Το τελευταίο δεν αφορά , πάντως, σε επί της ουσίας κριτική της συγκεκριμένης ταινίας.
Το πρώτο περί του αν είναι καλή, αφορά σε κριτική και ξεκινώ με ένα «ΝΑΙ». Είναι καλή ταινία!
Κι αυτό που θαύμασα προσωπiκά είναι αυτή η αξεπέραστη ικανότητα του Γούντυ Αλεν στο να είναι σενάριο και σκηνοθεσία ένα πράγμα, κάτι που επίσης οι «αυτόκλητοι» κριτικοί δεν καταλαβαίνουν διότι δεν ξέρουν τι ακριβώς είναι σκηνοθεσία. Σκηνοθεσία είναι όλη η ταινία, κάθε σκηνοθέτης έχει το δικό του στυλ και όταν ο σκηνοθέτης είναι και σεναριογράφος των ταινιών του, όπου από το σενάριο ορμώμενος προχωρά στην ταινία, τότε η χρήση του σεναρίου από τον ίδιο γίνεται μέρος της σκηνοθεσίας. Οι ημιμαθείς που υποκρίνονται ότι και καλά «θαυμάζουν» τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν, κατηγορούν άλλους σκηνοθέτες σεναριογράφους, από τον Τζότζεφ Μάνκιεβιτς ως τον δικό μας Αλέκο Σακελλάριο, πως ως σκηνοθεσία «δεν λένε», πως έχουν ωραίους διαλόγους και καλούς ηθοποιούς απέναντι από την κάμερα. Και νομίζουν ότι αυτοί είναι που κάνουν τη δουλειά. Στον Μπέργκμαν τι διαφορετικό γίνεται; Ένα θέμα υπάρχει και ηθοποιοί με την κάμερα, στατική στις περισσότερες περιπτώσεις, απέναντι να τους καταγράφει και να τους αναλύει. Τι είναι αυτό που κάνει τον Μπέργκμαν μεγάλο σκηνοθέτη αλλά δεν κάνει μεγάλο τον Μάνκιεβιτς φερειπείν ή τον Γούντυ Αλλεν; Μόνο η ημιμάθεια τους. Διότι έτσι προδίδονται ότι δεν έχουν καταλάβει «γρι» από Μπέργκμαν παρα επικαλούνται το όνομα με επαινετικές αοριστίες για να θεωρηθούν.. διανοούμενοι. Διότι δεν ξέρουν τελικά γιατί θεωρούν μεγάλο σκηνοθέτη τον Μπέργκμαν από τη στιγμή που τα προσόντα «του», τα θεωρούν μειονεκτήματα των άλλων.
Στο «WONDERWHEEL» πριν προχωρήσω στην υπόθεση και στο είδος και στο τι ταινία είναι, θα πω για το πόσο θαύμασα αυτή την ξεχωριστή ικανότητα του Γούντυ Αλλεν στην κινηματογραφική αντίληψη περί σεναρίου. Στο πως ξετυλίγει τους διαλόγους και μέσα από αυτό το ξετύλιγμα φτιάχνει ρυθμό κι υπόθεση κι ατμόσφαιρα, στο πως εντάσσει τους ηθοποιούς μέσα σε αυτό κλίμα και στο πως τους αναλύει εξού κι όλοι οι ηθοποιοί κάνουν τάματα να τους καλέσει ο Γούντυ Αλεν να παίξουν σε κάποια ταινία του (ο δεύτερος αυτής της κατηγορίας στη σχέση με τους ηθοποιούς είναι ο Μάρτιν Σκορσέζε) (από τους εν ζωή) και στο πως, ακριβώς λόγω των παραπάνω προσόντων , καταφέρνει ποτέ οι ταινίες του να μη γίνονται στατικές μολονότι αυτό που κυριαρχεί είναι ο διάλογος. Αλλά τι διάλογος! Και πόσο κινηματογραφικά γραμμένος. Ας προσθέσουμε εδώ και tη φωτογραφία του ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΣΤΟΡΑΡΟ, ο οποίος έχει κάνει φωτισμούς αλά Λούνα Παρκ και Carousel που τους ρίχνει πάνω στα πρόσωπα των ηθοποιών και μεταφέρει