Προσωπικά, τον βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση παρόλο ότι δεν έχω ξεπεράσει όλες μου τις επιφυλάξεις που αφορούν στο εξής ένα: Στο στυλίστικο σινεμά που μερικοί ημιμαθείς το θεωρούν «ΣΤΥΛ».
Είχε πει κάποτε ο ΣΥΝΤΝΕΥ ΛΙΟΥΜΕΤ πως «η λέξη στυλ είναι η πιο ταλαιπωρημένη λέξη, η πιο κενή, χωρίς περιεχόμενο, που τη χρησιμοποιούν όσοι δεν είναι σε θέση να αναλύσουν μια σκηνοθεσία». Εξηγώντας ο μεγάλος Αμερικανός σκηνοθέτης πως «ΣΤΥΛ έχουν ΟΛΟΙ οι σκηνοθέτες. Από τον καλύτερο μέχρι τον χειρότερο. Κι ότι ο καθένας έχει το προσωπικό του στυλ. Κι ότι στυλδεν είναι οι φωτισμοί και το neon αλλά το προσωπικό στυλ του κάθε σκηνοθέτη»
Οι φόβοι μου λοιπόν απέναντι στον Τομ Φορντ ήταν ακριβώς μήπως και καταφύγει ή εκτραπεί στο στυλίστικο σινεμά. Προκατάληψη εκ μέρους μου επειδή ο καλλιτέχνης προέρχεται από το χώρο της μόδας κι η επειδή η προηγούμενη ιδιότητα του ήταν «στυλίστας».
Αυτό που είδα στα «ΝΥΚΤΟΒΙΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ» ήταν πως δεν καταλήγουμε σε κάτι τέτοιο αλλά ότι έχει μια ενδιαφέρουσα αισθητική. Κι ότι αυτό που κουβαλά από το χώρο της μόδας, το κάνει με κινηματογραφικούς όρους κι όχι με όρους «μοντελίστ» μεταφερμένους στον κινηματογράφο.
Μου έκανε δε εντύπωση τόσο στην ταινία όσο και στα BAFTA, τα οποία υιοθέτησαν την ταινία σε υπέρτατο βαθμό (9 υποψηφιότητες) πως η μόνη υποψηφιότητα που δεν έχει είναι των κοστουμιών. Και παρατήρησα βλέποντας την ταινία πως πραγματικά, στο μόνο στοιχείο, στο μόνο αξεσουάρ που δεν δίνει έμφαση, είναι στα ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ. Σαν να είναι για αυτόν μία δικλείδα ασφαλείας στο να μην εκτραπεί.
Αντίθετα στο υπόλοιπο κινηματογραφικό κομμάτι, σε τούτη εδώ την δεύτερη ταινία του, παίζει πολύ άνετα κινηματογραφικά. Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ για παράδειγμα (που μέσα στην υιοθέτηση του σκοταδιού πετυχαίνει «σποταρισμα» από φως φτιάχνοντας αισθητική και μυστήριο), το ΜΟΝΤΑΖ (για το οποίο θα πω πιο κάτω), η χρήση της ΜΟΥΣΙΚΗΣ (που ως συνοδεία υπόγεια τονίζει μυστήριο, αγωνία, ανάλογα την περίσταση και μερικές φορές επαναλαμβάνεται κι ως επαναλαμβανόμενη μπορεί να γίνει κι εκνευριστική, όπως κάθε τι επαναλαμβανόμενο, αλλά είναι ΑΥΤΟ! Και το έχει βρει ο συνθέτης για τον σκηνοθέτη) μα κι οι χώροι, η ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ παρόλο ότι δεν «φαίνονται» πολύ επειδή κυριαρχεί στην εικόνα το σκοτείνιασμα, δείχνουν σκηνοθετική ματιά, εντάσσονται σε ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ.
Το έργο είναι φιλόδοξο. Φιλόδοξο στο γράψιμο, φιλόδοξο στη σκηνοθέτηση. Το σενάριο ουσιαστικά περιγράφει ένα «παζλ» κι είναι απίστευτα κατατεμαχισμένο. Δηλαδή, η ηρωίδα ζει τη δική της προβληματική, προσωπική ζωή, συγχρόνως δέχεται μήνυμα από τον πρώην της (ενώ τώρα είναι παντρεμένη με άλλον ο οποίος δεν της είναι κι αυτό που θα λέγαμε «πιστός») και μαζί με το μήνυμα και το βιβλίο που έγραψε, όπου η ηρωίδα το διαβάζει και βλέπουμε σε εικόνες την υπόθεση του και την εξέλιξη του με την ηρωίδα να παίζει μέσα στο εικονοποιούμενο μυθιστόρημα, όπως άλλωστε κι ο πρώην. Και ταυτοχρόνως να βλέπουμε και την προιστορία της σχέσης με τον πρώην…. Και όλα αυτά, να εξελίσσονται ταυτοχρόνως και παραλλήλως και να πεταγόμαστε από το ένα στο άλλο….
Κι ΟΜΩΣ… Με τη συμβολή ενός μεγαλειώδους ΜΟΝΤΑΖ, ενός μοντάζ που ΛΑΤΡΕΨΑ, ποτέ δεν μπερδευόμαστε, ξέρουμε ανα πάσαν στιγμήν που έχουμε μεταφερθεί…. Αντί να μας μπερδεύει, μας κεντρίζει με την εξέλιξη των ιστοριών και με το που θα το πάει, πως θα τους καταλήξει όλους αυτούς και πως θα τα οδηγήσει όλα αυτά, στο εξής απόλυτο ένα.
