Και φυσικά ξεκινάμε από το σενάριο, μόνο που κι η σκηνοθεσία το ακολουθεί με κινηματογραφική όρεξη, με παρόν το μοντάζ στην προώθηση και την ολοκλήρωση και με την τελική επιτυχία να σε συνεπαίρνει παρά το γεγονός ότι από την ίδια τη φύση του το έργο θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει αποσπασματικό και να βαρεθούμε τη βαλκανική, κινηματογραφική ζωή μας.
Κι όμως αντί να πλήξει, συνεπήρε!
Θα μπορούσε να καταλήξει αποσπασματικό διότι, κατά την εξέλιξη, βλέπουμε ότι αφορά σε ιστορίες ταξιτζήδων της νυχτερινής βάρδιας στη Σόφια.
Όμως βάζω τη φράση-κλειδί : «κατά την εξέλιξη»
Ο άνθρωπος που το έκανε , ο ΣΤΕΦΑΝ ΚΟΜΑΝΤΑΡΕΦ, ο οποίος για το σενάριο έχει και συνεργάτη, δείχνει τρομερά μελετημένος πάνω στα σενάρια, στην αφήγηση, στην δραματική οικονομία, στα είδη. Και τα έβαλε όλα σε μια σειρά, θέλοντας κάτι να πει, και κάνοντας και τον θεατή συμμέτοχο, εξού και το συστήνεις με άνεση σε θεατές να πάνε να το δουν.
Το ξεκίνημα της ταινίας μου θύμισε , ως τρόπο γραφής, το «Απιστίες κι αμαρτίες» (Crimes and misdemeanors) του Γούντυ Αλλεν, όπου κατά το ξεκίνημα της ταινίας νομίζαμε ότι κεντρικός ήρωας στο σενάριο θα ήταν ο Μάρτιν Λαντάου αφού μέναμε με την (ψευδ)αίσθηση πως το έργο επικεντρώνεται πάνω του. «Κατά την εξέλιξη», όμως, διαπιστώναμε κι εκεί πως εισχωρούσαν στην ιστορία κι άλλα πρόσωπα κι ότι ο Λαντάου ήταν μέρος ενός όλου.
Αυτή η αναφορά σφηνώθηκε στο μυαλό μου σε τούτη την ταινία η οποία ξεκινά με ένα ταξιτζή σε ημερήσιο πλάνο, δεν τον καλύπτει ο ελληνικός τίτλος περί νύχτας (καλύπτει όλους τους υπόλοιπους) με τον οποίο ασχολείται ιδιαιτέρως η εισαγωγή , με τους εκβιασμούς των τραπεζιτών, τα νεύρα που δεν τον αφήνουν να ησυχάσει καθώς ετοιμάζονται να τον πετάξουν στο δρόμο, με την έφηβη κόρη που τη συνοδεύει στ σχολείο, με τη συνομήλικη κοπελίτσα που την παραλαμβάνει από το ίδιο σχολείο κι αντί να την πάει στη γιαγιά της όπως εκείνη του δήλωσε ως κατεπείγον, την βλέπει να αλλάζει ρούχα μέσα στο ταξί και να πηγαίνει σε ξενοδοχείο για βίζιτα. Κι ύστερα την εξέλιξη της κατάστασης του συγκεκριμένου ταξιτζή.
