Ξεκινάμε, επιτέλους, από τον ΠΑΡΑΓΩΓΟ, τον ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΑΜΙΩΤΗ, ο οποίος άρπαξε το θέμα , που ήταν η ζωή της ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, της κορυφαίας Ελληνίδας στιχουργού, με την πολυκύμαντη και ταραγμένη ζωή, με μια πολύ ζωντανή κι ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, που προσφερόταν για να γίνει έργο.
Με αυτό το θέμα , ο παραγωγός κατέφυγε σε σεναριογράφο, την ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΠΕΗ και σε σκηνοθέτη , τον ΑΓΓΕΛΟ ΦΡΑΝΤΖΗ και «ξαφνικά» άρχισαν να στήνονται οι βάσεις για να λειτουργήσουν τα πάντα. Με τον ένα να κατευθύνει και να συμπληρώνει τον άλλο. Με αποτέλεσμα η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΠΕΗ, που ως τώρα δεν είχε δώσει κάτι ανάλογο ως δείγμα σεναριακής γραφής, να φτιάξει ένα σενάριο εξαιρετικό, εξαιρετικό όμως, και με τον Αγγελο Φραντζή να αναδεικνύεται σε σκηνοθέτη πρώτης γραμμής, όπου αυτό το σενάριο το δούλεψε από τη δική του μεριά, τη σκηνοθετική, με εμπνεύσεις, με ωραίες λύσεις, με εκπληκτικούς συνεργάτες ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ, όπου τα πάντα λειτούργησαν κι έφτασαν και σε κορυφώσεις.
Διάλεξαν την αφηγηματική γραμμή. Με σύντομες σκηνές, οι οποίες θα έδιναν στον μοντέρ παρακάτω τη δυνατότητα να δώσει ροή στην ταινία κι ο μοντέρ ΛΑΜΠΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ είναι από αυτούς τους συντελεστές στους οποίους η «ΕΥΤΥΧΙΑ» χρωστά πολλά.
Το σενάριο λοιπόν διαλέγει την αφηγηματική γραμμή, την εξιστόρηση του μύθου της στιχουργού, τις σκηνές που θα δείξει τα πάθη της και την προσωπικότητα της και θα αναδειχθεί ο χαρακτήρας της, την καταστροφή της Σμύρνης και το πώς έφτασαν στην Ελλάδα, τον πρώτο σύζυγο που τους περίμενε και το πώς δεν τον αγάπησε, την τάση ελευθερίας της που την οδήγησε στο αντί για δασκάλα που ήθελε να γίνει αρχικά να στραφεί στο να γίνει ηθοποιός, στα μπουλούκια, στην επαφή με την Κοτοπούλη και στο πως περνά στη στιχουργική, αλλά και στο χωρισμό, στο πως γνωρίζει τον έρωτα με έναν άνθρωπο που μόνο της ιδιοσυγκρασίας της δεν έδειχνε.. κι όμως.., μέχρι τις λοιπές εξελίξεις, το πάθος της με τον τζόγο, την αρρώστια και το θάνατο της κόρης της ,Μαίρης Λαϊδου (η τσιγγάνα του «Οκτώ Κούπα» προς τους Φωτόπουλο-Αυλωνίτη στο «Λατέρνα , φτώχεια και φιλότιμο» του Σακελλάριου) ….χοντρικά να το πω, το σενάριο τα δείχνει όλα με ένα τρόπο μαγικό, με μια υποδειγματική και παραδειγματική οικονομία, με την έννοια της λέξης «οικονομία». Δεν υπάρχει σκηνή περιττή, αντιθέτως κάθε σκηνή είναι «βασανισμένη» και μελετημένη και πάει την ιστορία συνεχώς παρακάτω. Πουθενά δεν «μαγκώνει», πουθενά δεν επαναλαμβάνεται.
Στην προσωπικότητα της «Ευτυχίας έχουν βρει σκηνοθέτης και σεναριογράφος τον κοινό παρονομαστή που πρέπει αυτός να ερμηνευθεί κι από τις δύο ηθοποιούς που θα αναλάβουν το ρόλο, μια κι αποφάσισαν, αφού θα έδειχναν όλη της τη ζωή, να την ερμηνεύσουν διαφορετικές ηθοποιοί στις δύο ηλικίες.
Ο κοινός ερμηνευτικός ιστός ήταν η ασυμβίβαστη, εκρηκτική της προσωπικότητα.
