Και με κάποιες πρωτοτυπίες, κάποιες καινοτομίες στην αφήγηση. Σε σημείο που μόλις στη μέση της ταινίας υποψιάζεσαι ότι βλέπεις ταινία Ολοκαυτώματος.
Διότι η πρώτη και μεγαλύτερη αξία της είναι ο τρόπος εκτύλιξης της ιστορίας. Όταν ξεκινά το έργο, το οποίο είναι χωρισμένο σε σύντομα κεφάλαια, με ήρωα ένα πιτσιρίκο, που τον έχουν εγκαταλείψει οι γονείς του και πηγαίνει από τον ένα άσχετο γείτονα, στον επόμενο εκμεταλλευτή, δεν καταλαβαίνεις σε ποια εποχή αναφέρεται. Νομίζεις ότι μπορεί να είναι και κάπου από τον καιρό της πανούκλας. Σε άγρια τοπία, σε απομονωμένη ύπαιθρο, σε μια πρωτόγονη Ευρώπη, με συμπεριφορές και φυσιογνωμίες ανθρώπων επίσης πρωτόγονες, με κοστούμια τραχιά που θ μπορούσαν να τα φοράνε και στον Μεσαίωνα, σε εποχή κυνηγιού Μαγισσών, κι έχει ακόμα και τέτοια περιστατικά..
Λίγο λίγο κι από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, και καθώς ο πιτσιρίκος μετακινείται, κι αρχίζει να παίρνει μορφή επιρροής Τσαρλς Ντίκενς, με τόσα βάσανα μα με τόσα βάσανα (κάποια στιγμή μου ήρθε να το χαρακτηρίσω, περισσότερο από ανάγκη δικού μου ξεσπάσματος, ως «η οδύσσεια ενός ξυλοδαρμένου» αλλά σκέφτηκα πως τέτοιο πράγμα στον τίτλο θα αποκτούσε ειρωνικές ή και χλευαστικές διαστάσεις. Και δεν ήθελα..) , με πόση κακοποίηση, πόσο ξυλοδαρμό, ένας κανονικός ήρωας Ντίκενς που δεν μιλάει κιόλας.. Και παραμένει βουβός μέχρι το τέλος.
Διότι μία από τις καινοτομίες της ταινίας είναι κι ο ελάχιστος διάλογος, ο οποίος μόνο επιλεκτικά δίνεται σε κάποιες σκηνές, σε κάποια κεφάλαια δηλαδή, και στα άλλα κυριαρχεί το λιγομίλητο στοιχείο και το απολύτως βουβό όσον αφορά τον μικρό ήρωα..
Κάπου στα μισά του έργου πετιέται η λέξη «Εβραίος» κι είναι καθώς στις μετακινήσεις διάσωσης κι επιβίωσης του ο μικρός έχει φύγει από τον πρωτογονισμό της ζούγκλας και των μαγισσών-ναι!!!!- κι έχει αρχίσει και βγαίνει προς πιο …πολιτισμένες αγροτικές περιοχές όπου στη μία είναι οι Γερμανοί με τις στολές των Ναζί, στην άλλη οι Κοζάκοι, στην άλλοι οι Σοβιετικοί με τα «εύσημα» του Κόκκινου Στρατού, όλοι αυτοί σε περιβάλλον σαν να επρόκειτο για την «Πηγή των Παρθένων» που μετά εξελίσσεται και σε «παιδικά χρόνια του Ιβάν», ως οπτική μιλώντας πάντα, και σε άπειρες ταινίες του ανατολικο-ευρωπαϊκού κινηματογράφου και δη του Σοβιετικού..
Σιγά σιγά ξεκαθαρίζεται ότι έχουμε παιδί από το Ολοκαύτωμα, σιγά σιγά έχουμε σιγουρευτεί ότι χρόνος διεξαγωγής του δράματος είναι ο Β’ Παγκόσμιος διότι εκείνο που, όπως ανέφερα ,μετράει το περισσότερο, είναι ο τρόπος εκτύλιξης της ιστορίας.
