Το «Βίβα Ασπασία» είναι θεατρικό έργο του ΙΑΚΩΒΟΥ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ κι «ανακάλυψα» πως υπάρχει στο youtube από το «Θέατρο της Δευτέρας» της ΕΡΤ.. Κάθισα και το είδα κι αποφάσισα να μην το κρατήσω μόνο για μένα αλλά να το μοιραστώ με τον κόσμο διότι στις μέρες που ζούμε, υπάρχει λόγος να δει κανείς αυτό το έργο. Γι αυτό και στο τέλος του κειμένου έχω βάλει και το link για να το δείτε απευθείας.
Μετά από τόσες «βερσιόν» γύρω από τον ιδιοφυή ήρωα του Κόναν Ντόυλ, που ξεκινούν από τα προπολεμικά χρόνια με τον ΜΠΑΖΙΛ ΡΑΘΜΠΟΟΥΝ και φτάνουν ως τις μοντέρνες εκδοχές της TVμε τον ΜΠΕΝΕΝΤΙΚΤ ΚΑΜΠΕΡΜΠΑΤΣ, αφού πέρασε από την «blockbuster» εκδοχή με τον ΡΟΜΠΕΡΤ ΝΤΑΟΥΝΙ τζ, ήρθε η ώρα για να τον δούμε και στην … ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ του. Ενσαρκωμένο από τον Σερ ΙΑΝ ΜΑΚΚΕΛΛΕΝ
Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μια άνθιση το αστυνομικό είδος στις σκανδιναβικές χώρες, κυρίως Νορβηγία και Σουηδία. Η εν λόγω άνθιση αφορά τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο. Εκείνο που δεν καταλαβαίνει κάποιος είναι πως αυτό το κάρπισμα (για να μην επαναλαμβάνουμε την «άνθιση») όταν έρχεται στον κινηματογράφο αντιμετωπίζεται ως δείγμα Κοέν (αν έχει χιόνια) και Ταραντίνο (αν έχει άγριους φόνους).
Όταν είχε βγεί το φιλμ στις αίθουσες, ο διεθνής Τύπος τον είχε χαρακτηρίσει miscast για το ρόλο του ήρωα του νομπελίστα Μπόρις Πάστερνακ. Σήμερα, ο Διεθνής Τύπος τον αποχαιρέτησε ως «αξέχαστο Ζιβάγκο», «μοναδικό Ζιβάγκο» κλπ, κλπ.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι κι αριστούργημα. Όχι τίποτε άλλο μα επειδή οι υπερθετικοί κι οι υψηλοί τόνοι καθώς κι οι αναφορές σε κλασικά έργα του αμερικανικού σινεμά γύρω από το είδος ανεβάζουν τις προσμονές και εξίσου άδικα μειώνουν στη συνέχεια τις εντυπώσεις.
Εκπληξη είναι ο,τιδήποτε έρχεται απρόσμενα, Πόσο μάλλον ένα γουέστερν, που γυρίστηκε στη Νέα Ζηλανδία κι είναι «ντεμπούτο» σκηνοθέτη που σπούδασε στην Αγγλία καλές τέχνες κι όχι μόνο. Κι έρχεται και καλοκαιριάτικα όπου δεν εμπιστευόμαστε τους διανομείς για το τι μας σερβίρουν.
Αν υπήρχε και στην έξω κινηματογραφική ζωή η «β’ προβολή» κι όχι μόνο ως καταχώρηση στο sitePANTMO.GR, τότε ο «Ανθρωπος από τη Μασσαλία» θα είχε πολλές δυνατότητες γνωριμίας εκ νέου με το κοινό, μια και στην α’ προβολή δεν πολυσυναντήθηκαν. Αυτό θα συνέβαινε αν τα θερινά άλλαζαν όπως παλιά τρεις φορές την εβδομάδα πρόγραμμα και «τσίγκλιζαν» έτσι το κοινό να δει όσα έχασε και να ξαναδεί όσα πεθύμησε. Αντί να κρατούν ολόκληρη εβδομάδα την εκάστοτε σαβούρα και την υπό συζήτηση γαλλική κομεντί της εκάστοτε εβδομάδας «που έσπασε τα ταμεία στο Παρίσι»
Η ρωσική αυτή ταινία , που είχε τιμηθεί με το ΟΣΚΑΡ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ το 1981,ήταν που συνδέθηκε το περισσότερο από άλλες ομοεθνείς της με το πρόσφατο ταξίδι μου στη Ρωσία. Την είχα νιώσει και τότε αλλά ήθελα πολύ να την ξαναδώ, να την καταλάβω καλύτερα. Με το που επέστρεψα έσπευσα να τη νοικιάσω. Και τη συνιστώ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ. Για τους ίδιους λόγους του ΤΟΤΕ και του ΤΩΡΑ διότι είναι του… .ΠΑΝΤΟΤΕ.
Μου είχε πεί κάποτε κάποια που αυτοσυστηνόταν ως οπαδός αποκλειστικά του «καλού» σινεμά, πως η ψυχαγωγία στο σινεμά της είναι αδιανόητη, πως αφορά στους «γιάπηδες» κι αν θέλουν να διασκεδάσουν να πάνε σε ένα μπάρ. Ωσπου την έκανα τσακωτή να βλέπει τη «Μούμια». Σε σινεμά. Όχι κατ’ οίκον.
Αυτό που εκτίμησα το περισσότερο στη γαλλική αυτή ταινία, που δείχνει να τα πηγαίνει καλά και με το ελληνικό κοινό, όπως συνέβη και με το γαλλικό, είναι πως από ένα θέμα που μόνο δράμα φαντάζεσαι να εμπνέει, προκύπτει τελικά κωμωδία.