Παρά τον φόρτο εργασίας αυτής της περιόδου, με τον Φεβρουάριο να είναι πάντα για τον γράφοντα ο πιο απαιτητικός μήνας του χρόνου, είπα να κάνω ένα διάλειμμα από το σινεμά κι από τα Οσκαρ , να πάω να δω την παράσταση κι η παράσταση είναι που με εξαναγκάζει να γράψω δύο οφειλόμενα λόγια.
Στην παράσταση πήγα για την ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΠΕΜΠΕΔΕΛΗ, επειδή είναι η μόνη ηθοποιός που την έχω συγκρίνει με την Κατίνα Παξινού όταν την είχα δει στη «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη και την έχω δει και πλήθος φορές, πριν και μετά.
Πήγα διότι είναι αυτή τη στιγμή η ΚΟΡΥΦΑΙΑ και δεν υπάρχουν άλλες, τέτοιου διαμετρήματος.
Το μέγεθος το έδειξε σε όλη την παράσταση, σε αυτό που επωμίστηκε και που είχε ως αποτέλεσμα να μαγέψει το κοινό.
Ναι, ο,τιδήποτε έχει να κάνει με τη Σμύρνη αποδεικνύεται πάντα ελκυστικό. Είναι η ανοιχτή πληγή μας, ήρθαν 2 εκατομμύρια από τη Μικρά Ασία, το 1922, γέννησαν παιδιά κι εγγόνια και δισέγγονα, άρα είμαστε πολλοί από εκεί, ένα πρόθυμο κοινό πάντα να συγκινηθεί με κάτι που αφορά σε εκείνα τα μέρη.
Η ΦΙΛΙΩ ΧΑΙΔΕΜΕΝΟΥ είναι υπαρκτό πρόσωπο, ήρθε από εκεί, κράτησε μέχρι τέλους ζωντανό το μικρασιάτικο πνεύμα, τη θυμάμαι να δίνει συνεντεύξεις στην τηλεόραση, υπεραιωνόβια πιά κι έμαθα πως έφυγε από αυτό τον κόσμο λίγο πριν κλείσει τα 108 χρόνια της.
Το έργο, το κείμενο, δεν θα έλεγα ότι είναι ένα «μεγάλο» έργο, ένα μεγάλο κείμενο. Είναι όμως ένα κείμενο μνήμης και συναισθήματος, μια αφήγηση που με ένα έξυπνο τρόπο την διανθίζουν διαρκώς καθώς εκτυλίσσονται στο βάθος σκηνές που περιγράφει η ηρωίδα ώστε να σπάει η μονοτονία κι υπάρχει και το ευφυές εύρημα με τη σχεδόν διαρκή παρουσία στη σκηνή του ΖΑΧΑΡΙΑ ΚΑΡΟΥΝΗ, ο οποίος γίνεται κάτι σαν «αντιφωνητής» της Χαιδεμένου, σαν να της σχολιάζει τα λόγια, σαν να της υπενθυμίζει τα πριν, σαν να της προλέγει τα μετά και κυρίως να της τραγουδάει, να αναδύει μέσα από αυτήν και γύρω από αυτήν τους καημούς της Σμύρνης, που είναι κι αυτοί οι καημοί ένα διαρκές τραγούδι. Ο Καρούνης διαθέτει εκπληκτική φωνή αλλά και σκηνική παρουσία και φτιάχνει με την Μπεμπεδέλη δίδυμο σκηνικό αφήνοντας της φυσικά- αυτό έλειπε!- το παιχνίδι δικό της.
Κι έρχομαι σε αυτήν. Η οποία ανήκει στη στόφα των μεγάλων ηθοποιών, των μεγάλων θεατρίνων, σε εκείνες που ηλεκτρίζουν όταν βρίσκονται πάνω στη σκηνή, που απλώνουν τη μαγεία τους στο κοινό και το νανουρίζουν άλλοτε, το μεθάνε κάποτε, το χειρίζονται, το ηρεμούν, το συγκινούν, το ξεσηκώνουν.
Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη καταρχήν με το που εμφανίζεται στη σκηνή , με τον τρόπο που βγαίνει κι έτσι ‘οπως εμφανίζεται, σου διαπερνά ρίγος. Το προσωπικό μου ρίγος ήταν ότι την είδα να είναι ολόιδια η γιαγιά μου, η γιαγιά η Γεωργία, που ήταν από εκεί. Η αδερφή μου που τό είδε μου έκανε ακριβώς το ίδιο σχόλιο. Σχόλιο ακριβώς ΤΟ ΙΔΙΟ έκαναν και δύο φίλοι που ήμαστε παρέα στην παράσταση. Ο καθένας είπε ότι είναι ίδια η γιαγιά του. Και στο διάλειμμα που βγήκαμε στο «φουαγιέ» όλοι γύρω μου (μιλάμε για βράδυ που το θέατρο ήταν ΚΑΤΑΜΕΣΤΟ- αν και μου λένε ότι κάθε βράδυ το ίδιο συμβαίνει) έλεγαν ότι είναι ολόιδια η γιαγιά τους!!!
ΑΥΤΟ ΘΕΩΡΩ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΙΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΗΣ, του πως έφτιαξε το ρόλο της. Έκανε ένα ολόκληρο κοινό να νομίζει ότι βλέπει στη σκηνή τη γιαγιά του. Με αυτό τον τρόπο πλησίασε την «Χαιδεμένου» η Μπεμπεδέλη και την «ΖΩΝΤΑΝΕΨΕ» πάνω στη σκηνή.
Την έκανε καταρχάς ΓΙΑΓΙΑ. Την έπαιξε ως γιαγιά, ως γιαγιά Σμυρνιά, με τα ιδιαίτερα της, κι όχι τα γραφικά της. Δεν είπε τα «ιβί λολάδες» και «α τσι τσι πιάσω α τσι τσι κόψω», τίποτε γραφικό δεν έβαλε. Εβαλε όμως, το κουρασμένο σώμα, έβαλε την περηφάνια όταν έρχονταν τα δύσκολα (και για εκείνη τη γενιά Σμυρναίων δεν ήρθε ποτέ άσπρη μέρα εδώ που τα λέμε… .ίσως μόνο κατά τα γεράματα), της έβαλε το χαριτωμένο στοιχείο που είχαν αυτές οι Σμυρνιές, της έβαλε την ενζενίστικη πονηριά όταν ήθελαν να φέρουν τούμπα τον άντρα τους και να περάσει το δικό τους με χάρη κι ελαφράδα, και συγχρόνως την πέρναγε από το ένα συναίσθημα στο άλλο, από τη μια ηλικία στην άλλη, μέσα από ερμηνεία κι όχι από εξωτερικούς παράγοντες. Η «Φιλιώ Χαιδεμένου» ήταν εκεί, στην ηλικία που τη «γνωρίσαμε» όλοι κι αφηγείτο τη ζωή της. Ε κάθε αφήγηση έβαζε και το χρώμα του χρόνου στον οποίο μας μετέφερε.
Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη είχε μεταβάλει τη Φιλιώ Χαιδεμένου σε γιαγιά όλων μας, την είχε μεταβάλει ουσιαστικά σε Σμύρνη και για μας , για όλους εμάς, τι είναι πλέον η Σμύρνη; Η ΓΙΑΓΙΑ ΟΛΩΝ ΜΑΣ.
Αυτό είναι το επίτευγμα της, χάρη σε αυτό μεγαλουργεί, κι όλοι του Κέντρου «Ιωνία» (αν κάνω λάθος, διορθώστε με) που σκέφτηκαν αυτό το βίωμα να το κάνουν θέατρο αξίζουν συγχαρητήρια κυρίως για την επιλογή τους.
Αυτό είναι το ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΜΑ της ΜΠΕΜΠΕΔΕΛΗ.