και στα εσωτερικά πλάνα την ατμόσφαιρα του Coney Island του ’50 , κάτι σαν έμμεσο τεχνικολόρ των ταινιών εκείνης της εποχής, κι έχουμε έτοιμο το έργο. Ετοιμο να βουτηχτούμε στην ατμόσφαιρα του μέσω των διαλόγων που οδηγούν σε ρυθμό κι υπόθεση και των ηθοποιών που ερμηνεύουν σύνθετα πράγματα κρατώντας ερμηνευτικές-σκηνοθετικές ισορροπίες. Αν αυτό δεν είναι σκηνοθεσία, τότε σκηνοθεσία τι είναι ή τι είναι η σκηνοθεσία;
Στο «WONDER WHEEL» ξεκινάμε με αφηγητή-νεαρό , επίδοξο συγγραφέα, που μας συστήνει στην εποχή και στα πρόσωπα και στις ιστορίες τους όπου μπαίνει δυναμικά στις ιστορίες αυτές κι ο ίδιος κάποια στιγμή και μάλιστα διάλεξε τον ΤΖΑΣΤΙΝ ΤΙΜΠΕΡΛΕΪΚ δίνοντας κινηματογραφικό περιεχόμενο στο ποπ είδωλο, κι η ιστορία έχει για βασικά πρόσωπα, πρώτα μια κοπέλα , λίγο χαζούλα κι αρκετά διαλυμένη που έρχεται να μείνει με τον πατέρα της το μέθυσο και τη δεύτερη γυναίκα του η οποία δουλεύει ως σερβιτόρα κι ενώ περιμένουμε να δούμε εμπλοκή με γκάνγκστερς μια κι η κοπελίτσα έχει λογαριασμούς, σιγά σιγά καταλαβαίνουμε ότι ο Γούντυ Αλεν έφτιαξε αυτή την ατμόσφαιρα διότι σαν να γούσταρε να κάνει ένα από εκείνα τα αστυνομικά μελό του ’50 αλά Τζόαν Κρώφορντ ή Λάνα Τάρνερ, με παντρεμένες, άπιστες, παράνομους δεσμούς, ερωτικά τρίγωνα, σχέσεις μητριάς και προγονής, μήλο της έριδος ένα γκόμενο κλπ, κλπ. Κάνοντας στο σενάριο κεντρικό πρόσωπο τη σερβιτόρα που τη παίζει με ρεσιτάλ αποχρώσεων, καλά σκηνοθετημένων κι εξαιρετικά διδαγμένων η ΚΕΪΤ ΓΟΥΙΝΣΛΕΤ, την οποία σαν να είχε δει ο Γουντυ Αλεν στν τηλεοπτική βερσιόν του «Mildred pierce» και σαν να ήθελε να κάνει ένα αλα Τζόαν Κρώφορντ έργο μαζί ης. Αυτή την ΕΝΤΥΠΩΣΗ (μιλώ για ΕΝΤΥΠΩΣΗ και το τονίζω κι όχι για το τι θέλει να πει ο ποιητής διότι δεν είμαι μέσα στο μυαλό του, η εντύπωση όμως είναι κάτι που μας αφήνεται και δεν χρειάζεται και πολλές αναλύσεις ή εξηγήσεις) μου άφησε ,κι από αυτή τη σκοπιά μπόρεσα να παρακολουθήσω το έργο διότι αυτή η εντύπωση μου κατακύρωσε και την ταυτότητα του.
Ηθοποιοί εξαιρετικοί πλαισιώνουν την υπέροχη Γουίνσλετ, τόσο η κοπέλα που παίζει την προγονή της Γουίνσλετ, η ΤΖΟΥΝ ΤΕΜΠΛ, ο αγνώριστος ΤΖΙΜ ΜΠΕΛΟΥΣΙ σε ρόλο που μόνο ο Γούντυ Αλεν μπορεί να του προσφέρει καθώς κι ο Τιμπερλέικ , για τον οποίο έγραψα πιο πάνω , έστω κι αν οι χρήστες του IMDB κι οι αντιγραφείς του φβ, δεν…. «εγκρίνουν»
Τώρα, ως προς την ερώτηση αν είναι η καλύτερη του ταινία, το «ΟΧΙ» είναι μια συμπληρωματική πληροφορία και δεν έχει να κάνει με την κριτική. Διότι δεν είναι όλα τα έργα ενός καλλιτέχνη του ίδιου μεγέθους. Το θέμα είναι, εσύ που τα κρίνεις, αν είσαι σε θέση να δεις τα προσόντα και τις ατέλειες, που να είναι όμως υπαρκτές κι όχι αφορισμοί της πλάκας. Η και της … συμφοράς