Αρχίζω, όμως, με αυτά τα δύο στα οποία θα αναφερθώ σήμερα, και στα οποία το ένστικτο ήταν που με έσπρωξε και τίποτε άλλο. Διότι αν δεν έχεις καλή σχέση με το ένστικτο, σε τούτο το χαώδες πρόγραμμα αναρωτιέμαι πως αλλιώς ανταποκρίνεσαι;
Πράγματι υπάρχουν απεριόριστα προγράμματα κι επειδή το ντοκυμαντέρ είναι μια κινηματογραφική κατηγορία που δεν γνωρίζει από θεματικά όρια, η ποικιλία κι η επιλογή συναποτελούν μιάς μορφής ρίσκο.
Είδα λοιπόν δύο τα οποία έκανε παραγωγή η ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ (το Ιδρυμα Ωνάση- γα να μην μπερδεύεται ο κόσμος με τόσους φορείς που έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς) τα οποία μου κίνησαν την περιέργεια. ΚΙ όταν είδα ότι τα παρακολουθούσε κι ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ που είναι ταυτισμένος με το θέατρο, έχει μια λόξα με το αντικείμενο, είναι η ζωή του, λέω στον εαυτό μου «μάλλον καλά πέσαμε».
Το πρώτο ήταν πολύ ιδιαίτερο. Το δεύτερο ήταν πιο βατό αλλά για τους θεατρολάγνους ένα δώρο από εκείνα που είναι μόνο γι αυτούς.
Δεν θα σταθώ στο πόσο μου άρεσαν όσο στο με τι καταπιάστηκαν , το οποίο μου είναι πιο σημαντικό όταν πρόκειται για τέτοιες περιπτώσεις. Και το γεγονός ότι χρηματοδοτούνται από ένα Ιδρυμα , ντοκυμαντέρ με πολιτιστικό-πολιτισμικό περιεχόμενο ή δίνονται χρήματα σε σκηνοθέτες- ντοκυμαντερίστες για να κάνουν με τους συνεργάτες τους, με το επιτελείο τους, δουλειές γύρω από το θέατρο ή γύρω έστω από «δρώμενα», λέει επίσης πολλά.
Το πρώτο λοιπόν είχε τίτλο «Χ APARTMENTS». Σκηνοθέτης είναι ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΚΟΣ. Ουσιαστικά όλο το επιτελείο με το οποίο συνεργάζεται μοιάζει σαν να ..συν-σκηνοθετεί. Τι ήταν αυτό ακριβώς; Διότι είναι κάτι πολύ σύνθετο και δεν έχω καταλήξει αν αντικειμενικά είναι αυτή η ίδια η ταινία που σε κεντρίζει ή μήπως το θέμα, το ΓΕΓΟΝΟΣ, ή μήπως οι δεύτερες σκέψεις που σου γεννά είναι το πιο σημαντικό στοιχείο. Το να σου γεννά μια ταινία θέματος δευτερεύουσες ή δευτερογενείς σκέψεις, το κρίνω ως πολύ ζωτικής σημασίας.
Αυτό το «Xapartments» στον προφορικό λόγο «ακούγεται «Εx apartments». Περιλαμβάνει και τον Αγνωστο Χ, όπως γράφεται, αλλά και το «πρώην» όπως ακούγεται. Κι είναι και τα δύο. Αφορά σε μια βόλτα σε περιοχές της Αθήνας που άλλαξαν ριζικά στα τελευταία χρόνια, κυρίως με το μεταναστευτικό και το προσφυγικό αλλά και με την εγκατάλειψη κάποιων κατοίκων ή ενοίκων των διαμερισμάτων για τα οποία θα μιλήσουμε, οι οποίοι, όπως επισημαίνει ένας σχολιαστής στο ντοκυμαντέρ, εγκατέλειψαν αυτά τα σπίτια και μετακινήθηκαν βορειότερα ή νοτιότερα. Δηλαδή, σε κάποιες περιοχές, βρέθηκαν τα σπίτια άδεια προ πολλού .Η κάμερα ταξιδεύει σε περιοχές όπως η Κυψέλη κι ο Κολωνός κατά βάση αλλά κι η Πλατεία Αμερικής,ή η Πλατεία Αττικής ίσως και γύρω από τη Βικτώρια και δείχνει εγκαταλειμμένα διαμερίσματα που σαπίζουν , που έχουν εγκαταλειφθεί, που κανείς δεν νοιάζεται γι αυτά. Συγχρόνως, δείχνει μια ομάδα πολιτιστικής δράσης που πηγαίνει σε τέτοια σπίτια και στήνει ή εξ αρχής σκηνικό ή μπαίνει σε αυτά ενώ κατοικούνται, και τα μέλη της ομάδας, που περιλαμβάνει και ξένους, στήνουν performance ή δρώμενα. Με αυτό τον τρόπο εισχωρούν στη ΜΝΗΜΗ των κτιρίων και