Επειδή είναι μια χώρα που την κινηματογραφία της –προπαντός τις σπουδές της- την έχω σε μεγάλη εκτίμηση και συχνά πυκνά δράττομαι της ευκαιρίας να μιλήσω για το επίπεδο σπουδών που το έχω ζήσει ως επισκέπτης κι ως φιλοξενούμενος της Κινηματογραφικής Πανεπιστημιακής Σχολής, μου κάνει εντύπωση, στα τελευταία δύο χρόνια αυτό που επιλέγει. Και φοβάμαι ότι σαν να υπάρχει αυτή τη στιγμή μια στάθμευση διότι δεν έχω δει και του κόσμου τα εξαιρετικά πράγματα στο τελευταίο διάστημα ώστε να περιοριστώ στη «λάθος επιλογή» αλλά μάλλον αντιμετωπίζουμε μια προσωρινή, θέλω να πιστεύω, κρίση.
Πέρσι με το «The guilty», που ήταν ολόιδιο , τουλάχιστον ως σύλληψη και τεχνοτροπία, με το εγγλέζικο «Σε λάθος χρόνο» (Locke), τώρα φέτος με την «Βασίλισσα της καρδιάς» που είναι η «Φαίδρα», αναρωτιέμαι..
Διότι «Η βασίλισσα της καρδιάς», η «Φαίδρα» είναι. Μια δικηγόρος που ζει με τον άντρα της και τα δύο κορίτσια τους σε κάποιο εξοχικό προάστιο(;) θα δει τη ζωή της να αναστατώνεται όταν έρχεται να μείνει κοντά τους ο από προηγούμενο γάμο ή προηγούμενη σχέση, έφηβος γιός του άνδρα της. Ένα παιδί, προβληματικό, επιθετικό, απροσάρμοστο. Κι ανάμεσα στη μητριά και στο νεαρό θα δημιουργηθεί σχέση, η οποία θα ανάψει φωτιές ολόγυρα της.
Δεν είχε τίποτε το διαφορετικό από το μύθο όπως τον γνωρίζουμε, από τη σχέση μητριάς – προγονού σε ερωτικό επίπεδο κι όχι… Ντίκενς (χαχα, η κακιά μητριά και το ορφανό), οπότε η εξέλιξη κι η όποια κορύφωση με κάνουν να χρησιμοποιήσω μια λέξη που τη χρησιμοποιούν με ευκολία «κριτικοί» και μιμητές αυτών, αλλά αναγκάζομαι να το κάνω: Τη λέξη «προβλέψιμο». Αφού ο μύθος είναι πασίγνωστος και χρησιμοποιημένος κι αφού δεν βλέπουμε κάποιου τύπου παραλλαγή, προβλέπουμε τα πάντα. Αρα, χάνεται και το ενδιαφέρον μας. Το μόνο που μας κρατάει σε κάποιο ενδιαφέρον-αντίφαση, έστω- είναι η ελπίδα κι η εμπιστοσύνη στους Δανούς κινηματογραφιστές ότι μπορεί να πάει κάπου αλλού η ιστορία και να ξεφύγει από τα πρότυπα του Φαίδρα-Ιππόλυτος-Θησέας.
Διότι, το να πεις ότι «ψυχολογεί» κι ότι ρίχνει βάρος σε αυτό κομμάτι, ναι, μπορεί, αλλά όχι τέτοιο βάρος ώστε να το βγάζει από τα συνηθισμένου του αρχέτυπου. Υπήρξαν στιγμές που με συνέλαβα να νοσταλγώ την ταινία του Ζυλ Ντασέν με τη Μελινάρα θεά , όπως την ειχε ντύσει με τα «Ντιόρ» η Ντένη (Βαχλιώτη) κι αυτό εδώ της MAIH EΛ-ΤΟΥΚΧΥ, να μου φαίνεται πεζό. Διότι στης Μελίνας, κάπου ψέλλιζαν και μια αναγωγή στην αρχαία τραγωδία μέσα στο όλο κοσμοπολίτικο του πράγματος. Εδώ το πάνε προς ψυχολογία μεριά κι επειδή έχει γυναίκα σκηνοθέτη μήπως και θέλουν να το δουν και φεμινιστικά; Δεν πήρα τέτοια απάντηση από την ταινία.
Από την άλλη, παραδέχομαι ότι το έχουν κάνει με σοβαρότητα, προσπαθούν να το προσεγγίσουν ψυχολογικά, ότι η ΤΡΙΝΕ ΝΤΥΛΧΟΛΜ είναι μια θαυμάσια ηθοποιός τόσο σε προηγούμενες ταινίες της όσο και σε αυτό το ρόλο. Από την άλλη, όμως, όχι για λόγους σεμνοτυφίας που κάθε άλλο παρά με χαρακτηρίζει κάτι τέτοιο αλλά από λόγους κινηματογραφικής αισθητικής, αυτή την εμμονή στο γυμνό, δεν την κατάλαβα. Ούτε από πλευράς σκηνοθέτη ούτε από πλευράς πρωταγωνίστριας.
Εφυγα με την απορία ποια θα μπορούσαν να είναι τα όπλα της υπεράσπισης για την ταινία και παρά την καλή μου θέληση, δεν τα βρήκα. Δεν λέω ότι είναι ένα κακό έργο αλλά δεν μας πρόσθεσε και τίποτα ούτε κινηματογραφικά ούτε πάνω στο μύθο της Φαίδρας.
Η ψυχρή υποδοχή κι από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου που περιορίστηκε αποκλειστικά στην ερμηνεύτρια και σε τίποτε άλλο, ενισχύει την εντύπωση που αποκόμισα