Θα τα πάρω από την αρχή για να καταλαβαίνει ο αναγνώστης κι εν δυνάμει θεατής της ταινίας τι συμβαίνει.
Σε ένα καφενείο διαδραματίζεται η υπόθεση. Σε ένα καφενείο, από το οποίο δεν θα φύγει ποτέ η κάμερα, θα μείνει εκεί μέσα σε όλη τη διάρκεια του έργου. Εκεί μέσα θα βρεθούν τέσσερα πρόσωπα. Αρσενικά.. Ο ένας είναι ο καφετζής. Οι άλλοι είναι τρεις νέοι άντρες κι η αφορμή της κουβέντας είναι η γυναίκα που θα γίνει το κύριο θέμα της συζήτησης , ο κοινός παρονομαστής των τεσσάρων αντρών, όπου μέσα από τη συζήτηση εξελίσσεται η ιστορία , αποκαλύπτεται πως το θέμα είναι η ΓΥΝΑΙΚΑ από τη μεριά των αντρών και μέσα από τη συζήτηση ξετυλίγεται ο χαρακτήρας του καθενός κι η εξέλιξη αυτή είναι κι η ιστορία.
Εντυπωσιάστηκα λοιπόν που ένας πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης, ο οποίος έρχεται από το «πουθενά», με την έννοια ότι δεν τον σπρώχνουν τίποτε «ομάδες» ,»κλίκες», «συμμορίες» ή όπως αλλιώς θέλει να χαρακτηρίσει ο καθένας, έρχεται στον ελληνικό κινηματογράφο να ασχοληθεί με κάτι που δεν συνηθίζεται και που η κυρίαρχη κριτική δεν ενθαρρύνει.. Με ένα έργο διαλόγου. Και βλέπω ότι τολμά να τον κρατά τον διάλογο αυτόν και μέσα σε ένα συγκεκριμένο κλειστό χώρο.
Δεν βγάζει ποτέ την κάμερα περίπατο όπως κάνουν άλλοι όταν φοβούνται μη και τους κατηγορήσουν για θεατρικότητα. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος δείχνει ότι δεν το φοβάται καθόλου αυτό διότι το δεύτερο πράγμα που με εντυπωσιάζει για τα ελληνικά δεδομένα (κι όχι μόνο… ίσως…) είναι πως τον διάλογο αυτόν τον εξυπηρετεί κινηματογραφικότατα με το μοντάζ. Πρέπει να είσαι πολύ αδαής για να μιλήσεις για «θεατρικότητα» όταν το μοντάζ, πάνω στα πρόσωπα, έχει τον κύριο λόγο. Και το μοντάζ είναι ο απόλυτος κινηματογράφος.
Θυμήθηκα, τα μαθήματα στην Αμερική, τα πανεπιστημιακά course , που παρακολούθησα στα πολυετή πήγαινε-έλα μου, όταν ανακάλυψα πως υπήρχε έδρα εκεί με αντικείμενο Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΜΟΝΤΑΖ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ.
Ο συγκεκριμένος άνθρωπος γράφει σενάριο με τη λογική του μοντάζ στο μυαλό του και με την ίδια λογική σκηνοθετεί. Τι σκηνοθετεί; Ανθρώπους. Τέσσερις ηθοποιούς στους οποίους έχει παραδώσει απολύτως ολοκληρωμένους χαρακτήρες κι οι τέσσερις ηθοποιοί αποδίδουν το μάξιμουμ του ρόλου τους. Από μοντάζ διαλόγου γίνεται στη συνέχεια μοντάζ ηθοποιών και τούμπαλιν. (μοντέρ ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ)
Και τι ηθοποιών. Κι οι τέσσερις ΑΠΑΙΚΤΟΙ. Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ με το κύρος της τέχνης του και της πολυετούς υπηρεσίας του φτιάχνει ένα καφετζή-πατέρα με αραχνένιες υφάνσεις στις λεπτομέρειες, χωρίς υποψία κόμπου.
Ο ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ δίνει το απόλυτο μέτρο στην κωμικότητα κι είναι απίστευτος ο τρόπος με τον οποίο υπονομεύει κωμικά τον χαρακτήρα του, όταν χρειάζεται να βγάλει τη χυδαιότητα αλλά και να μη μεταβάλλει σε χυδαίο το ίδιο το παίξιμο. Παγίδα στην οποία πέφτουν ενίοτε οι ηθοποιοί. Ο Κυριακίδης όχι, χρωματίζει αδιαλείπτως.
Ο ΡΕΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ είναι καλύτερος από ποτέ. Μάλλον διαφορετικότερος από ποτέ- για να είμαι πιο ακριβόλογος. Εδώ είναι ένας ολοκληρωμένος ηθοποιός, ερμηνεύει τον άνθρωπο που είναι γεννημένος σύζυγος, τον κάνει άνθρωπο.
Ο ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ ΔΑΔΑΚΑΡΙΔΗΣ δίνει χάρη, νεανικότητα και ρομαντισμό στον δικό του ονειροπόλο του Διαδικτύου και δεν φέρει κανενός τύπου κλισέ από τηλεόραση.
