Κι αυτό οφείλεται στο ότι ο Σκορσέζε δείχνει εδώ πως θέλησε να κάνει μια ταινία θρησκευτικού περιεχομένου πάνω στην έννοια ΠΙΣΤΗ περισσότερο και λιγότερο στη σιωπή του τίτλου. Μόνο που αυτά που λέει για την Πίστη τα επαναλαμβάνει με τον ίδιο τρόπο επί τρεις περίπου ώρες.
Δεν συνοδεύονται από δράση, δεν είναι κάτι σαν την «ΑΠΟΣΤΟΛΗ» του ΡΟΛΑΝΤ ΤΖΟΦΕ’, με την οποία συγγενεύει σε κάποιο βαθμό και μια και την ανέφερα, θα ήθελα να σημειώσω κάτι: Πως στις Κάννες του 1986 είχε τεθεί μέγα ζήτημα ανάμεσα στην «Αποστολή» και στην «ΘΥΣΙΑ» του ΑΝΤΡΕΙ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ και οι Κάννες, η κριτική επιτροπή δηλαδή, είχαν προτιμήσει να δώσουν τον «Χρυσό Φοίνικα» στην ταινία του Τζοφέ κι όχι στου Ταρκόφσκι. Με το αιτιολογικό ότι ο Ταρκόφσκι καθόταν και μιλούσε στην ταινία Περί Θρησκείας ενώ το άλλο φιλμ τα έκανε με κινηματογραφικούς όρους! Τα έδειχνε, τα μετέτρεπε σε δράση!
Στο κάτω-κάτω, όμως, ο Ταρκόφσκι ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος του κινηματογράφου, περισσότερο φιλόσοφος και λιγότερο σκηνοθέτης με την παραδεκτή έννοια. Ηταν όμως το είδος του, η πατέντα του, η υπογραφή του η τέχνη του, η φιλοσοφία του. Όπως κι ο Καρλ Ντράγερ. Συνεπώς εκεί πέρα όλα ακολουθούσαν μια συγκεκριμένη γραμμή, μια συγκεκριμένη οδό.
Εδώ ο Σκορσέζε είναι σαν να θέλει να κάνει ταινία θρησκευτικής πίστης αλα Ταρκόφσκι αλλά δεν έχει καμία σχέση ο κινηματογράφος του με αυτό ώστε να ακολουθήσει ανάλογη γραμμή και να πιάσει τον θεατή που πάει πληροφορημένος.
Η ταινία έχει όλα τα προσόντα μιάς παραγωγής Σκορσέζε , την αισθητική φωτογραφία του ΡΟΝΤΡΙΓΚΟ ΠΙΕΤΡΟ, τη σκηνογραφία του ΝΤΑΝΤΕ ΦΕΡΕΤΙ ( ο οποίος υπογράφει και τα κοστούμια ως λογική συνέχεια της σκηνογραφικής επιλογής) κι όλα όσα συντελούν σε «Σκορσέζε» υπογραφή , μόνο που μένουν όλα ΑΝΕΝΕΡΓΑ. Λειτουργούν μόνο ως «πλαίσιο».
Κι αρχίζει μια κουβέντα περί Πίστεως που ποτέ δεν πάει παρακάτω, που μονίμως επαναλαμβάνονται τα ίδια.
Παρόλο ότι όλα γίνονται με άκρα σοβαρότητα και με εμμονή στο στόχο μιάς θρησκευτικής-φιλοσοφικής ταινίας.
Οσοι έχουν απομείνει από το παλιό κύκλωμα του Σκορσέζε auteur έχουν αποδυθεί προκαταβολικά και διαφημιστικά σε μια εκστρατεία υπεράσπισης πως εδώ κάνει τιμητικό αφιέρωμα στον… ΑΚΙΡΑ ΚΟΥΡΟΣΑΒΑ. Το πάνε κατά εκεί δηλαδή. Επειδή το έργο διαδραματίζεται στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα, σε ένα άγνωστο κεφάλαιο στους πολλούς μη μεμυημένους, των Χριστιανών ιεραποστόλων που αφανίστηκαν από τους Ιάπωνες.