Κι είναι ένας τρόπος ολοφάνερα λογοτεχνικός, όπου στο τέλος επιβεβαιώνεται η υποψία βλέποντας στους τίτλους το όνομα του ΓΕΡΖΥ ΚΟΖΙΝΣΚΥ- είναι από βιβλίο του. Το όνομα του Πολωνού συγγραφέα, που κυνηγήθηκε ως Εβραίος επί Κομμουνισμού, που την κοπάνησε στην Αμερική, που έγραψε μεταξύ άλλων το «ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΚΕΙ ΚΥΡΙΕ ΤΣΑΝΣ» το οποίο έγινε πασίγνωστη ταινία από τον Χωλ Ασμπυ με τον Πήτερ Σέλερς και χάρισε το Οσκαρ β’ ανδρικού ρόλου στον Μέλβιν Ντάγκλας ενώ η ξερακιανή φυσιογνωμία του τον έκανε casting στο «Οι Κόκκινοι» του Ουόρεν Μπήττυ και του Οσκαρ σκηνοθεσία του, στο ρόλο του Ζηνόβιεφ.. Κι ο οποίος Κοζίνσκυ πέθανε νεότατος.. Δεν ξέρουμε αν αφορά σε αυτοβιογραφία ή αν- το πιθανότερο- έχουμε και πάλι τη λέξη ΒΙΩΜΑ, όπως την είχαμε και στην περίπτωση του Πολάνσκι με τον «Πιανίστα». Σαφώς και πρυτανεύει πάλι το βίωμα, από τη στιγμή που αν και ξεκαθαρίζεται το θέμα του έργου κι ο χρόνος και το ιστορικό πλαίσιο, δεν διευκρινίζεται ποτέ ο τόπος. Είναι κάπου στην Ανατολική Ευρώπη,. Εξού κι ανακατεύονται όλοι αυτοί που ανέφερα πιο πάνω.. Και βέβαια κι η θρησκεία κι ο Καθολικισμός αφού ανακατεύονται και ιερείς..
Κι ο λογοτεχνικός τρόπος εκτύλιξης γίνεται κινηματογραφικότατος τρόπος της ίδιας εκτύλιξης της ιστορίας, του μύθου.
Από τη συμμετοχή γνωστών διεθνών ηθοποιών σε ρόλους της μιάς σκηνής αντιλαμβανόμαστε ότι , ναι, υπάρχει καλό υλικό, το πιστεύουν το έργο, έχει πέσει χρήμα στην παραγωγή κι η ποιότητα της φωτογραφίας και της εξαιρετικής Σκηνογραφικής Διεύθυνσης το υποδεικνύουν αλλά το επιβεβαιώνουν ο ΣΤΕΛΑΝ ΣΚΑΡΣΓΚΑΡΝΤ, ο ΧΑΡΒΕΫ ΚΑΪΤΕΛ, ο ΟΥΝΤΟ ΚΙΕΡ στο κτηνώδη κι ομιλητικότατο ρόλο του, ο ΤΖΟΥΛΙΑΝ ΣΑΝΤΣ, ο ΜΠΑΡΥ ΠΕΠΕΡ σε μια ωραιότατη σκηνή ελεύθερου σκοπευτή μέσα από εξαίρετο κοντινό πλάνο που του κάνει ο διευθυντής φωτογραφίας …. Όλα αυτά, μας συστήνουν φροντίδα και φιλοδοξία πάνω στο έργο..
Είναι βέβαια σκληρό. Και δύστροπο.
Είναι, όμως, κι ένα έργο που, από τη στιγμή που σε ενδιαφέρει το σινεμά στο «εν γένει» του κι όχι μόνο στο στενό ψυχαγωγικό κομμάτι του, οφείλεις να το δεις.
Σκηνοθεσία: ΒΑΚΛΑΒ ΜΑΡΧΟΥΛ