Η κατάληξη είναι το μεγάλο ΜΕΙΟΝ της ταινίας. Αν δεν με είχε συνεπάρει το φιλμ με τη γοητεία του, θα έγραφα πιο αυστηρά ότι το φινάλε είναι η καρδάρα με το γάλα. Μια κλωτσιά κι έχυσε ό,τι μάζευε.
Την ένσταση μου θα τη μαλακώσω λέγοντας ότι αυτό το ανοιχτό και ελλειπτικό φινάλε ταιριάζει με την ελλειπτικότητα της γραφής στο σενάριο και με την εύστοχη σκηνοθεσία που το κάνει σινεμά. Όμως δεν είναι εντάξει με τους θεατές του. Κι εδώ μου γεννιέται μια υποψία, μια ΕΝΤΥΠΩΣΗ, σαν να ήταν και λίγο εκ του πονηρού: Πως αυτό το φινάλε είναι και το σημείο τριβής, άρα και διαφήμισης (έστω κι αρνητικής) της ταινίας: Αφού όλοι θα προσπαθούν να εξηγήσουν «τι σημαίνει», «τι συμβαίνει». Προσωπικά, την απάντηση του τι συμβαίνει δεν τη θεωρώ δύσκολη, μάλλον απλή είναι σύμφωνα με το πώς έχει πάει το σενάριο. Όμως ο τρόπος με τον οποίο δείχνεται το κάνει να φαίνεται ορθάνοιχτο σε οποιαδήποτε αυθαίρετη ή βάσιμη ερμηνεία.
Η δουλειά με τους ηθοποιούς είναι εξαιρετική, όπως ήταν και στο «Ενας άντρας μόνος» που είχε στείλει τον Κόλιν Φερθ στην πεντάδα του Οσκαρ.
Ολοι οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί, ένας προς έναν.
Η ΕΙΜΥ ΑΝΤΑΜΣ , η οποία, δίπλα στα άλλα προσόντα της έχει κι ένα θείο δώρο που λέγεται ΦΩΝΗ-ΑΡΘΡΩΣΗ και που στο «ARRIVAL» μπόρεσε και βρήκε ένα διαρκή πνιγμένο λυγμό ώστε πάνω σε αυτό να χτίσει το ρόλο, εδώ βρίσκει ένα ψιθυριστό τρόπο ομιλίας , μια ομιλία που υποβοηθεί το μυστηριώδες και της δίνει πόντους. Πόντους που θα προσμετρηθούν στην ενίσχυση της ερμηνείας της στο «Arrival».
Ο ΤΖΕΙΚ ΤΖΙΛΕΝΧΑΑΛ στο ρόλο του πρώην αλλά και ήρωα του μυθιστορήματος, μου φάνηκε ωριμότερος από ποτέ, αρκετά εμπλουτισμένος ως ηθοποιός που σε προηγούμενα του έργα δεν τον έβλεπα έτσι. Τον έχει στηρίξει πολύ ο σκηνοθέτης και τον φωτίζει εξαιρετικά ο διευθυντής φωτογραφίας για αυτό που πρέπει να είναι και για τις φάσεις που αλλάζει.
Με τον ΜΑΙΚΛ ΣΑΝΟΝ και με τον ΑΑΡΟΝ ΤΕΥΛΟΡ ΤΖΟΝΣΟΝ συμβαίνει επίσης κάτι ενδιαφέρον αλλά και δύσκολο στο οποίο ο Φορντ τους έχει δώσει ωραία κατεύθυνση: Παίζουν «ανύπαρκτα» πρόσωπα, πρόσωπα του μυθιστορήματος που διαβάζει η ηρωίδα κι όχι της πραγματικής ζωής, και τους έχει βάλει να τα παίξουν σαν να ήταν πραγματικά, σαν να ήταν μέρος μιάς ρεαλιστικης ιστορίας, μολονότι εκ των πραγμάτων κι οι δύο ρόλοι έχουν μια δόση καρικατούρας ακριβώς λόγω του σεναρίου. Ο Σάνον είναι ο ρολίστας που πάντα θα αρέσει, ο Τέυλορ-Τζόνσον σαφώς και πήρε βραβείο προωθητικό , αυτό που λέμε «ΧΡΥΣΟΣΦΑΙΡΑΔΙΚΟ», όμως πετυχαίνει κάτι για το οποίο τον σημειώνω: Ουτε στιγμή δεν αφήνει να φανεί πως είναι ο ίδιος ηθοποιός με τον Κόμη Βρόσνκι του «Αννα Καρένινα» όπου για πρώτη φορά στα κινηματογραφικά χρονικά ο Καρένιν έβγαινε πιο θελκτικός από τον Βρόνσκι.. Και στα «περάσματα» έχει κάνει καλή δουλειά ο Φόρντ, τόσο με τον θυσιασμένο ΑΡΜΙ ΧΑΜΕΡ που παίζει τον τωρινό σύζυγο της Ανταμς όσο και με την ΛΟΡΑ ΛΙΝΕΥ που στο σύντομο πέρασμα της φτιάχνει μια υπέροχη μητέρα Ρεπουμπλικάνα!
Περιμένω να δω κι άλλες σκηνοθεσίες του Τομ Φορντ, να δω κι άλλα θέματα , γενικώς την πλεύση του. Εχει κινηματογραφική ματιά και γι αυτό με ενδιαφέρει.