Λέω πως εδώ ο Αθερίδης πέτυχε νίκη επειδή στην προηγούμενη κινηματογραφική του απόπειρα , το «Μια μέλισσα τον Αύγουστο», είχαμε να κάνουμε μάλλον με μια ήττα. Κι οι δύο ταινίες βασίζονται σε θεατρικά έργα, που τα έχει γράψει ο ίδιος και τα οποία ήταν πολύ πετυχημένα στο σκηνικό τους ανέβασμα.
Ετυχε να τα έχω δει και τα δύο στο θέατρο και να τα έχω εκτιμήσει αμφότερα. Αισθάνθηκα, όμως, στη «Μέλισσα..» ότι τον πήρα και λιγάκι στο λαιμό μου διότι του είχα επιμείνει να το σκηνοθετήσει ο ίδιος. Όπως έκανε κι ο Σακελάριος. Αυτό αφενός επειδή δεν θεωρώ πως έχουμε αυτή τη στιγμή σκηνοθέτες που να βγάζουν με άνεση την κωμωδία μια κι ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος απέχει πολύ από το σινεμά των ειδών, σαν να το έχει ξεχάσει ή και να μην το γνωρίζει καθόλου. Ξέρει μόνο το σινεμά του auteur, δηλαδή κάθομαι και λέω ό, τι μου καπνίσει κι αν μου καπνίσει καλώς, μπορεί να βγάλω και κάτι ανεκτό auter-ίστικο. Αν μου καπνίσει στραβώς, τότε βγάζω ένα από αυτά που βγαίνουν…
Αφετέρου, ο Αθερίδης είναι πιο σύνθετη περίπτωση, δεν είναι απλώς ένας συγγραφέας που θα πάρει το έργο του ένας σκηνοθέτης και θα το σκηνοθετήσει. Ο Αθερίδης είναι ηθοποιός που γράφει κιόλας και σκηνοθετεί και τις παραστάσεις των έργων που γράφει. Συνεπώς , είναι ολοκληρωμένος στη ματιά του, άρα εφόσον ενδιαφέρεται να περάσει και στο σινεμά ξεκινώντας με την ασφάλεια των δικών του έργων που τα γνωρίζει, οφείλει να κάνει το ίδιο και στην οθόνη. Κι αν δεν το ξέρει το σινεμά, θα το μάθει. Αλλωστε, το σινεμά είναι συλλογική δουλειά οπότε με τη συνεργασία καλών κι άξιων συντελεστών που γνωρίζουν το μέσον, μπορεί να το πραγματοποιήσει.
Δυστυχώς, στο «Μια μέλισσα τον Αύγουστο» δεν προέκυψαν τα πράγματα όπως αισιοδοξούσα. Δεν θα σταθώ στις λεπτομέρειες μια και δεν είναι θέμα του κειμένου εκείνη η ταινία αλλά η τωρινή, πάντως το κύριο πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε διεισδύσει κινηματογραφικά στην ιστορία, ότι σκηνοθετούσε μετωπικά, σαν να είμαστε σε πλατεία θεάτρου και κοιτάζουμε τη σκηνή, απλώς κινηματογραφημένη. Δεν υπήρχε ευλυγισία στην κάμερα, κυρίως δεν υπήρχε στο ντεκουπάζ.
Όμως, στο «Από έρωτα», αυτό που κυρίως είδα είναι ότι πραγματικά θέλει να το μάθει το σινεμά. Κι εδώ κάθισε και ξανάγραψε το έργο από την αρχή,. Το μετέτρεψε σε σενάριο. Το έκανε εικόνες. Του έφτιαξε εισαγωγή. Του πρόσθεσε πρόσωπα. Το ανάπτυξε. Εφτιαξε πολλές μικρές σκηνές σύντομες. Το «Από έρωτα» δίνει την εντύπωση ως ότι το είδε πως εδώ «κάνω κινηματογράφο» κι όχι «μεταφέρω στο σινεμά το θεατρικό μου»
Κι ο κινηματογράφος που κάνει ο Αθερίδης στο «Από έρωτα» είναι ένας κινηματογράφος ψυχαγωγικός, με μια ουσία στο περιεχόμενο, ένα ξεχείλισμα τρυφερότητας που οι ηθοποιοί την δηλώνουν ανάλαφρα, με παίξιμο που δεν βαραίνει, δεν ξεφεύγει, υπάρχει μέτρο, υπάρχει εσωτερικός ρυθμός, υπάρχει συντονισμός επί του συνόλου της ερμηνείας. Ο Αθερίδης σαν να θέλει να κάνει ένα καινούργιο «παλιό» κινηματογράφο. Κι όχι σινεμά του auteur κι ας είναι επί της ουσίας πιο auteur από τους δηλωμένους auters αφού, στο κάτω-κάτω κάνει τόσα πράγματα μόνος του.
Ο «παλιός» του κινηματογράφος ορίζεται από τα πρόσωπα που κυριαρχούν κι από την ιστορία μα κι από τα τραγούδια που είναι τόσο συνυφασμένα με την κινηματογραφική μας ψυχαγωγία και παράδοση. Όχι ότι δεν το έχουν κάνει κι οι του άλλοτε «νέου» ελληνικού κινηματογράφου αλλά εκεί τα τραγούδια είχαν χρησιμοποιηθεί διαφορετικά, κάτι σαν εξορκισμός του παλιού.
