν και το στούντιο πίστεψαν αυτά που διακινούσαν οι δικοί τους publicists. Κι έκαναν ένα προ-οσκαρικό πάρτυ για τη «ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΡΟΖΑΛΙΝΤ» , έφυγαν όλοι μαζί για την απονομή και θα επέστρεφαν στο πάρτυ να κόψουν την τούρτα που περίμενε για να συνεχιστούν τα επινίκια μέχρι πρωίας. Μόνο που ξέχασαν να πάρουν μαζί τους και τον… ξενοδόχο κι έτσι λογάριασαν χωρίς αυτόν.
Το όργιο δημοσιότητας υπέρ της Ράσελ όμως είχε μεταφερθεί και μέσα στην αίθουσα. Κι όταν έρχεται η ώρα της απονομής του ΟΣΚΑΡ Α’ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥ ΡΟΛΟΥ, ο νικητής της προηγούμενης χρονιάς ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΜΑΡΤΣ , διαβάζει στα γρήγορα τα πέντε ονόματα των υποψηφίων και παρασυρμένος από τη δίνη και την ατμόσφαιρα καθώς ανοίγει το φάκελο εκφέροντας ταυτόχρονα τη φράση «νικήτρια είναι…», προλαβαίνει και λέει «Ρόζαλιντ….» , θεωρώντας κι αυτός βέβαιο αυτό που τον είχαν ζαλίσει, η Ράσελ σηκώνεται βιαστική όπως πάντα , κι αμέσως γίνεται η σοκαριστική ανατροπή, με τον ανοιγμένο φάκελο πλέον: Ο Φρέντερικ Μαρτς κάνει ένα σήμα «stop» στη Ράσελ που ετοιμάζεται να ανέβει στη σκηνή και διαβάζει αυτό που έλεγε ο φάκελος κι είχε αξιολογήσει η ΑΚΑΔΗΜΙΑ των χιλιάδων κινηματογραφιστών: «ΝΙΚΗΤΡΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΛΟΡΕΤΑ ΓΙΑΝΓΚ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΗ». Η Ρόζαλιντ Ράσελ έπεσε στο κάθισμα σαν άδειο σακί. Και το πάρτυ της αμετροέπειας με την άκοπη τούρτα περίμεναν… Σαν να έστησε ο γαμπρός τη νύφη στο γάμο
Από αυτό το περιστατικό, «έμεινε» στην … Ιστορία η ταινία
ΥΓ. Η Ρόζαλιντ Ράσελ δεν πήρε Οσκαρ ποτέ. «Το μόνο που με στενοχώρησε είναι πως δεν είδε ο κόσμος την τουαλέτα που μου είχε ράψει ειδικά για την απονομή ο ΤΡΑΒΙΣ ΜΠΑΝΤΟΝ» είπε όταν προσπάθησε στη συνέχεια να τα μαζέψει.
Αλλαι αι βουλαί των ανθρώπων, άλλα η ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ αξιολογεί και…. Κελεύει!
ΥΓ2. Καλλιτεχνικό: Στην υπερτονισμένη δραματικότητα και «βαριά» για κινηματογραφική κόρη Ράσελ, η Ακαδημία είχε αντιπροτείνει-προκρίνει ερμηνεία ΚΟΜΕΝΤΙΕΝ σε αρίστευση, αυτή της Λορέτα Γιάνγκ που έπαιζε με ανάλαφρο αέρα κι αβίαστα κι είχε κάνει και δουλειά πάνω στο ρόλο, ως προς τη σουηδική καταγωγή της χωριατοπούλας που γίνεται… Γερουσιαστής. Παίρνοντας δημοσίως και τα συγχαρητήρια της Ινγκριντ Μπέργκμαν που ήταν η πρώτη επιλογή για το ρόλο αλλά τον άφησε για να πάει στη Νέα Υόρκη να παίξει στο θέατρο την «Ιωάννα της Λοραίνης» του Μάξγουελ Αντερσον (κι αυτό το έργο, πάλι η Βάσω Μανωλίδου το έπαιξε στην αθηναική σκηνή, στο «Rex»)