Κι αυτό να ισχύει, που κανείς δεν είναι βέβαιος ποτέ για τις προθέσεις ενός σκηνοθέτη κι ενός δημιουργού γενικότερα, το έργο είναι που δικαιώνει τα πάντα, το τελικό αποτέλεσμα.
Συνεπώς αυτό περί Κουροσάβα μου φάνηκε κινηματογραφικά άκυρο όσο κι αν γεωγραφικά συγγενεύει αλλά και «σκορσεζικά» συνορεύει με τις επιθυμίες του δημιουργού: Διότι ο Σκορσέζε είναι ένας από τους πιο καταρτισμένους στο σινεμά και στα έργα του σκηνοθέτες παγκοσμίως κι έχω πεί κάποτε ότι θα μπορούσε να ήταν και πολύ καλός κριτικός. Με την έννοια ότι παίζει τα είδη στα δάκτυλα, τους κανόνες τους κατέχει απέξω κι ανακατωτά, ξέρει πολύ καλά ποιο είναι το σινεμά του Κουροσάβα όπως και ποιο ήταν του Βισκόντι ή του Γουίλιαμ Γουάιλερ αν θελήσουμε να δεχτούμε ότι στα «Χρόνια της αθωότητας» είχε προσπαθήσει να παντρέψει τον «Γατόπαρδο» προβάλλοντας την αισθητική της αριστοκρατίας με τα σκεύη και τα τραπεζομάντηλα και τα κοστούμια με την «Κληρονόμο» και τα συναισθηματικά δράματα αυτών των ανθρώπων.. Όπως επίσης και την γκανγκστερική φιλμογραφία της «Warner» που ήταν κι αυτή η οποία του χάρισε το Οσκαρ στον «ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΗ» ,πως πήγε την παράδοση του ’30 και του ‘40 στον 21ο αιώνα!
Το να τα ξέρεις όμως καλά δεν σημαίνει ότι τα κάνεις πάντα εξίσου καλά, από την κατάρτιση ως την δημιουργία , μεσολαβούν πολλά.
Του αναγνωρίζω πάντως στην «Σιωπή» ότι ως σκηνοθέτης κράτησε το πλαίσιο του αλλά σεβάστηκε και το διαφορετικό θέμα του και θέλησε να τηρήσει συνέπεια ως προς το δεύτερο. Για αυτό και το σκηνοθετικό μέρος του εγχειρήματος του το αφήνω άθικτο, έχουμε καλοσκηνοθετημένη ταινία αλλά μας κουράζει, μας φέρνει πλήξη, δεν την απολαμβάνουμε.
Κι οι ρόλοι ακόμα θυσιάζονται διότι από τα στόματα τους επαναλαμβάνονται οι ίδιες και παρόμοιες κουβέντες ξανά και ξανά, ως φορείς ιδεών, ακόμα ,κι όταν υπεισέρχεται το ανθρώπινο στοιχείο που κι αυτό όμως μένει προσκολλημένο στο φιλοσοφικό προσανατολισμό της ταινίας.
Ο ΛΙΑΜ ΝΗΣΟΝ στο σχετικά μικρό ρόλο του μου άρεσε πιο πολύ από όλους, βγήκε μπροστά ο άνθρωπος κι υπήρξαν κάποιες εναλλαγές του ήρωα στο χτες και στο τώρα του.
Ο ΑΝΤΡΙΟΥ ΓΚΑΡΦΗΛΝΤ δεν με ενθουσίασε όσο στον «ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ» του Μέλ Γκίμπσον, εδώ ο Σκορσέζε τον έχει βάλει σε πιο γαλήνιες καταστάσεις λόγω ιερατικής-ιεραποστολικής ιδιότητας κι ο Γκάρφηλντ, όπως διαπιστώνω, δεν έχει το εκτόπισμα να βγαίνει μπροστά όταν ο ρόλος δεν είναι αρκετός. Ενώ στον «Αντιρρησία…» μεγαλούργησε. Ακριβώς επειδή είναι, τελικά, καλός, όπως αποδεικνύεται, δραματικός ηθοποιός. Εχει δραματικό ταλέντο. Δεν έχει το «γκελ». Και στη «Σιωπή», όταν έχει δραματικές σκηνές να παίξει, είναι υπέροχος. Όταν σιωπά, κάπου χάνει