1944. Το Παρίσι ετοιμάζεται να πέσει στα χέρια των Συμμάχων που προελαύνουν κι ο Χίτλερ δίνει εντολή να το ανατινάξουν ολόκληρο, να μη μείνει τίποτε όρθιο (μόνο γύρω από την PlacedelaConcordeέχουν τοποθετήσει 3 τόνους εκρηκτικής ύλης) ως θυμωμένη απάντηση στην ισοπέδωση του Βερολίνου. Επειδή θαύμαζε το Παρίσι – ο Χίτλερ!- κι αγαπημένο κτίριο του από αρχιτεκτονικής πλευράς ήταν η Οπερα ήθελε να τα εξαφανίσει από τον χάρτη ως ανταπάντηση.
Ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής, στις 4 τα ξημερώματα, δέχεται την επίσκεψη ενός μυστηριώδους κυρίου που είναι ο πρόξενος της Σουηδίας στην Πόλη του Φωτός κι ο οποίος επιχειρεί να τον αποτρέψει να υπακούσει στην εντολή.
Και μένουμε με την αίσθηση ότι παρακολουθούμε ένα θεατρικό μονόπρακτο. Θεατρικό έργο στην αρχή, σε μονόπρακτο καταλήγουμε στη συνέχεια. Διότι αν συνυπολογίσουμε πως στα 80 και κάτι λεπτά έχουμε δει και κάποιες σκηνές εξωτερικού περιβάλλοντος για να ‘σπάει» λίγο τον διάλογο, τι θα έμενε αν παρακολουθούσαμε τον διάλογο σκέτο εφόσον βρισκόμασταν σε σάλα θεάτρου;
Ο διάλογος στρέφεται σταθερά κι αμετακίνητα γύρω από το συγκεκριμένο θέμα «μην κάψετε το Παρίσι» αλλά τόσο η σκηνογραφική εργασία όσο κι η φωτογραφία που απορρέει από αυτήν, από την επιλογή του χρώματος κλπ καθώς κι ο τρόπος που μοντάρεται η ταινία, δίνουν την εντύπωση ότι βλέπουμε μια πολεμική ταινία που όμως έχει κολλήσει μέσα σε αυτό το πολυτελές δωμάτιο του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου και δεν λέει να ξεκολλήσει.
Ο Φόλκερ Σλέντορφ δίνει αρνητικά επιχειρήματα εναντίον του σε εκείνους που πλέον τον έχουν ξεγράψει ως auteur εδώ και χρόνια κι ως εκπρόσωπο του κάποτε «νέου γερμανικού κινηματογράφου» και δεν θέλουν να δουν ότι auteur μπορεί πιά να μην είναι αλλά ότι διαθέτει κάποιες γνώσεις, κάποιες σοβαρές ικανότητες. Κι ότι έχει μια σχέση με το θέατρο κι έχει κάνει κι άλλες ανάλογες δουλειές στο παρελθόν αν και δεν κατατάσσονται στις μεγάλες επιτυχίες.
Αυτό που απολαμβάνει ο θεατής είναι η ηθοποιία των δύο ανδρών, του Νιλς Αρεστρουπ ,κυρίως, που μέσα από εξαιρετικό έλεγχο των εκφραστικών του μέσων χρωματίζει τον ωραίο ρόλο του Γερμανού διοικητή και του Αντρέ Ντισολιέ, που είναι τόσο χαρακτηρισμένος Γάλλος ώστε να μην πείθει ως castingστο ρόλο του Σουηδού κι ας τον υπερασπίζεται το σενάριο πως γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γαλλία- οι θεατές είμαστε πλέον αρκετά «καλομαθημένοι» ή και «κακομαθημένοι» από τα casting των διεθνών συμπαραγωγών ώστε να πιστεύω πως θα μας ερχόταν καλύτερα αν στη θέση του βλέπαμε φερειπείν τον Μαξ Φον Σύντοου. Όμως ως καλός ηθοποιός που είναι, τον ρόλο του τον υπερασπίζεται.
Ένα πράγμα που έχω να χρεώσω στον Σλέντορφ ως σκηνοθέτη είναι πως αφού δεν αποφεύγει να «βγάλει το έργο περίπατο», όπως συνήθιζαν να λένε για περιπτώσεις θεατρικών έργων που μεταφέρονται στον κινηματογράφο και που ο σκηνοθέτης για να «σπάσει» τη θεατρική στατικότητα του πρόσθετε και μερικά εξωτερικά (σε επόμενο σημείωμα να δείτε για ποιο λόγο θα υμνήσω τον πρωτοεμφανιζόμενο Ελληνα σκηνοθέτη ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΑΦΟΥΛΙΑ στην ταινία του «Κοινός παρονομαστής») είναι πως υμνεί το Παρίσι ΜΟΝΟ ΜΕ ΛΟΓΙΑ. Διότι το έργο στην ουσία είναι ένας ύμνος για το Παρίσι. Αυτό το Παρίσι που μας λένε συνέχεια μέσα από το διάλογο για ποιους λόγους είναι ωραίο, θα έπρεπε κάπως να μας το έχει δείξει.
Μείναμε στους δύο ηθοποιούς, στην υποβλητική σκηνογραφία, στους φωτισμούς αυτής και στην αίσθηση ότι το πολεμικό έργο «κόπηκε» στο μοντάζ.