Και μετά , εμφανίζεται άλλος ταξιτζής, και περιμένουμε να δούμε πως θα μπεί στην ιστορία του πρώτου.. Και παρακάτω κι άλλος… Σιγά - σιγά το σενάριο μας βάζει στο νόημα του τι θα δούμε κι αυτό που βλέπουμε είναι ένα βουλγαρικό «CRASH» αλλά καμωμένο με την τεχνική των ανεξάρτητων «σκετς» της ιταλικής σχολής, όπου ναι μεν μπορεί η μία ιστορία να μην παρεμβαίνει στην άλλη, όμως, -κι εδώ φαίνεται το εξαιρετικό μοντάζ (μπράβο στους Βούλγαρους!)-, η μία ιστορία δείχνει σαν συνέχεια της άλλης κι ας μην σχετίζεται πέραν του κοινού παρονομαστή, του ταξί. Όπου σε κάθε περίπτωση, σε κάθε «κούρσα», «παίζεται» και μια ιστορία με κοινωνική αναφορά ή και πολιτική, όλες, όμως, ξεκινούν από τον άνθρωπο. Ολες οι ιστορίες έχουν κεντρικό ήρωα, είτε είναι ο ταξιτζής είτε είναι ο πελάτης, έχουν αρχή-μέση-τέλος και με αυτή τη σειρά κι όχι άρες –μάρες-κουκουνάρες και θεωρητικό γκονταρικό άλλοθι για τον κάθε κινηματογραφικά άσχετο κι επίσης σε όλες τις ιστορίες το κοινωνικό-οικονομικό πρόβλημα της χώρας που έχει πολύ να κάνει με τα δικά μας και με τα παγκόσμια, με την οικονομική κρίση κι όλα τα σχετικά αλλά και με το προηγούμενο καθεστώς και με τους «πριν» που κατάφεραν να γίνουν και «νυν», να ενταχθούν στο νέο καθεστώς κι η ζωή να συνεχίζεται, δείχνει τόλμη. Κι ότι στη Βουλγαρία, ενπάση περιπτώσει τα λένε στις ταινίες τους τσεκουράτα κι όχι απέξω-απέξω μη τυχόν και θίξουν τις νομενκλατούρες της κρατικής πολιτικής, της επιχορήγησης ακόμα και της κριτικής…..
Η ταινία ολοκληρώνεται ως «τοιχογραφία» της βουλγαρικής νύχτας μέσα από επεισόδια ταξιτζήδων κι η γνώση του ανθρώπου που το έκανε φαίνεται κι από το κλείσιμο, που, αν μη τι άλλο, γνωρίζει τον κανόνα περί ανοίγματος και κλεισίματος σεναρίου- κάτι που εδώ ….χαρα αγνοείται (για να θυμηθούμε κι ένα σήριαλ).
Υπάρχουν 4 επεισόδια που τα θεωρώ κομμάτια αξίας σε όλα τα επίπεδα από κινηματογραφική άποψη και θα ήθελα πολύ να τα δούνε δικοί μας, όχι για τίποτε άλλο μα για να σπάσουν τα ταμπού που τους αυτοπεριορίζουν στην έκφραση είτε πρόκειται για πολιτικό ζήτημα και τρέχουσα εξουσία είτε για τον φόβο απέναντι στο δράμα και στη συγκίνηση είτε ακόμα και στην ακραία κοινωνική οργή που μπορεί να εκδηλώνει ένας χαρακτήρας. Και για να μάθουν ότι στις συνεντεύξεις Τύπου ή στις ερωτήσεις φεστιβαλο-κριτικών μπορούν να απαντούν «δεν τα λέω εγώ, ο χαρακτήρας τα λέει». Μέχρι να φτάσουν όμως εκεί και να μάθουν το συγκεκριμένο, η Βουλγαρία (που αυτοκριτικάρεται στην ταινία μέσω ενός χαρακτήρα περί του χαμηλού κινηματογράφου της) κι ο Λίβανος που στη δική του ταινία η οποία έφτασε μέχρι το Οσκαρ (εννοώ την «Προσβολή») διαχωρίζει στους τίτλους τη θέση των χαρακτήρων της ταινίας από την επίσημη πολιτική της κυβέρνησης , θα μας ξαφνιάζουν ενώ οι δικοί μας θα φοβούνται μήπως και τους πει κανείς πως «εκβιάζουν την συγκίνηση» ή ότι τα έργα πρέπει να μένουν… ημιτελή
ΥΓ. Από τον τίτλο της κριτικής εξαιρώ τις ταινίες «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ» και "ΤΖΑΜΑΪΚΑ"