Τότε, θα μεθούσαμε πραγματικά με τη διαπίστωση της δυνατότητας του κινηματογράφου και των ανθρώπων του , από μια ίδια αφετηρία να κάνουν ένα εντελώς διαφορετικό έργο, ένα άλλο πράγμα, ένα «άλλο πράγμα» και με την έννοια του θαυμασμού.
Κι εκείνοι που ήξεραν ήταν από τον καλλιτεχνικό χώρο, τον ευρύτερο και τον αχανή. Από τη μια άκρη του κόσμου ίσαμε την άλλη. Από τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα της υφηλίου ως τα θέατρα πρόζας του καθοριστικού Λονδίνου. Από τον κόσμο της κινηματογραφίας ως τον χώρο των Καλών Τεχνών αφού πολλές φορές την σκηνογραφία την επιμελείτο κι ο ίδιος προσωπικά και την υπέγραφε, δίκην σκηνοθεσίας σε πολλές περιπτώσεις, όπου είχε προταθεί και για ΟΣΚΑΡ υπό αυτή την ιδιότητα, για την σκηνογραφική διεύθυνση της «ΤΡΑΒΙΑΤΑ».
Το δεύτερο και τελευταίο αφιέρωμα στην ΝΤΟΡΙΣ ΝΤΑΙΗ είχα αποφασίσει να είναι πάλι κάτι διαφορετικό. Όπως το πρώτο ήταν η καριέρα της γύρω από μια ταινία της, το δεύτερο είναι αφιερωμένο στην περσόνα της και σε ένα ΓΕΓΟΝΟΣ που δεν το γνωρίζουν , ίσως, πολλοί και που το είχα συζητήσει εμβριθώς στην Αμερική, στα χρόνια εκείνα, όπου το είχα πληροφορηθεί από τους βαθιά μυημένους της κινηματογραφίας. Το ότι ήταν η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΛΟΓΗ για τον ρόλο της Mrs Robbinson στον «ΠΡΩΤΑΡΗ» του ΜΑΪΚ ΝΙΚΟΛΣ, και τον είχε αρνηθεί. Και μετά, τελείωσε!
Μου είναι πολύ δύσκολο να γράψω για τον ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ ΜΠΕΡΤΟΛΟΥΤΣΙ διότι σήμερα έχασα κι εγώ το…. Παρατσούκλι μου. «Μπερτολούτσι» με φώναζαν στο σπίτι, όταν ήμουν αφηρημένος κι ήθελαν να με πειράξουν, ο πατέρας μου μου το είχε κολλήσει, επειδή εκεί στα 13 με 14 μου χρόνια έπαθα τρέλα με αυτό τον τύπο. Και το παρατσούκλι μου έμεινε για χρόνια.
ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΠΡΟΗΓΗΘΕΙ ΤΟ «LOCKE»……
Η προβολή του «ROMA» της βραβευμένης με ΧΡΥΣΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ στο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ ταινίας του ΑΛΦΟΝΣΟ ΚΟΥΑΡΟΝ ήταν το γεγονός του week-end στο 59ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και ίσως και όλης της πολυήμερης εκδήλωσης. Μάλιστα έστειλε και χαιρετισμό μέσω link ο σκηνοθέτης, ο οποίος δεν μπόρεσε να παρευρεθεί, ακριβώς όπως είχε κάνει πέρσι και για τους ίδιους λόγους ο Φατιχ Ακίν στην προβολή του «Μαζί ή τίποτε».
Τον ενθουσιασμό που μου προκάλεσε αυτή η ταινία, δεν τον δοκίμασα από καμία άλλη τουλάχιστον σε αυτή την παράμετρο: Του θεατή πού αφέθηκε επειδή τον πήρε η ταινία και το πήγε ταξίδι με τραίνο, χωρίς να προλάβει τον κόπο των δεύτερων και τρίτων σκέψεων, όπως γίνεται με τις καινούργιες. Οι σκέψεις ήρθαν όλες μετά, αφού τέλειωσε η ταινία κι ήταν σκέψεις που είχαν να κάνουν με τη μαγεία του Κινηματογράφου.
Καταρχάς, μην προσκολληθείτε στον συγγραφέα. Γενικώς, μην προσκολλάστε στους συγγραφείς όταν πηγαίνετε να δείτε μια ταινία. Ξέρω, δεν είναι εύκολο από τον θεατή να ξεριζώσεις την εντύπωση που σχημάτιζε διαβάζοντας ένα βιβλίο. Εφτιαξε τις δικές του εικόνες, εγωιστικά έχει την απαίτηση ο σκηνοθέτης που το μετατρέπει σε ταινία να του δείξει αποκλειστικά τις εικόνες που ο κάθε αναγνώστης χωριστά δημιούργησε διαβάζοντας το βιβλίο. Εξού κι επαναλαμβάνεται η φράση «σαν το βιβλίο δεν ήταν». Μόνο που η εν λόγω φράση, που καταντά αφορισμός, είναι κούφια πέρα για πέρα, δεν άπτεται της κινηματογραφικής πραγματικότητας, της κινηματογραφικής δημιουργίας, της κινηματογραφικής Τέχνης (και κινηματογραφική Τέχνη είναι ό,τι έχει να κάνει με την Τέχνη του Σινεμά κι όχι με τα … «έργα Τέχνης» και μόνο) και καταλήγει ανοησία. Χωρίς να παραγνωρίζω τη δυσκολία του πράγματος, επαναλαμβάνω και θα το επαναλαμβάνω όσο έχω φωνή και γραφίδα πως όταν μια Τέχνη μεταφέρεται σε μία άλλη υποχρεούται να ακολουθεί τους κανόνες της δεύτερης και μόνον αυτής.
Θέλω να πιστεύω ότι η ταινία αυτή που έρχεται με διαβατήριο ΔΑΝΙΑΣ κι έχει γυριστεί από ΙΡΑΝΟ, θα έχει καλή τύχη και στις αίθουσες. Διότι σε κρατεί από το πρώτο πλάνο και σε αφήνει μόλις στο τελευταίο. Σου κρατά διαρκώς το ενδιαφέρον και δεν σου έχει αφήσει περιθώρια να ξέρεις που ακριβώς θέλει να το πάει.
Ταινία ψυχαγωγίας αλά με «κάτι», είναι αυτό το φιλμ που , σε μένα τουλάχιστον, ήρθε ως μια στάση ανάπαυλας ύστερα από ταινίες άλλων σκοπών και διαθέσεων.