Εδώ χρησιμοποιούνται όπως στον «παλιό»
Μόνο που ο κινηματογράφος αυτός είναι σημερινός. Κι από θέμα κι από διάλογο κι από χρήση των στοιχείων κι από περιεχόμενο κι από όσα λέγονται, παίρνουμε μια τέτοια αίσθηση.
Ο Πειραιάς είναι το ιδανικό ντεκόρ για να στηθεί και αναπτυχθεί μια τέτοια ιστορία με ήρωα ένα πυροσβέστη που κάποτε έσωσε μια κοπέλα την οποία στη συνέχεια ερωτεύθηκε και τις παραμονές του γάμου του με μία άλλη, μία Μολδαβή (στο σινεμά νομίζω δεν ξεκαθαρίζεται η καταγωγή, στο θέατρο ήταν ξεκάθαρα δηλωμένη) νοσοκόμα, εμφανίζεται από τα παλιά η προηγούμενη η οποία, όπως αποδεικνύεται είναι πληγή αγιάτρευτη. Όμως αυτό που θα σχηματιστεί δεν είναι το τρίγωνο όπως το ξέρουμε αλλά ένα τρίγωνο ανάμεσα σε καρδιά, μυαλό και πεζή πραγματικότητα. Αν και αποκαλύπτεται σχετικά γρήγορα το μυστικό, κι ακόμα γρηγορότερα ξεκινούν οι απαραίτητοι υπαινιγμοί, διότι έτσι είναι δομημένο το έργο, έτσι θέλει να το κτίσει ο συγγραφέας του, εν τούτοις δεν θέλω να το αποκαλύψω διότι ακόμα και στο πρώτο 20λεπτο να εισπράττεις μια πρώτη έκπληξη είναι από τα δώρα της σχέσης του θεατή με τον κινηματογράφο.
Θα μιλήσω και για εκπληκτικά αποτελέσματα με τους ηθοποιούς. Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ που παίζει τον φίλο του ήρωα, τον πυροσβέστη Νίκο, αν λειτουργούν κινηματογραφικά οι Ακαδημίες, είναι για το βραβείο του supportingτης χρονιάς. Τι αβίαστο παίξιμο και τι περιεκτικό. Τι άνεση και ειρωνεία, με πόσο χιούμορ κι απόλυτη κατανόηση συναισθημάτων. Κι άπειρη γοητεία μέσα από την κωμικότητα. Η ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΚΑΡΥΔΗ έλαμψε στην καλύτερη ως τώρα κινηματογραφική της εμφάνιση. Ζωντάνια κι αερικό μαζί! Ομορφιά και φωτεινότητα. Ιλαρότητα και τσαχπινιά. Η ΜΑΡΘΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ ήταν παραπάνω από ΥΠΕΡΟΧΗ. Εκτισε ρόλο καρατερίστικο, που τον ολοκληρώνει σε τρεις σκηνές κι είναι απόλυτα εναρμονισμένη με το περιβάλλον κι ενταγμένη στο πνεύμα του έργου και της σκηνοθετικής γραμμής. Θυμήθηκα αυτό που της είχε πει ο Δαλιανίδης όταν προ δεκαετιών, στο «Οι θαλασσιές οι χάντρες» αποφάσιζε εκείνη την υπερ-γκόμενα να την κάνει κωμικό λέγοντας «Εγώ με αυτό που κάνω σου εξασφαλίζω ψωμί για τα γεράματα». Α, ρε Δαλιανιδάρα.
Ο ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΕΡΛΕΓΚΑΣ! Άλλη ευχάριστη έκπληξη. Υπέδειξε τον άτιμο χαρακτήρα που υποδύεται με κωμικότητα αφήνοντας παράθυρα ότι μπορεί να τον παίξει εξίσου αποτελεσματικά και σε δραματικό έργο. Στη σκηνή του εκβιασμού με τη μάνα, η υπόδειξη έγινε σχεδόν..αίτημα.
Για την ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΒΛΑΝΤΗ, την οποία εκτιμώ από εμφανίσεις της κυρίως στην τηλεόραση και την ξεχωρίζω, έχω να διατυπώσω μία επιφύλαξη (όπου πιθανόν κι η ευθύνη να μην είναι δική της). Ότι η αποφυγή του τονισμού του σλαβικού «αξάν» της αφαίρεσε κωμικότητα. Ισως να ήθελαν να αποφύγουν «καρικατουροποίηση» αφού ο τόνος στη σκηνοθετική γραμμή του συνόλου πήγαινε προς μελαγχολικά ημιτόνια. Εμεινε ως «η άλλη» κι επιχείρησαν «γέμισμα» του κενού με δόση μυστηρίου και διαβολογυναίκας . Η Βλαντή «το έχει», ο ρόλος όμως σαν να έχασε κάτι…
Για τον Αθερίδη ΗΘΟΠΟΙΟ έχω να πω ότι σε κάποια σημεία παρατήρησα αμηχανία σαν να φαινόταν ότι είχε το νου του στην διπλή ιδιότητα. Ηταν όμως ανεπαίσθητα διότι τον ρόλο τον ήξερε στις αποχρώσεις του κι επειδή τον έχει γράψει αλλά και τον έχει παίξει.
Η φωτογραφία του Γιώργου Αργυροηλιόπουλου απεικονίζει τον Πειραιά του σεναρίου και το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη σε στίχους του Αθερίδη με τη φωνή και την παρουσία της Ελεωνόρας Ζουγανέλη είναι ακριβώς στο πνεύμα ότι πορευόμαστε με τα «παλιά» στα καινούργια!