Από την πρώτη στιγμή που εμφανίζεται, άκουγα να μιλούν με θαυμασμό για το όνομα του σκηνοθέτη και σε κάθε ταινία που έβγαζε, μόνο σκηνοθέτης αναφερόταν. Του στυλ «Είδες τον Τζάρμους;», «Πως σου φάνηκε ο Τζάρμους;», «Ερχεται ο νέος Τζάρμους» κλπ. Ποτέ δεν άκουγα τίτλους ταινιών για αυτόν.
Είχε «κατασκευαστεί» από τους γνωστούς κύκλους που κατασκευάζουν auteurένας ακόμα που όλοι μίλαγαν για αυτόν θαρρείς κι η κάθε ταινία του ήταν η εξής μία.
Εμένα προσωπικά κάτι τέτοιο με εξοργίζει. Αλλά πράγματα έχω διδαχτεί, σε άλλα πράγματα ΠΙΣΤΕΥΩ. Εγώ πιστεύω στις ταινίες και αυτές εξετάζω. ΠΙΣΤΕΥΩ στο ΕΡΓΟ κι όχι στον ΔΗΜΟΥΡΓΟ. Στο ότι όλα ξεκινούν από το έργο και σταματούν στο έργο. Στο τι λέει το έργο κι όχι στο λέει ο (εκάστοτε) Τζάρμους. Κι ότι τους δημιουργούς τους κάνουν τα έργα («το αγώι κάνει τον αγωγιάτη» που έλεγε και παλιά ο λαός μας) κι είναι αυτά που μας δίδαξε από παλιά πολύ παλιά ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ που καταλήγουν στον ΕΡΓΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟ (κι όχι στον ΠΟΙΗΤΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟ) κι αυτή είναι η προσωπική μου ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ! Από αυτή τη σκοπιά κάνω την κριτική.
Θεωρούσα, λοιπόν, πως αν δεν το έπιαναν το θέμα από το όνομα του σκηνοθέτη κι εξέταζαν την κάθε ταινία όταν έβγαινε, ξεχωριστά ως ταινία, δεν θα μιλούσαν για καμία από αυτές περί «αριστουργήματος» κλπ. Διότι καμία ταινία του ως ταινία δεν πληροί τους όρους. Τους πληροί όμως ο ίδιος σύμφωνα με την «βιοτεχνία ή βιομηχανία auteur» και κάπως έτσι κατασκευάστηκε. Και μιλούν για μεγάλο σκηνοθέτη χωρίς μεγάλες ταινίες και χωρίς μεγάλες σκηνοθεσίες.
Ετσι βρέθηκα μια ζωή απέναντι στον Τζάρμους, χωρίς να έχω τίποτε προσωπικό με τον άνθρωπο. Περισσότερο τα είχα με αυτούς που τον «κατασκεύαζαν» και με τους άλλους που μηρύκαζαν παρά με τον ίδιο.
Και σε αυτό το σημείο σταματώ τα περί Τζάρμους διότι αν συνεχίσω θα είναι σαν να υποσκάπτω τις ίδιες μου τις θέσεις, σαν να είμαι ασυνεπής προς τις αρχές μου, σαν να υπηρετώ κι εγώ τη θεωρία και την κατασκευή του auteur κι όχι σαν να ασχολούμαι με το έργο.
Πάμε λοιπόν στο έργο!
Και το έργο αυτό, το «PATERSON», είναι ό,τι καλύτερο έχει κάνει ως τώρα στη σκηνοθετική σταδιοδρομία του.
