Κι από το ένα στέκι στο άλλο πληροφορείσαι που πήγαινα και τα έπινε ο Ερνεστ Χεμινγουέι, ο οποίος, όπως είχα γράψει σε αρχικό σημείωμα, είναι το τρίτο πρόσωπο που τιμάται στην Κούβα μετά τον Φιντέλ και τον Τσε, υπό τον κοινό παρονομαστή που λέγεται Χοσέ Μαρτί ενώ κάπου πιο διακριτικά στο περιθώριο στέκει ο ΚΑΜΙΛΟ ΣΙΕΝΦΟΥΕΓΚΟΣ τον οποίο τον «ανακαλύπτεις» μέρα, όταν θα επισκεφτείς το ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ.
Η νύχτα όμως θέλει Χεμινγουέι. Διότι ο μεγάλος όχι μόνο μετέβαλε σε αξιοθέατα τα στέκια που σύχναζε αλλά επέβαλε και τα ποτά στα οποία το καθένα του άνοιγε και διαφορετικά την όρεξη. Ετσι, σήμερα στην Κούβα, πηγαίνουμε στην «Bodeguita» για το καλύτερο, κατά τον Χεμινγουέι, ΜΟΧΙΤΟ, τις επόμενες βραδιές θα πάμε στην «FLOREDITA για το καλύτερο ΝΤΑΚΙΡΙ και στο ξενοδοχείο ΝΑΣΙΟΝΑΛ, που βρίσκεται στη Μαλεκόν και δεν ήταν ακριβώς «νυχτερινό» στέκι του, για την μοναδική ΠΙΝΑ ΚΟΛΑΔΑ του. Μόνο για το CUBA LIBRE δεν είχε εκφραστεί περιέργως ο νομπελίστας πότης κι εγώ το καλύτερο το ήπια όχι στην Αβάνα αλλά στο ΤΡΙΝΙΝΤΑΝΤ!!!
Η πρώτη βραδιά λοιπόν δεν γίνεται να μην ξεκινήσει από την «Bodeguita» , έστω και συμπτωματικά.
Στο κέντρο της παλιάς πόλης, της κλασικής δηλαδή Αβάνας, σε ένα στενοσόκακο, που δεν είναι και καλά φωτισμένο, κι όταν πρόκειται για την πρώτη σου νύχτα και δεν γνωρίζεις καλά το μέρος, όπως είναι φυσικό, μπορεί και να «αγριευτείς» λίγο. Δεν υπάρχει τίποτα για να αγριευτείς επί της ουσίας, μόνο το λιγοστό φως και τα φτωχόσπιτα ή φτωχομάγαζα κι οι άνθρωποι που κάθονται ήσυχα -ήσυχα όπως στο κατώφλι των ελληνικών λαικών συνοικιών στα χρόνια του ’50 και του ΄60 όπου κι εκεί ο φωτισμός των δρόμων δεν ήταν αυτό που λέμε άπλετος.
Επειδή, όμως, ακόμα δεν ξέρεις, αισθάνεσαι «κάπως». Αλλά αυτό το κάπως» είναι περισσότερο του μυαλού. Και το καταλαβαίνεις γρήγορα. Κι όσο πλησιάζεις πληθαίνουν τα μικρομάγαζα, τα οποία έχουν το δικο τους φως και τα οποία δουλεύουν εως αργά πουλώντας ως επί το πλείστον είδη για τουρίστες και από παντού ξεχύνεται μουσική. Cubana. Κι εσύ, ακούγοντας τους ήχους πρώτα «φτιάχνεσαι», ύστερα συνειδητοποιείς και μετά λες «που βρίσκομαι».
Τα στενά σοκάκια, τη νύχτα είναι γενικώς φοβιστικά. Και σίγουρα αν δεν βαδίζεις προς κάποιο προορισμό συγκεκριμένο, επιθυμείς να τα αποφύγεις διότι ποτέ δεν ξέρεις.
