Για 9 Σεζάρ, τα βραβεία της Γαλλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, προτάθηκε αυτή η κομεντί κι είναι βέβαιο πως μια ανάλογη αν είχε προταθεί για αντίστοιχα Οσκαρ θα άκουγε πολλά. Το γεγονός πως δεν άκουσε με τα Σεζαρ οφείλεται στο ότι δεν ασχολούνται με τα Σεζάρ έως και τα αγνοούν , όπως και τα «Νταβίντ Ντι Ντονατέλλο» της Ιταλίας ή τα «Γκόγυα» της Ισπανίας. Κι έτσι αδυνατούν να αποκτήσουν σφαιρική άποψη του κινηματογράφου σε πανευρωπαϊκή ή και παγκόσμια κλίμακα και στο τι είδους αποτίμηση κάνουν οι Ακαδημίες και ποιος είναι ο σκοπός τους κι ο προορισμός τους. Κι επειδή οι Ακαδημίες είναι οι θεματοφύλακες των κανόνων, ας δούμε αυτή την κομεντί που πέρασε σε εννέα κατηγορίες και στις επισημάνσεις που της έγιναν, αν και στο τέλος δεν κέρδισε σε καμμία, δεν της αναγνωρίστηκε τελικό επίτευγμα. Οι επισημάνσεις, όμως, ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες.
Κι όπως είναι φυσικό, η ταινία με έφερε στα όρια ενθουσιασμού, καθώς, καθοδόν, επιβεβαιωνόταν η διαπίστωση του τίτλου. Ο άνθρωπος αυτός έχει όνομα κι επώνυμο, ονομάζεται ΜΑΡΙΟΣ ΠΙΠΕΡΙΔΗΣ, είναι Κύπριος σεναριογράφος-σκηνοθέτης. Κι ειλικρινά τέτοιο σενάριο έχω να δω στον ελληνικό κινηματογράφο κάτι δεκαετίες , με εξαίρεση το «ΕΤΕΡΟΣ ΕΓΩ» του ΣΩΤΗΡΗ ΤΣΑΦΟΥΛΙΑ.
Γνώστης του σεναρίου, της ανάπτυξης του story, της δημιουργίας χαρακτήρων, της ένταξης σε ιστορικό-γεωγραφικό πλαίσιο, γνώστης των ειδών, και της σύνθεσης όλων των παραπάνω.
Γνώστης και της κωμωδίας! Γνώστης και της ένταξης σε αυτήν.
Το εκπληκτικό με αυτή την ταινία, που καταλήγει κι άκρως εντυπωσιακό, είναι πως ενώ εκ πρώτης όψεως διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που στρέφονται κατά του είδους «blockbuster- περιπέτεια δράσης», καταφέρνει να συναρπάζει. Και τούτο επιτυγχάνεται επειδή υπάρχουν σοβαροί κινηματογραφικοί λόγοι που το προκαλούν.
Βέβαια, ο ελληνικός τίτλος είναι λίγο … «γειά σου» μια και δεν είναι «αφεντικό» αυτός που σκοτώνεται αλλά ένας «ματσό» συνάδελφος της ηρωίδας και των δύο άλλων γυναικών , ο οποίος είχε επιχειρήσει να την παρενοχλήσει σεξουαλικά, όπως είχε κάνει και με μία από τις άλλες δύο. Ωστόσο, αυτό δεν εμποδίζει την ταινία να είναι ευχάριστη, εξαιρετικά παιγμένη, καλογραμμένη και όπως συνέβη και με το άλλο γαλλικό, το «Μια ανέφικτη αγάπη», αλλιώς ξεκινά ως είδος και σε άλλο είδος καταλήγει χωρίς , όμως, να συμβαίνει κάτι παράταιρο- αντίθετα η εξέλιξη το περνά ομαλά από το ένα είδος στο άλλο.
Η λέξη «ρομάντζο» δεν χρησιμοποιείται καθόλου υποτιμητικά στον τίτλο για να χαρακτηρίσει αυτή την υπέροχη, θα έλεγα, γαλλική ταινία. Η λέξη εμπεριέχει και «ρομαντισμό» και «μυθιστόρημα» και «Love story», ίσως στην Ελλάδα της δίνουν κακόζηλες διαστάσεις..