φτιάχνουν μνήμες εκ νέου. Δι αυτού του τρόπου κι έμμεσα αλλά πολύ ουσιαστικά δηλώνουν αφενός την βαθιά αλλαγή που έχει συντελεστεί στην Αθήνα μα συγχρόνως δηλώνουν και την αναγκαιότητα υποκατάστασης της μνήμης από μία καινούργια. Κι έτσι ενώ στο βάθος μπορεί να φαίνεται ως θέμα ότι είναι το προσφυγικό, επί της ουσίας γίνεται μια βαθιά κατάθεση πάνω στο προσφυγικό, χωρίς αυτό επισήμως να αναφέρεται, χωρίς να είναι το άμεσο αντικείμενο αλλά μοιάζει να είναι. Κι αν δεν είναι το άμεσο, είναι το υπόβαθρο στο οποίο το ντοκυμαντέρ στηρίζεται. Όπως και στην παρέμβαση της Τέχνης, χωρίς φραγμούς και όρια. Κι οι σκέψεις που σου γεννά δεν είναι μόνο γύρω από το προσφυγικό με τη στενή έννοια αλλά είναι και γύρω από την Τέχνη, ότι τελικά Τέχνη υπάρχει όπου υπάρχει και Ζωή καθώς επίσης κι ότι η πορεία προς μια καινούργια διαδρομή της Ιστορίας έχει ξεκινήσει, ότι υπάρχει μια εντελώς καινούργια πραγματικότητα. Και συνήθως ή σύμφωνα με τους νόμους της Φυσικής, όταν ξεκινήσει κάτι, δύσκολα γυρίζει πίσω.
Αυτές είναι οι «δευτερεύουσες» σκέψεις που πήρα μαζί μου φεύγοντας από το ντοκυμαντέρ και τις θεωρώ πιο σημαντικές για να γράψω από το να έγραφα «ωσανά εν τοις Υψίστοις» για κάτι που μου άρεσε.
Το δεύτερο με τίτλο «Ο ΑΚΥΛΛΑΣ ΚΑΡΑΖΗΣΗΣ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΝ ΧΟΡΒΑΤ ΜΕ ΠΙΣΤΗ, ΑΓΑΠΗ, ΕΛΠΙΔΑ» είναι αμιγώς θεατρικού ενδιαφέροντος, το συνυπογράφουν η ΑΠΟΣΤΟΛΙΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ κι ο ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗΣ. Οποιος ενδιαφέρεται για το θέατρο , για το παρασκήνιο (και δεν εννοώ το κουτσομπολιό αλλά την προετοιμασία ανεβάσματος ενός έργου), για τις πρόβες του και για το πώς κάποτε φτάνει στην παράσταση, δεν έχει καλύτερο. Φαντάζομαι. Μετά την προβολή κάτι φίλοι από δω, κάτι γνωστοί από εκεί, χαθήκαμε με τον Σαρηγιάννη και δεν τον ρώτησα, όμως τον παρακολουθούσα πως κοίταζε: καρφωμένος. Είναι αδιαμφισβήτητα ενδιαφέρον από αυτή την άποψη, το πώς ο Ακύλλας Καραζήσης, καλός και γοητευτικός ηθοποιός και σκηνοθέτης(το γοητευτικός δεν το βάζω τυχαία- οι σκηνοθέτες του προβάλλουν με κοντινά πλάνα πολλές από τις εκφράσεις του όταν διδάσκει μια σκηνή, όταν την επεξηγεί, όταν αναφέρεται σε σκέψεις του και σε διλήμματα του, τον έχουν σαν σταρ) ετοίμαζε το ανέβασμα του έργου του Εντεν Φον Χορβατ «Αγάπη, πίστη ελπίδα» με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Σκουλά. Οι σκέψεις του για το έργο, ο παραλληλισμός με την εποχή που γράφτηκε (1907;), η πολιτική «παρέμβαση» αλλά κι ανάδειξη του κειμένου, η αποδέσμευση από το κείμενο αλλά κι η προσήλωση σε αυτό, ο τρόπος διδασκαλίας, η κατανόηση της γερμανικής κουλτούρας της οποίας δείχνει γερός κάτοχος… μην περιμένετε καυγάδες ηθοποιών ή εκνευρισμούς στα παρασκήνια και στις πρόβες, ο στόχος είναι καθαρά πνευματικός- η κατάληξη στο να μεταβληθεί όλη αυτή η προετοιμασία σε παράσταση. Θυμήθηκα μια κουβέντα που μου είχε πει κάποτε η ΒΕΡΑ ΖΑΒΙΤΣΙΑΝΟΥ: Ότι αυτό που της είχε μείνει από τη συνεργασία με τον Κάρολο Κουν στα χρόνια που συμμετείχε στο Θέατρο Τέχνης πως πιο πολύ κι από τις ίδιες τις παραστάσεις της είχε μείνει βαθιά χαραγμένη μέσα της Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΒΑΣ.