Η απώλεια του επισημοποιεί τον κύκλο που έκλεισε. Ειλικρινά, δεν είχα διάθεση να γράψω κάτι , από την άλλη δεν ήθελα να λείπει από το PANTIMO.GR μια τέτοια ΑΠΩΛΕΙΑ. Παρόλο ότι είχε σταματήσει να κάνει έργα.
Θα πω λοιπόν μόνο δυό-τρεις κουβέντες διότι στην περίπτωση του Φόρμαν όπως κι όλων των μεγάλων σκηνοθετών, υπάρχουν τα έργα, υπάρχουν οι τίτλοι κι αυτά είναι που δικαιώνουν και κάνουν ένα όνομα ΑΘΑΝΑΤΟ. Αν και δεν είμαι τόσο των «ονομάτων» όσο των τίτλων.
Ο ΜΙΛΟΣ ΦΟΡΜΑΝ είναι ο ορισμός του ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ, ο οποίος δεν βγήκε στο σινεμά να μιλήσει για τον εαυτό του αλλά για να δείξει (κι όχι να πει- μια και δεν ήταν σεναριογράφος) ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Ετσι συνήθιζε άλλωστε να αποκαλεί τον εαυτό του: Αφηγητή ιστοριών, του άρεσαν οι ιστορίες.
Αυτό έκανε κι όσο ζούσε και δημιουργούσε στην πατρίδα του την τότε ΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΑ, το ίδιο συνέχισε κι όταν κατέφυγε στην Αμερική μετά την Ανοιξη της Πράγας και την εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Και στην Τσεχοσλοβακία ιστορίες έδειχνε, και δύο από αυτές έβγαλαν ταινίες που έφτασαν μέχρι την πεντάδα του Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, το «ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΜΙΑΣ ΞΑΝΘΙΑΣ» και το «ΦΩΤΙΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΕΣ». Οπου δεν κέρδισε για καμιά από τις δύο. Ποια ήταν η «σκηνοθεσία» του Φόρμαν; Εκείνη η λεπταίσθητη ειρωνεία με την οποία διαπότιζε τις ταινίες, με την οποία κατεύθυνε τους ηθοποιούς κι έφερνε από την «Ανατολική» (αν και γεωγραφικά Κεντρική) Ευρώπη ένα φρέσκο αέρα ο οποίος φυσούσε στη δεκαετία ’60 πάνω από τα σύννεφα όλων των χωρών.
Μόο που αυτή η λεπταίσθητη ειρωνεία έκρυβε πίσω της πολλά ακόμα πράγματα. Περιλάμβανε άποψη πάνω στο casting, περιλάμβανε και γνώση, περιλάμβανε και το μεγαλείο και στην Αμερική του δόθηκε η δυνατότητα να τα κάνει πράξη και να τα βάλει και σε μεγάλες παραγωγές. Γι αυτό και στις ελάχιστες ταινίες που γύρισε κατάφερε να αναδείξει πρόσωπα που ως τότε σχεδόν δεν υπήρχαν ή κατάφερε να αναδείξει στην πρώτη σειρά ονόματα καθιερωμένα.
Γι αυτό και βλέπουμε εκείνη την έκρηξη μεγαλείου στο «ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ», που είχε τόσο πολύ να κάνει με τη λεπτή ειρωνεία μέσα από την οποία επέλεξε cast αγνώστων και τους έδωσε τους ρόλους του Σαλιέρι και του Μότσαρτ, τον ΜΑΡΕΪ ΕΪΜΠΡΑΧΑΜ που πήρε και το Οσκαρ και τον ΤΟΜ ΧΑΛΣ που το έχασε από τον συμπρωταγωνιστή του. Και να σκεφτεί κανείς πως αυτό το έργο του ΠΗΤΕΡ ΣΑΦΕΡ, στο θέατρο κυνηγούν να το παίξουν διασημότητες, θεωρείται κάτι σαν τον «ΜΠΕΚΕΤ» που διαθέτει δύο πρωταγωνιστικές ρολάρες. Ο Φόρμαν με την επιλογή του cast είχε κερδίσει τη μισή σκηνοθεσία. Η ειρωνεία η δική του ακούμπησε και την ειρωνεία του Σάφερ και φτάσαμε σε εκείνη την αποθέωση, η οποία γινόταν κι εικαστική κι ηχητική….
Πριν από αυτό, είχε πετύχει κάτι άλλο: Την λεπταίσθητη ειρωνεία δραματικών τόνων στη «ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥ» όπου την πέρασε στο ασύλληπτο cast που είχε επιλέξει για τους τρόφιμους του ψυχιατρικού καταστήματος. Και για την επιλογή της «κακιάς» στο πρόσωπο της πανάγνωστης ΛΟΥΙΖ ΦΛΕΤΣΕΡ που τη μετέβαλε σε Οσκαρούχα απέναντι στον ΤΖΑΚ ΝΙΚΟΛΣΟΝ τον οποίο εκτόξευσε στα ουράνια.
Τα δύο αυτά φιλμ που κοσμούν με χρυσά γράμματα την ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΥ ήταν τα δύο ΟΣΚΑΡ στην Αμερική του ΜΙΛΟΣ ΦΟΡΜΑΝ. Κι ήταν και τα δύο από θεατρικά έργα. Η «Φωλιά του κούκου» από ένα ημι-ασήμαντο που μετά την ταινία κατέληξε αν όχι σε σημαντικόσίγουρα πάντως σε περιζήτητο, το «Αμαντέους» από ένα δοξασμένο. Δύο διαφορετικές ταινίες. Με κοινό παρονομαστή τη μεγάλη σκηνοθετική υπογραφή, όπου η προσωπικότητα συνταντά τα είδη.
Όμως και το υπόλοιπο ρεπερτόριο του , αν και κοσμείται από εμπορικές αποτυχίες ή ημια-αποτυχίες, η «ΦΥΓΗ», το «HAIR» αλλά και το θαυμάσιο «RAGTIME» είναι γεμάτα ψήγματα της μεγαλοφυίας του, ακόμα κι ο «VALMONT» που είχε την ατυχία να βγεί ακριβώς ένα χρόνο μετά τις «ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ» και το κακό timing απέβη εις βάρος της ταινίας του Φόρμαν.
Ξαναβρήκε τα γράδα του στην «ΥΠΟΘΕΣΗ ΛΑΡΥ ΦΛΥΝΤ» που ήταν κι η tρίτη σκηνοθετική υποψηφιότητα για Οσκαρ (κι η άτυχη) όπου έδωσε διαστάσεις αντιαπαγορευτικού έπους σε ένα πορνο-εκδότη τον οποίο ηρωοποίησε με την ίδια λεπταίσθητη ειρωνεία κι ανέδειξε κι εδώ πρωταγωνιστή, τον ΓΟΥΝΤΥ ΧΑΡΕΛΣΟΝ.
Ο «ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ» δεν του βγήκε , παρουσίαζε τα πρώτα σημάδια κόπωσης και χάθηκε οριστά στα «ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΚΟΓΙΑ» , μόνο που και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν σημεία είτε για θαυμασμό είτε για γοητευτική αποκοίμιση.
Ολες του οι ταινίες έχουν τη γοητεία τους, όλες μα όλες αλλά θα μείνουμε στις ναυαρχίδες που είναι η «ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥ» και το «ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ». Με δύο τέτοιες ταινίες σίγουρα το πέρασμα ΣΟΥ από τον χώρο του Κινηματογράφου δεν ήταν ούτε τυχαίο ούτε μάταιο. Μα τα δείγματα είχαν φανεί από το ξεκίνημα, από τα πρώτα νιάτα, με το «ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΟΛΑ» κι ύστερα με τους «ΕΡΩΤΕΣ ΜΙΑΣ ΞΑΝΘΙΑΣ».. Με τέτοια ξεκινήματα ήρθε κι η ανάλογη πρόοδος.
Τι άλλο να πω για τον Φόρμαν; Οποτε τον σκέφτομαι θα βάζω και θα βλέπω κάποια από τις ταινίες του κι όλο και κάτι καινούργιο θα έχω να παρατηρώ και να μαθαίνω και το μόνο βέβαιο είναι πως θα περνάω καλά, ότι, πάνω από όλα, θα ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ.
Τι να πουν τα λόγια…
ΚΙ Ο ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΤΑΒΙΑΝΙ
Εδώ δυσκολεύομαι να μιλήσω διότι έφυγε το ένα σκέλος ενός καθιερωμένου διδύμου.Ο Βιττόριο ήταν ένα πράγμα με τον Πάολο και το μυαλό μου αυτή τη στιγμή τρέχει στον Πάολο. Κι εδώ, τίτλοι θα δικαιώνουν την ύπαρξη, κι όχι η θεωρία του auteur ήτοι το «ΑΛΛΟΖΑΝΦΑΝ», το «ΠΑΤΕΡΑΣ ΑΦΕΝΤΗΣ», το «ΧΑΟΣ», το «Ο ΚΑΙΣΑΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ», όπως κι εδώ υπάρχει μια αποτυχιάρα αλλά απίστευτης γοητείας , το «ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ», όπως υπάρχουν κι ενδιάμεσα σαν το «ΛΙΒΑΔΙ» που το έχουν ξεχάσει πολλοί κι εκεί είχαμε δει μια υπέροχη σε ομορφιά και παρουσία ΙΖΑΜΠΕΛΑ ΡΟΣΕΛΙΝΙ… Τέλος πάντων, εδώ ζει ο Πάολο, τα έργα είναι κοινά, κλαίω πιο πολύ τον ζωντανό Πάολο από τον μεταστάντα Βιττόριο. Δυσκολεύομαι να γράψω διότι δεν πέθαναν κι οι δύο και …μπλοκάρομαι. Ωστόσο, ως κοινό έργο έχω να πω ότι υπηρέτησαν το προσωπικό τους κινηματογραφικό όραμα που ήταν αριστερό, στρατευμένο, με θέση και συνέπεια ως το τέλος κι ότι το έκαναν με τους όρους της Τέχνης κι όχι της προπαγάνδας. Το όραμα τους και τις θέσεις τους τα έκαναν σινεμά. Κι ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ για τους δύο αυτούς αδελφούς είναι ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΣ. Κι η ΕΚΤΙΜΗΣΗ προς αυτούς και το έργο τους, ΑΛΛΗ ΤΟΣΗ!!!!!!!!!!!