Το δεύτερο και τελευταίο αφιέρωμα στην ΝΤΟΡΙΣ ΝΤΑΙΗ είχα αποφασίσει να είναι πάλι κάτι διαφορετικό. Όπως το πρώτο ήταν η καριέρα της γύρω από μια ταινία της, το δεύτερο είναι αφιερωμένο στην περσόνα της και σε ένα ΓΕΓΟΝΟΣ που δεν το γνωρίζουν , ίσως, πολλοί και που το είχα συζητήσει εμβριθώς στην Αμερική, στα χρόνια εκείνα, όπου το είχα πληροφορηθεί από τους βαθιά μυημένους της κινηματογραφίας. Το ότι ήταν η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΛΟΓΗ για τον ρόλο της Mrs Robbinson στον «ΠΡΩΤΑΡΗ» του ΜΑΪΚ ΝΙΚΟΛΣ, και τον είχε αρνηθεί. Και μετά, τελείωσε!
Στο πρώτο μου αφιέρωμα στην ΝΤΟΡΙΣ ΝΤΑΙΗ που μας άφησε στα 97 της χρόνια (θα ακολουθήσει και δεύτερο αφιέρωμα στις αμέσως επόμενες μέρες), θέλησα να ασχοληθώ με αυτή την ταινία της. Περισσότερο από ανάγκη, με αφορμή την Ντόρις Νταίη, να μιλήσω για τον ίδιο τον ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ, να πω κάποια πράγματα στους αναγνώστες εκείνους που τον αγαπούν πραγματικά και που θέλουν να μαθαίνουν για αυτόν. Κι επειδή η Ντόρις Νταίη υπήρξε μια πολύ μεγάλη τραγουδίστρια, που έκανε , παράλληλα, μα τεράστια καριέρα στον κινηματογράφο , αυτή η ταινία μου δίνει την έμπνευση και το κίνητρο. Και- δεύτερο «επειδή»-είναι μία από τις καλύτερες ταινίες της που κάποιοι μπορεί να μην την ξέρουν ή να την έχουν ξεχάσει κι επειδή γύρω από την αλησμόνητη καλλιτέχνιδα δημιουργήθηκε μια «περσόνα» δική της, ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΑΞΙΑ, εκείνη της κομεντιέν υψηλής κλάσεως, που δεν αντιπροσωπεύεται σε τούτο το φιλμ. Και τρίτο «επειδή», η ταινία υπήρξε μεγάλη επιτυχία και της άνοιξε κι άλλους δρόμους αλλά όχι μόνο σε εκείνη.
Κι όλα ξεκινούν από ένα «story», από το «story» της ταινίας, που πήρε το ΟΣΚΑΡ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ STORY ΤΟ 1956 κι αυτό το «story» είναι η βάση της κινηματογραφικής αφήγησης ή διήγησης που θα ξεκινήσω .
Και δίνει την ευκαιρία και στον πρώην της, τον ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΣΚΑΜΑΡΤΣΟ, να κάνει το επόμενο του βήμα ως ηθοποιός ωρίμανσης.
Για τη ΒΑΛΕΡΙΑ ΓΚΟΛΙΝΟ ο λόγος, την Ελληνο-Ιταλίδα μας, η οποία σε τούτη τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της δείχνει ότι ως σκηνοθέτης έχει κάτι να πεί κι έχει και τον τρόπο να το δείξει.
Είδα την ταινία του ΜΑΧΜΟΥΤ ΦΑΖΙΛ ΚΟΣΚΟΥΝ και παρατηρησα κάποια ενδιαφέροντα πράγματα.
Την ξαναείδα την ταινία πρόσφατα, την έχω δει πολλές φορές εννοείται είτε για την ψυχαγωγία μου είτε για τις μελέτες μου αλλά αυτή τη φορά θέλησα μερικά πράγματα να τα μεταφέρω στο έγγραφο . Χωρίς να πρόκειται για μεγάλη ταινία, θεωρώ πως είναι ένα πολύ καλό δείγμα για κάποιον που θέλει να μελετήσει κινηματογράφο, στην πολυπλοκότητα της Τέχνης αυτής, στη συλλογικότητα, στο πως μεταφέρουμε μια τέχνη σε μία άλλη, στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σινεμά στο θέατρο και στο πόσοι πολλοί και διαφορετικοί τρόποι υπάρχουν ώστε να το κάνει κάποιος αυτό. Και βέβαια δεν το κάνει μόνος του, υπάρχουν συλλογικοί, συνολικοί παράγοντες.