Μπορείς να το πεις και «εργάκι» με την έννοια ότι δεν πρόκειται για κάτι «μεγάλο». Όμως ως «μικρό» είναι ένα κομψοτέχνημα διότι αναδύει από μέσα του –ΤΟ ΕΡΓΟ!!- ωραίους κόσμους. Κι ο βασικός κόσμος είναι ο κόσμος της ποίησης. Της ποίησης στην καθημερινότητα, της ποίησης ως καθημερινότητα. Με ήρωα ένα οδηγό λεωφορείου, σε μια πόλη του Νιου Τζέρσευ, την πόλη του τίτλου, ο οποίος «γράφει» ποιήματα, συλλαμβάνει ποιήματα, συναισθάνεται τη ζωή του ως ένα ποίημα, όχι ως ένας φαντασιόπληκτος, δεν είναι ένας «Μπίλυ ο ψεύτης» που κατασκευάζει δικό του φανταστικό κόσμο στον οποίο καταφεύγει για να αρνηθεί την πραγματικότητα, μα είναι καθημερινός, αγαπησιάρης. Κι ό,τι τον περιβάλλει είναι στην ίδια ηρεμία και κατάσταση με εκείνον. Κυρίως επειδή όλα είναι ήρεμα, γαλήνια… Κι η αληθινή ποίηση της ζωής μπορεί να διαθέτει και χιούμορ. Το διαθέτει ο ήρωας, το διαθέτουν οι καταστάσεις που τίθενται πολύ διακριτικά και το ίδιο διακριτικά στάζει και το χιούμορ. Η σχέση με την κοπέλα επίσης έχει ενδιαφέρον, η ίδια η κοπέλα έχει ενδιαφέρον, που έχει κι αυτή τη δική της «ποίηση», στο πως «πειράζει» κάθε φορά το ντεκόρ στο οποίο ζουν και κινούνται, με χρώματα, με παρεμβάσεις αλλά και με τις εμμονές της στην «υγιεινή» διατροφή όπου και σε αυτό ακόμα ο ήρωας αντιδρά και συμπράττει ,με το δικό του γαλήνιο χιούμορ.
Οι σκηνές είναι σωστά υπολογισμένες στη διάρκεια τους, κάθε ενότητα ξεκινά με μια μέρα της εβδομάδας , ξεκινά με την ίδια σκηνή, ακολουθεί την ίδια διαδικασία .. ΚΙ ΟΜΩΣ… δεν σε πλήττει, δεν σου δίνει την αίσθηση ότι μας ξαναλέει τα ίδια διότι κάθε φορά συμβαίνει , στους ίδιους χώρους, στις ίδιες διαδρομές, στον ίδιο τρόπο σύλληψης της ποίησης και κάτι άλλο το οποίο κεντρίζει το ενδιαφέρον.
Υπάρχουν δύο σκηνές που τις θεωρώ αφενός αληθινά ευρήματα κι αφετέρου «κόμβους» για την ταυτότητα της ταινίας. Κι οι δύο έχουν να κάνουν με την ποίηση. Η μία είναι με ένα 10χρονο κοριτσάκι που το συναντά τυχαία και το κοριτσάκι γράφει κι αυτό ποίηση κι η ποίηση του παιδιού διαχέεται σε όλη τη σκηνή και μεταφέρεται και στην εξελισσόμενη υποθεσούλα (διότι η υπόθεση δεν έχει ούτε κάτι το περίπλοκο ούτε κάτι το «μεγάλο»). Η άλλη σκηνή είναι προς το τέλος με την εμφάνιση ενός Ιάπωνα που γράφει κι αυτός ποίηση , ως μια αδελφή, ποιητική ψυχή με τα ίδια γούστα στους ποιητές , σαν μια συνομωσία μεταξύ ποιητών της ζωής- κι εκεί πλέον το έργο απογειώνεται στην ποιητική γλύκα του.
Στην ίδια γλύκα είναι συντονισμένος ο εξαιρετικός ηθοποιός ΑΝΤΑΜ ΝΤΡΑΙΒΕΡ που έχει και την ηρεμία αλλά και την τσαχπινιά για ένα τέτοιο ήρωα, το ίδιο αξίζει στον πιο επισκιαζόμενο ρόλο της η ΓΚΟΛΣΙΦΤΕΧ ΦΑΡΑΧΑΝΙ που παίζει την κοπέλα και παρακολουθούμε ένα πολύ ωραίο συντονισμό.
Είναι μια πολύ γλυκιά ταινιούλα που σου αφήνει όμορφη διάθεση τελειώνοντας.
Δεν το λέω «μεγάλο φιλμ» διότι το στοιχείο της ποίησης στον καθημερινό άνθρωπο κι ως ένα βαθμό ο ήρωας μου έφεραν στη θύμηση το ιταλικό φιλμ «ILPOSTINO» κι εκεί καταλαβαίνει κανείς τη διαφορά μεταξύ ενός συμπαθητικού κι ενός μεγάλου έργου. Το αναφέρω μόνο ως παράδειγμα για να εξηγήσω την παραπάνω θέση, τον ανωτέρω χαρακτηρισμό κι όχι για να συγκρίνω, δεν υπάρχει λόγος σύγκρισης, ο καθένας κάνει το δικό του, αυτό που θέλει, αυτό που μπορεί και το κάθε έργο κρίνεται αυτόνομα.