Ωστόσο στις επόμενες μέρες που θα κυκλοφορήσεις στα ίδια μέρη θα καταλάβεις- με της μέρας τα μάτια που λέμε- ότι δεν είχες βρεθεί σε ύποπτο συνοικισμό ενώ στις επόμενες νύχτες που αρχίζεις κι εξοικειώνεσαι θα διαπιστώσεις την έντονη παρουσία της Αστυνομίας με σκυλιά εκπαιδευμένα που βγαίνουν να «μυρίσουν». Ωστόσο, σε κάποια στενοσόκακα κάποιες συναλλαγές γίνονται. Και το ότι κυκλοφορεί ο «μπάφος» το διαπιστώνει κανείς όταν βολτάρει νύχτα τη Μαλεκόν, όπου…. μοσχοβολούν οι γειτονιές. Αρα, επισήμως οι αστυνομικοί κυκλοφορούν στην παλιά πόλη με τα σκυλιά κι από την άλλη κυκλοφορεί ο μπάφος ανέμελος, καθότι η παρα-οικονομία έχει κι αυτή τις προσφορές της και τις απαιτήσεις της.
Κάπου εκεί λοιπόν, καθώς προχωράμε στο στενοσόκακο, είναι κι η «Bodeguita». Μικρό μαγαζί, ήταν κάποτε μπακάλικο και την εικόνα του παλιού μπακάλικου διατηρεί. Μπροστά υπάρχει ένας χώρος ξεχωριστός για τα ποτά, κι από διπλανή πόρτα σε οδηγεί στους πίσω χώρους, που κι αυτοί είναι μικρής χωρητικότητας κι εκεί λειτουργεί το εστιατόριο.
Και μπαίνοντας σε αυτό τον χώρο που είναι για να πάρεις τα ποτά, σε περιμένουν κι οι μουσικοί. Κι αυτό είναι μια εικόνα που θα την δεις να επαναλαμβάνεται από όπου κι αν περάσεις στην Αβάνα και στην υπόλοιπη Κούβα, είτε μέρα είτε νύχτα, είτε πρόκειται για μπαρ είτε για «καφέ» είτε για «café restaurant» είτε για σκέτο «restaurant». ΟΛΑ ΤΑ ΜΑΓΑΖΙΑ είτε έχουν δική τους ορχήστρα είτε περνούν κάθε τόσο πλανόδιοι μουσικοί και στήνουν αυτοί το πρόγραμμα.
Είτε στη μία περίπτωση είτε στην άλλη, έρχονται μετά και σου πουλούν τα cdτους, με τα τραγούδια και τα ορχηστρικά που παίζουν δηλαδή στο πρόγραμμα με τα οποία σε «μέθυσαν», και τα πωλούν στην τιμή των δέκα πέσος (δέκα ευρώ περίπου) είτε, αν δεν θέλεις να αγοράσεις σου λένε με τον τρόπο τους το «ό,τι προαιρείστε» .
Γι αυτό και μίλησα στην αρχή του κειμένου για «αφετηρία». Ναι, η «Bodeguita»-και τώρα που το σκέφτομαι που έχει αρχίσει να καταλαγιάζει μέσα μου- είναι αφετηρία.
Μπαίνεις λοιπόν σε αυτήν την «ταβερνούλα» στον μπροστινό χώρο και φυσικά θα πας απευθείας να παραγγείλεις το «Μοχίτο» υπό τους ήχους των Κουβανών οργανοπαιχτών Και υπό τη δεσπόζουσα φυσιογνωμία του Χεμινγουέι να σε…. εποπτεύει.
5 πέσος κοστίζει το μοχίτο….ααααχχχχχχχχχ!
Τι γεύση είναι αυτή! Η συνταγή είναι ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ. Μου την έδωσαν. Πάρτε χαρτί και μολύβι και σημειώστε: 2 δόσεις ρούμι, αυτό που λέμε μεζούρες του μπαρ. Λάιμ (κι όχι κίτρινο λεμόνι) που να είναι κομμένο σε μικρά τεμάχια, ΜΕΝΤΑ (κι όχι δυόσμο), φυλλαράκια εννοείται, πάγο θρυμματισμένο που τιγκάρουμε με αυτόν το σωληνάτο ποτήρι, σιρόπι ζάχαρης σε μισή μεζούρα και βάζουν και σόδα.
Βέβαια, είναι και το ρούμι εκπληκτικό που αποτελεί τη βάση κι ομολογώ ότι εκεί στην ουσία το ανακάλυψα ως ποτό καθαρό (!!!) – το τονίζω διότι στην Ελλάδα έχω πέσει πολλάκις σε «μπόμπες» (στην Αβάνα, μου είπαν, ακόμα και το πιο φτηνό, παραμένει ρούμι κι όχι κάτι άλλο αν κι υπάρχουν και κάποια της απόλυτης εξαθλίωσης που εγώ όμως δεν είδα ούτε άκουσα τίποτα, ίσως αυτά να κυκλοφορούν σε περιοχές λίαν εξαθλιωμένες που δεν έφτασα κι αν έφτασα σίγουρα δεν δοκίμασα να πιώ). Πλατάγισμα της γλώσσας, οι Κουβανοί να παιανίζουν τα όργανα τους, κόσμος να μπαίνει κόσμος να βγαίνει στο «μπακαλικάκι» και το «Μοχίτο» να ανοίγει την όρεξη. Φυσικά και θα φάμε εκεί.
Πως ήταν στην Ελλάδα, για όσους έχουν μνήμες, τα συνοικιακά μπακάλικα που είχαν πίσω και ταβέρνα; Κάπως έτσι είναι κι αυτό, όμως λίγο μεγαλύτεροι οι χώροι κι έχουν ανοίξει και τον επάνω όροφο, δίπατο το κτίριο, που παλιά, από ό,τι φαίνεται δεν θα ίσχυε κάτι τέτοιο. Μόνο που μπαίνοντας σε αυτό το πίσω μέρος της ταβέρνας πιά, ενώ υπάρχει η απόλυτη επικοινωνία με το μπροστά, εξου κι οι μουσικοί έρχονται και παίζουν και την ώρα που τρως, μπαινοβγαίνουν δηλαδή, τρελαίνεσαι με τις φωτογραφίες. Σαν να είσαι στο «Alfredo» στη Ρώμη, με τους τοίχους καλυμμένους από όσους πέρασαν από κει, με τον άρχοντα Χεμινγουέι πάντα σε πρώτο πλάνο. Όμως εδώ παρεισφρέουν κι άλλες ξεχωριστές φυσιογνωμίες, από ΣΑΛΒΑΤΟΡ ΑΛΙΕΝΤΕ και ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ και ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΖ μέχρι ΝΑΤ ΚΙΝΓΚ ΚΟΟΥΛ αλλά και ΚΛΑΟΥΝΤΙΑ ΚΑΡΝΤΙΝΑΛΕ, όλοι αυτά σε αγκαλιές και γέλια με τους σερβιτόρους και τους ψήστες της «Bodeguita», όλοι αυτοί εξ αιτίας του «ανάδοχου»-υπερ-πότη Χεμινγουέι που το έκανε τόσο γνωστό.
Το φαγητό είναι τυπικό κουβανέζικο.
