Σε αυτές τις σκέψεις με έβαλε η παρακολούθηση αυτής της ΓΕΩΡΓΙΑΝΗΣ ταινίας, με τίτλο «DEDE», για την οποία δεν ακούσαμε τίποτε από Φεστιβάλ ούτε συλλαβίστηκε ποτέ το όνομα του σκηνοθέτη για τον απλούστατο λόγο ότι είναι ΤΑΙΝΙΑ, ότι είναι ΕΡΓΟ κι αυτό το έργο μόνο αν ήταν ΤΥΧΕΡΟ θα έπεφτε στα χέρια κάποιου Ελληνα διανομέα. Ώστε να γίνουμε τυχεροί κι εμείς που το είδαμε.
Τα σκέφτηκα όλα αυτά βλέποντας το και σκεπτόμενος ότι ο φακός των ημερών έχει πέσει σε άλλα έργα κι αυτό άντε να το ανακαλύψεις. Σκέφτηκα και κάτι επιπλέον: Πόσα ακόμα παρόμοιας αξίας φιλμ που συνδυάζουν την ποιότητα με την τέρψη, που μας φέρνουν σε επαφή με κουλτούρες ξένων, μακρινών λαών, δεν υποπίπτουν στην αντίληψη μας και δεν είναι, όπως σας είπα, ότι αυτά τα έργα χάνονται μα κυρίως το ότι δεν τα πήραμε χαμπάρι εμείς.
Τι να σας πω για αυτή την ταινία. Σε αρπάει εξ αρχής καθώς βλέπεις ένα φορτηγό να φέρνει σε κάποιο χωριό της Γεωργίας φαντάρους που είχαν πάρει μέρος στον πόλεμο του 1992, στον πόλεμο της «Ανεξαρτησίας» ή της «Απόσχισης», και καθώς κατεβαίνουν οι φαντάροι από το όχημα, υποψιάζεσαι με τη μία ότι πάμε για άλλα κι όχι για κάτι που θα αφορά συγκρούσεις εντός των ορίων της άλλοτε Σοβιετικής Ενωσης. Κι αυτό που βλέπουμε κι είμαστε ακόμα στα πρώτα λεπτά είναι πως ένας φαντάρος έρχεται να παντρευτεί την κοπέλα που του προξένεψε ο πατέρας της. Μόνο που φέρνει μαζί του κι ένα συνάδελφο, τον οποίο όταν γνωρίζει η κοπέλα νιώθει τα πόδια της να μην την κρατάνε, νιώθει τον έρωτα. Ενώ για τον φαντάρο που της προξένευε ο πατέρας δεν αισθάνεται το παραμικρό κι ως ανήσυχη φύση, κι ας ζει εκει πάνω στο ορεινό απομακρυσμένο χωριό της Γεωργίας, δεν αισθάνεται απολύτως τίποτα, δεν επιθυμεί γάμο μαζί του. Και δεν είναι μόνο αυτό μα είναι και το γεγονός πως αυτό που αποφάσισε ο πατέρας είναι αυτό που πρέπει να γίνει. Κι η ιστορία φτάνει, ενώ κυλούν τα λεπτά , ως το θάνατο του επίδοξου μνηστήρα , όπου τον χρεώνουν στον αντίζηλο για να αποδειχτεί ότι επρόκειτο για αυτοκτονία μα και για το τι σημαίνει λογαριασμός ανοιχτός και βεντέτα κι ότι ….δεν θα πω άλλα διότι βρισκόμαστε μόλις στη μισή ωρα κι έχουμε μπροστά μας άλλη μία κι αυτά που επέρχονται μπορεί εκείνη την ώρα να μην τα γνωρίζουμε ακόμα μα το έργο μας έχει αρπάξει και μας έχει βάλει βαθιά μέσα του. Και το κυριότερο είναι πως δεν μας ξεγέλασε, δεν μας εξαπάτησε, είναι πως μας σερβίρει το δράμα του με τρόπο κινηματογραφικότατο τόσος από πλευράς γραπτής αφήγησης του σεναρίου με κανόνες σεναρίου υψηλών προδιαγραφών , που δεν περιορίζονται σε υπόθεση τριγώνου ή βεντέτας αλλά πάνε πολύ μακριά και καταλήγουν σε μια καθολικότητα ανθρώπινης πίεσης που αγγίζει όλους τους θεατές, όλων των φυλών, όλων των στρωμάτων… Και με τρόπο κινηματογραφικότατο δοσμένη η ιστορία κι από πλευράς σκηνοθεσίας όπου οι συντελεστές κι ο σκηνοθέτης, που είναι γυναίκα και νεότατη, μια σχεδόν κοπελίτσα 31 ετών κι ονομάζεται ΜΑΡΙΑΜ ΚΑΤΣΒΑΝΙ θα έπρεπε να έρθει όχι μόνο από τα μέρη μας αλλά κι από τα «μέρη» κάποιων διεθνών “auteurs” και να τους υποδείξει μαθήματα του τι σημαίνει σκηνοθεσία, του πως προβάλλεται σκηνοθετικά ένα θέμα ή ένα σενάριο κι ότι αυτό είναι το κύριο ζητούμενο. Διότι υπάρχουν κι ανόητοι που νομίζουν ότι όταν έχουμε καλό διάλογο και παίζουν εξαιρετικά οι ηθοποιοί αυτό δεν είναι σκηνοθεσία. Η κάποιοι άλλοι κατευθυνόμενοι νομίζουν πως σκηνοθεσία είναι το θέμα ή η ιδεολογική κατεύθυνση οπότε αν δεν υπάρχει θεωρούν πως ο σκηνοθέτης «μπάζει». Η κοπελίτσα η Γεωργιανή δείχνει βαθιά ικανή, διότι μπορεί και συνδυάζει την αφήγηση με την απεικόνιση, το ρυθμό με την ερμηνευτική διδασκαλία , την προβολή του τοπίου πάνω στις σχέσεις των ανθρώπων, το casting των ωραίων προσώπων με τα τραχιά κοστούμια των ηρώων και των χαρακτήρων, την ίδια ώρα που η ιστορία την οποία κρατά στα χέρια της, σεναριακά είναι υπερπλήρης και δίνει τεράστια έκταση και διαπλάτυνση στο δράμα της κεντρικής ηρωίδας. Οπου ο πιο τυχερός από όλους είναι ο θεατής ο οποίος δεν θα καταλάβει για πότε πέρασε η ώρα κι επιπλέον θα βγει από τον κινηματογράφο με αισθήματα, σκέψεις και ιδέες.
Προσωπικά, αισθάνομαι τυχερός που μια ατυχία των ημερών με υποχρέωσε να ξεκινήσω από αυτό το φιλμ κι όχι από τα προβεβλημένα, όπου αν δεν είχα την ατυχία μπορεί να έμπλεκα με τα άλλα, τα προβεβλημένα, κι αυτό να το έχανα. Ακόμα και μπροστά στην πόρτα μου δηλαδή.