Μου κάνει εντύπωση πως η μερίδα της κριτικής που εναντιώθηκε στη «Γέφυρα των κατασκόπων» και στοχοποίησε τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, αποσιωπώντας το γεγονός πως το σενάριο ήταν των Κοέν και μάλιστα ορισμένοι έκαναν και «ιδεολογική» επίθεση στον Σπίλμπεργκ για το περιεχόμενο της ταινίας ενώ σε αυτή την περίπτωση η επίθεση , αφού έχει να κάνει με το περιεχόμενο αφορά στο σενάριο και στους σεναριογράφους, τώρα, στο «Χαίρε Καίσαρ» υμνούν τους Κοέν. Προσπερνώντας την ιδεολογική παράμετρο η οποία εδώ σηκώνει περισσότερη συζήτηση στο πως «θίγει» τα πράγματα και που τα οδηγεί.
Αυτό, βέβαια, δεν αφορά στους Κοέν αλλά στο «δύο μέτρα και δύο σταθμά», στη διαστρέβλωση κι απόκρυψη πληροφοριών και στοιχείων και στην ευκολία περί «στοχοποίησης προσώπων» .
Δεν τους αφορά τους Κοέν διότι κι αυτό το σενάριο είναι πολύ ωραίο, όχι τόσο καλό όσο της «Γέφυρας των κατασκόπων», ωστόσο βγάζει ταινία ΕΞΥΠΝΗ, ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΗ, ΚΕΦΑΤΗ.
Το έχουν κάνει το φιλμ με πολύ κέφι, το οποίο μεταδίδεται και στον θεατή, και τα απειράριθμα επεισόδια είναι σημεία αναφοράς στο «ψυχροπολεμικό» σινεμά αλλά και στο ψυχροπολεμικό Χόλυγουντ , με αγάπη και γνώση του είδους και των ειδών που σατιρίζουν, με γνώση των προσώπων, με γνώση των ταινιών κι οι αναφορές τους είναι πολύ εύληπτες τόσο για το κοινό που είναι μυημένο και καταλαβαίνει πάνω-κάτω τι και ποιους υπαινίσσονται όσο και για το αμύητο κοινό, που θα εισπράξει το πρώτο επίπεδο αλλά θα το εισπράξει διασκεδάζοντας.
Με πολύ καλούς ηθοποιούς, τόσο στους βασικούς ρόλους όσο και στα «έκτακτα» με σύντομες, καλογραμμένες εμφανίσεις.
Αρχίζοντας από τον ΤΖΟΣ ΜΠΡΟΛΙΝ που κρατά τον κεντρικό ρόλο κι είναι ενός διευθυντή στούντιο που «τρέχει» ταυτόχρονα τρεις τέσσερις διαφορετικές παραγωγές, όπου η κάθε μία χρησιμεύει ως στοιχείο σάτιρας με τα πρόσωπα και τα είδη. Ο Μπρόλιν καθώς μεγαλώνει γίνεται όλο και πιο στέρεος ως ηθοποιός κι οι Κοέν του δίνουν πολύ καλή ευκαιρία για αξιοποίηση στη συνέχεια.
Προχωράμε στον ηθοποιό-αποκάλυψη της ταινίας, το νεαρό ΑΛΝΤΕΝ ΕΡΕΝΡΑΙΧ που παίζει τον ατάλαντο κάου-μπόυ ο οποίος γίνεται λαγωνικό και ξεσκεπάζει το κομμουνιστικό δίκτυο του στούντιο κι από κει κι έπειτα δεν προλαβαίνουμε να μετράμε, τι ΡΕΗΦ ΦΑΙΝΣ ως σκηνοθέτη κυριλέ που δοκιμάζει τις υπομονές του, τι ΤΙΛΝΤΑ ΣΟΥΙΝΤΟΝ σε διπλό ρόλο αδελφών δημοσιογράφων αλά Χέντα Χόπερ, τι ΦΡΑΝΣΕΣ ΜΑΚ ΝΤΟΡΜΑΝΤ ως μοντέζ της εποχής ’50, τι ΤΣΑΝΙΝΓΚ ΤΕΙΤΑΜ ως κάτι από «Βαν Τζόνσον» που κάνει και μια εκπληκτική επίδειξη χορού με κλακέτες, τι ΣΚΑΡΛΕΤ ΓΙΟΧΑΝΣΟΝ αλα «Εστερ Ουίλιαμς» και φτάνουμε στον συμπρωταγωνιστούντα ΤΖΟΡΤΖ ΚΛΟΥΝΕΙ, που παίζει ένα σταρ αλα Κλαρκ Γκέημπλ ο οποίος πέφτει θύμα απαγωγής από κομμουνιστές σεναριογράφους οι οποίοι θέλουν να εκβιάσουν το στούντιο. Αν κι οφείλω να ομολογήσω ότι ο Κλούνει βγήκε πιο υποτονικός στο ρόλο του από τους υπόλοιπους, λιγότερο κεφάτος και φάνηκε ολοκάθαρα στη σκηνή που παρωδεί το «Μπεν Χουρ» . Τον σηκώνει ο ρόλος αλλά η «απώλεια» της φόρμας του, που φάνηκε έντονα στο «Μνημείων άνδρες», δεν έχει αποκατασταθεί. Οι Κοέν, πάντως, τον φροντίζουν.
Οι σκηνές είναι εμπνευσμένες, τα επεισόδια διαλεχτά γραμμένα, το άρτιο της παραγωγής δεν χρειάζεται σχολιασμό, είναι ΔΕΔΟΜΕΝΟ, κι ο θεατής διασκεδάζει διότι το έργο ακολουθεί τους κανόνες της σάτιρας κι όχι του ψυχροπολεμικού κατασκοπικού που θα τον διασκέδαζε κι εκεί μεν αλλά διαφορετικά. Εδώ γελάει και περνάει ξεκούραστα.
Αναφέρθηκα στο είδος της ΣΑΤΙΡΑΣ. Της σάτιρας, όμως, με τη μορφή της…. «ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ». Γι αυτό, κι από ένα σημείο κι ύστερα, κι ειδικά στην κατάληξη της ταινίας, στο κλείσιμο της, η πτήση χαμηλώνει…
Διότι η σάτιρα( κι η ταινία ολόκληρη- κατ’ επέκταση) έχει λειτουργήσει ως επιθεώρηση. Ένα θαυμάσιο μεν αλλά επιθεωρησιακό σενάριο είναι αυτό των Κοέν, όπου στο τέλος γίνεται συνειδητό πως υπήρχε ένας ιδιότυπος σεναριακός ιστός, πως ναι μεν συνδέονταν τα επεισόδια μεταξύ τους αλλά το ζητούμενο δεν ήταν να καταλήξουν όλα μαζί κάπου αλλά το καθένα να έχει τη δική του αυτόνομη σατιρική ολοκλήρωση. Κι αυτά τα «νούμερα» (με την επιθεωρησιακή σημασία) ήταν που έφτιαχναν την πλοκή επειδή οι ευφυείς και γνώστες Κοέν ήξεραν πολύ καλά να τα «δέσουν». Από αυτή την άποψη, το σενάριο του «Χαίρε Καίσαρ» έχει κάτι το ξεχωριστό. Στο τέλος, όμως, το κέφι από τη διασκέδαση μετατρέπεται προς στιγμήν σε αμηχανία. Το έργο μοιάζει σαν να μην «έκλεινε». Κι όταν στην έξοδο ερωτηθείς «πως σου φάνηκε;» κι απαντήσεις αυθόρμητα «ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΑ!», έχουν απαντηθεί κι αποκατασταθεί ΟΛΑ.