Να σας πω ότι το φαγητό στην Κούβα είναι περιορισμένο σε ποικιλίες και του λείπει η φαντασία. Όχι, δεν έχει να κάνει μόνο με το «τρώνε για να συντηρηθούν», διότι και στην Ιταλία, το φαί του φτωχού είναι που έγινε διάσημο στα πέρατα της Οικουμένης, ό,τι περίσσευε στην κάθε φτωχή νοικοκυρά μεταβαλλόταν σε πίτσα , σε μακαρονάδες με ζαρζαβατικά που παρήγαγε ο τόπος κι αν δεν είχε ούτε από αυτά έβαζε σκόρδο και λάδι κι έφτιαχνεπάλι ένα ποίημα κλπ. Στην Κούβα κατάλαβα πως στερούνται φαντασίας στη μαγειρική. Οπως επίσης μου έκανε εντύπωση κατά την 18ήμερη παραμονή μου στη χώρα πως δεν έχουν γλυκά. Τέτοια παραγωγή ζάχαρης και να μην φτιάχνουν γλυκά που να «φυσάνε». Μου φάνηκε περίεργο.
Το τυπικό φαγητό στην Κούβα, που το φτιάχνουν πολύ ωραία στην «Bodeguita», είναι η «τηγανιά» που λέμε εμείς με κομματάκια χοιρινού (όπου το χοιρινό το κάνουν ωραιότατα σε όλο το νησί) , που συνοδεύεται από πράγματα όχι μόνο που παράγει ο τόπος αλλά και που έθρεψαν τον πληθυσμό σε όλες τις δύσκολες φάσεις, τόσο στο παρελθόν όσο και στην ζοφερή πενταετία 1991-96. Κι αυτά είναι ρύζι, που το κάνουν όπως κι οι Κινέζοι κι έχει ορυζώνες η Κούβα (όχι σαν κι εκείνους της Κίνας!) που τους είδα στις διαδρομές μου όταν άρχισα τις εξορμήσεις στην ενδοχώρα, φασόλια σαν τα δικά μας τα μαυρομάτικα σε μια πηχτή σάλτσα και τηγανητές μπανάνες! Και το ρύζι και τα φασόλια φτάνουν για να τραφεί ο άνθρωπος σε πρώτη δόση κι έχουν τραφεί λαοί με τέτοια πράγματα , η δε τηγανητή μπανάνα σαφώς και καλλιεργείται ως κουζινική ιδέα διότι ο τόπος δεν παράγει πατάτες ενώ αντίθετα οι μπανάνες αφθονούν. Η μπανάνα, έτσι όπως την τηγανίζουν, τη φλούδα της δηλαδή , σε ξεγελά σαν να επρόκειτο για τηγανιστή πατάτα (όχι εμένα όμως που η τηγανιτή πατάτα είναι το μοναδικό πράγμα στο οποίο σπάνε οι αντιστάσεις μου ή, αν θέλετε, τις αφήνω ελεύθερες να κάνουν ό,τι θέλουν). Επίσης, στην «Bodeguita» ήταν καλό και το μοσχαρίσιο φιλέτο, που δοκίμασαν άλλοι της παρέας, με τα ίδια συνοδευτικά ήτοι ρύζι-φασόλια-τηγανιτή μπανάνα. Και για ποτό ή συνεχίζουμε με το «Μοχίτο», που ταιριάζει μια χαρά ή δοκιμάζουμε για πρώτη φορά τις δύο διαφορετικές μπύρες που θα μας συντροφέψουν σε όλο το ταξίδι, την ελαφριά «Crystal» και την πιο «μάτσο» «Bucanero» με σήμα τον πειρατή.
Όταν λέω ότι η «Bodeguita del medio» είναι ΑΦΕΤΗΡΙΑ, δεν το λέω κουτουράδα.
Εφαγες; Γύρνα τώρα στο μπαρ, στο «μπακαλικάκι», τρία μέτρα από το τραπέζι σου και συνέχισε τα «μοχίτο». Κι άντε μετά να σε δω πως θα σε πάνε! Δεν πιστεύω να θες να συνεχίσεις μετά κι αλλού διότι κάπως πρέπει να γυρίσεις και στο ξενοδοχείο!
Εχουμε κι άλλες νύχτες μπροστά μας και για τα υπόλοιπα. Πρέπει όμως αύριο να δούμε την Αβάνα και μέρα!