Εχω κι άλλα κινηματογραφικά να επισημάνω που εξηγούν κι άλλο τον εντυπωσιασμό μου. Η σκηνογραφική επιμέλεια του καφενείου (ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΥ) (καταργείστε πιά αυτό το «καλλιτεχνική διεύθυνση» που δεν έχει κανένα νόημα, καμιά απόδοση στα ελληνικά, κάντε το ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ που είναι κι ό, τι αυτό περιλαμβάνει) κι η φωτογραφία του βετεράνου ΑΡΗ ΣΤΑΥΡΟΥ που δίνει φως κι ουδετερότητα μαζί στο να κινηθεί αυτή η ανθρωποκεντρική ιστορία. Αυτές οι φωτογραφίες, όσο κι αν δεν τους φαίνεται, είναι πάντα δύσκολες.
Επίσης, ο ήχος. Αυτό που λέμε ήχος πλατώ. Και κυρίως η ενότητα, το ΕΝΙΑΙΟ του ήχου- σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις καταλαβαίνουμε γιατί δίνεται Οσκαρ ηχητικού μοντάζ. ΑΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ και ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΥΜΠΟΜΠΙΩΤΗΣ οι επί του ηχητικού συνόλου υπεύθυνοι.
Κι ως κλείσιμο έχουμε κι ένα τραγούδι του ΑΝΤΩΝΗ ΜΙΤΖΕΛΟΥ που ερμηνεύει η ΜΕΛΙΝΑ ΑΣΛΑΝΙΔΟΥ και σε συνοδεύει υπαγορεύοντας σου συναισθήματα, αφού η ταινία σηκώνει μετά πολλή συζήτηση. Σε παρέες κλπ αφού είναι τέσσερις άντρες που μιλούν για τη γυναίκα κι εκεί ο κάθε θεατής, αναλόγως με το φύλο του όλο και κάτι θα θέλει να σχολιάσει, είτε έτσι είτε αλλιώς.
Φτάνουμε λοιπόν στη γυναίκα. Εδώ σταματούν οι έπαινοι.
Θα φλυαρήσω λίγο για να μην παρεξηγηθεί αυτό που θέλω να πω. Όχι, δεν λέω μόνο για το όταν εμφανίζεται η ηθοποιός που είναι το βασικό γυναικείο πρόσωπο του έργου δεν δικαιολογεί όλο αυτό που έχει συζητηθεί προηγουμένως περί γυναίκας. Θα μιλήσω για το τι σημαίνει ιδανική γυναικεία παρουσία σε ένα ανδρικό έργο. Το πρώτο παράδειγμα που με είχε βάλει σε σκέψεις, πιτσιρικά ακόμα, ήταν η περίπτωση της ΝΤΟΡΟΘΥ ΜΑΛΟΟΥΝ, σε ένα γουέστερν του Εντουαρντ Ντμήτρυκ, το “Warlock”, όπου πρωταγωνιστές ήταν ο ΧΕΝΡΥ ΦΟΝΤΑ, ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΓΟΥΙΝΤΜΑΡΚ κι ο ΑΝΤΟΝΥ ΚΟΥΗΝ, τρεις διαφορετικοί μεταξύ τους πρωταγωνιστές σε ανδρική ιδιοσυγκρασία κι η Μαλόουν με είχε εντυπωσιάσει στο πως γινόταν η ιδανική παρτενέρ του καθενός, στο ίδιο έργο. Τότε είχα αρχίσει να υποπτεύομαι την έννοια «παρτενέρ». Πολύ- πολύ αργότερα , το παράδειγμα κορυφώθηκε με την ΚΙΜ ΜΠΑΣΙΝΓΚΕΡ στο «Λος Αντζελες: Εμπιστευτικόν» , όπου σε ένα καθαρώς ανδρικό έργο η Μπάσινγκερ κυκλοφορούσε ως μόνη γυναίκα στην ταινία, όχι ακριβώς πρωταγωνίστρια, όπως ούτε η Μαλόουν ήταν πρωταγωνίστρια σε εκείνο το γουέστερν, αλλά γινόταν ένα και κάτι διαφορετικό, με τον κάθε άνδρα ηθοποιό της ιστορίας, πόσο πουτάνα γινόταν με τον Ντέιβιντ Στραδαιρν, πόσο αφημένη με τον Γκάι Πιρς, πόσο ερωτευμένη κι αγνή με τον Ράσελ Κρόου. Η ΜΑΡΚΕΛΛΑ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ του «ΚΟΙΝΟΥ ΠΑΡΟΝΟΜΑΣΤΗ» δεν γίνεται η ιδανική «τσούλα» για τον Βλάδίμηρο Κυριακίδη, δεν είναι η σύζυγος για τον Ρένο Χαραλαμπίδη, δεν είναι το ρομαντικό ιδεώδες του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη ενώ ως κόρη του Αντωνη Αντωνίου είναι απλώς μια κοπέλα που δηλώνεται ως κόρη.
Εδώ η ταινία έχασε αρκετά