Απλώς του λείπει η ΠΟΙΗΣΗ ώστε να γινόταν… «IDA».
Μια κι ο PANTIMO.GR παρακολουθεί την Eurovision, που είναι επισήμως το πιο δημοφιλές ψυχαγωγικό πρόγραμμα που έχει βγάλει η Ευρώπη με θεαματική απήχηση σε όλο τον πλανήτη, κι αυτό είναι ΓΕΓΟΝΟΣ επισήμως καταγεγραμμένο, θα βάλει το δικό του πετραδάκι στα φετινά. Μόνο που δεν θα ασχοληθώ με τη νίκη της ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ για την οποία χάρηκα αφάνταστα (αυτήν ψήφισα κι όχι την Ιταλία-καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό για μένα αλλά έχω να θέμα με την αντικειμενικότητα, κριτικός γαρ) ούτε με την ανυπόφορη στην ώρα της ψηφοφορίας ελληνική μετάδοση που θα πρέπει να φροντίσει να μην επαναληφθούν αυτά στο μέλλον- η μετάδοση γίνεται για τον θεατή κι όχι για μας που μιλάμε.. Με τι θα ασχοληθώ λοιπόν; Με ένα δωράκι προς τους φίλους τόσο του site όσο και της Eurovision, με μιά κυριακάτικη ξεκούραση, για χαλάρωση της μέρας.
Ισχύει για πολλά έργα, μην πω και για τα περισσότερα, όμως το συγκεκριμένο είναι το πλήρες παράδειγμα του «από ποια σκοπιά το βλέπεις».
Φυσικά κι αυτό που συμβαίνει και καταλήγει στο παίξιμο έχει να κάνει αφενός με το σενάριο και το συνολικό «concept» που λένε και στον…. Περαία αλλά και με τη σκηνοθεσία και με όλη την ποιότητα παραγωγής που έχει στραφεί στα καντράν αντί για τις μεγάλες οθόνες.
….για τα σημερινά δεδομένα , όπου όταν λένε ή ακούμε τη λέξη «θρίλερ», το μυαλό μας πηγαίνει πιά απευθείας στις «σπλατεριές» , παρόλο ότι και σε αυτές εκεί μέσα, μπορείς να ανιχνεύσεις ταλέντα του είδους. Όμως , δεν είναι τα ταλέντα που φταίνε αλλά το εκάστοτε «προιόν» ως αντίληψη. Οπότε, και το ταλέντο, σε ένα δοσμένο «προιόν» δεν έχει πολλά να δώσει, ελέγχονται οι κινήσεις του κι οι πρωτοβουλίες του.
Αυτή την περίοδο, η σχέση μου με το σινεμά, διέρχεται μία κρίση. Του κάνω «απιστία», κάτι που δεν συνηθίζω. Δεν είναι, όμως, το φταίξιμο όλο δικό μου από τη στιγμή που ένας – ένας οι άνθρωποι του μεταναστεύουν στην τηλεόραση και με αφήνουν μόνο μου (μαζί με κάποιους σαν και μένα) να τους κουνώ το μαντήλι. Ισως, όμως, τελικά να μην είναι «απιστία» αφού αποφάσισα να πάω να τους βρώ εκεί που οι ίδιοι, αυτοί δηλαδή που κάνουν το σινεμά, θέλησαν να πάνε.
Αυτή την περίοδο, η σχέση μου με το σινεμά, διέρχεται μία κρίση. Λεπτομερώς θα μιλήσω για αυτήν στην επόμενη κριτική για τηλεοπτική μίνι σειρά που ετοιμάζω… Αν το κάνω από σήμερα είναι επειδή παρατηρώ μια σύγχυση κι απέναντι στα έργα, αυτά τα όποια έργα κυκλοφορούν, που είναι και πολλά και που δεν ξέρουμε αν θα είχαν λόγο ύπαρξης όλα αυτά στις κινηματογραφικές αίθουσες κι επειδή οι διανομείς ασύστολα αγοράζουν κι ασυλλόγιστα ξε-στοκάρουν και μέσα στο ξερό αδυνατεί να ανθέξει και το όποιο χλωρό.
Από το ξεκίνημα της μίνι σειράς, από την εισαγωγή ακόμα, οι σοφοί γνώστες της δημιουργίας έργων, είχαν παραδώσει τα κλειδιά σε εμάς, που είμαστε λήπτες μηνυμάτων, προς τα πού πιθανόν να κινηθούν. Από την αρχή φαινόταν ότι το έργο ξεκινά με την «Τζόαν Κρώφορντ» κι ότι της δίνει αρκετό χώρο, πολύ περισσότερο, από όσο έδινε στην «Μπέττυ Ντέηβις».
Διότι το «ΠΑΛΙΟ», κάποια στιγμή αργότερα, όταν θα ανακατευτεί με άλλα «παλιά», θα μπορέσει να λειτουργήσει πιο αυτόνομα ως αυτό που πραγματικά ήταν, δηλαδή «ΩΡΑΙΟ» ενώ το «παλιό» του ενεστώτα χρόνου θα έχει αποκτήσει δευτερεύουσα σημασία. Αφού στο μέλλον, όλα τα πριν είναι «παλιά».
Κι όταν λέμε στυλ- ώστε να μη θυμώσει εκεί πάνω που θα βρεθούνε, ο ΣΥΝΤΝΕΥ ΛΙΟΥΜΕΤ που καταριόταν τη λέξη επιμένοντας πολύ σωστά πως ΟΛΟΙ οι σκηνοθέτες έχουν στυλ , ο καθένας το δικό του- εννοώ την πινελιά, το κάτι, εκείνο το απροσδιόριστο που δίνει σε μια ταινία κομψότητα κι υπογραφή. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για το ΣΙΝΕΜΑ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ. Οπότε το στυλ ντύνει και τα είδη.