Πριν αναλάβει η ΚΑΡΙΟΦΥΛΙΑ ΚΑΡΑΜΠΕΤΗ, προηγείται η ΚΑΤΙΑ ΓΚΟΥΛΙΩΝΗ, η οποία ετοιμάζει το έδαφος για την Καριοφυλιά, έχοντας φτιάξει την Ευτυχία της νεώτερης ηλικίας, έχοντας συστήσει πλήρως την προσωπικότητα της με ένα δικό της δυναμισμό, έχοντας ετοιμάσει και τη σκηνή του θρήνου, εκεί που μεγαλουργεί η ΚΑΡΑΜΠΕΤΗ στο δεύτερο μέρος όταν χάνει την κόρη… όμως έχει προηγηθεί κι η Γκουλιώνη με ένα ανάλογο θρήνο, μικρότερης βέβαια εμβέλειας, όταν χάνει τη μάνα.. ΚΙ ο τρόπος θρήνου ακόμα, έχει σκηνοθετική κι ερμηνευτική συνέπεια.. Κι αυτό επίσης είναι ένα στοιχείο που πιστώνεται στο σενάριο, που μας προετοιμάζει εξ αρχής για πράγματα που θα συμβούν παρακάτω …
Στο μεταξύ, έχουν σκεφτεί, στα πλαίσια της αφηγηματικής ,ροϊκής γραμμής, να το ξεκινήσουν αλά Φώσκολος (κι εδώ δεν θέλω γέλια.. η αναγνώριση των απαρχών επιβάλλεται κι η ταινία στην πράξη τη διαθέτει) να την ξεκινήσει από την ωριμότητα, να ξεκινήσει με Καραμπέτη δηλαδή αλλά Καραμπέτη-Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου , δηλαδή με μουσική εκδήλωση προς τιμήν της όπου και την Καριοφυλιά θα πατρονάρει επειδή δραματουργικά θα καθυστερήσουμε παρακάτω- όμως, εξυπνότατα θα μας την επαναφέρουν με flash- forward) , για να μην ξεχνιόμαστε, κι αφετέρου με σύσταση με τη μία, της ηρωίδας. Του ποια είναι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, την ιστορία της οποίας θα δούμε. ΜΠΡΑΒΟ ΤΟΥΣ!!!
Κι αναλαμβάνει η Καριοφυλιά. Εχοντας παραλάβει τη σκυτάλη, σε πολύ καλό ημιτελικό σημείο από την Γκουλιώνη. Ο, τι κι αν πω για την Καραμπέτη και για την ερμηνεία της στο ρόλο, είναι λίγο. Πρώτον και κύριον , η σκέψη τους να πάρουν την Καριοφυλιά που εκ πρώτης δεν «φέρνει» της Παπαγιαννοπούλου, είναι ευφυής Διότι από τη στιγμή που θα προβάλλουν την Παπαγιαννοπούλου ως δυναμική προσωπικότητα, χρειάζονται και μια εκτυφλωτική ηθοποιό, που θα την αναλάβει στα δύσκολα και ώριμα χρόνια. (όχι ότι και τα νεανικά χρόνια ήταν εύκολα…). Από τη στιγμή που θα προβάλεις προσωπικότητα χρειάζεσαι ηθοποιό με προσωπικότητα που να μπορεί ΚΑΙ την ανάσα να κόβει ως πρωταγωνίστρια αλλά και να ενσαρκώνεται ως αληθινή ηθοποιός. Η ΚΑΡΙΟΦΥΛΙΑ ΚΑΡΑΜΠΕΤΗ έχει αυτό το θείο χάρισμα, που μου το είχε μεταδώσει από την πρώτη φορά που την είχα δει στη σκηνή, πριν από 30 περίπου χρόνια: Ως «Λούλου» στο «Ανοιχτό Θέατρο» του Γιώργου Μιχαηλίδη,. Η εμφάνιση της στη σκηνή μου είχε κόψει την ανάσα. Και το ίδιο μου μετέδωσε όσες φορές κι αν την είδα: ΤΟ ΕΚΤΟΠΙΣΜΑ! Κατάγεται από τις παλιές στόφες . Αυτό το εκτόπισμα της το καταγράφει κι ο φακός. Τη θέλει κι ο φακός. Μόνο που τα σενάρια που είχαν πέσει στα χέρια της δεν ήταν τέτοια ώστε να την κάνουν κάτι ανάλογο με αυτό που την έκανε το θέατρο. Στην «ΕΥΤΥΧΙΑ» είναι η ΚΑΡΙΟΦΥΛΙΑ του μεγάλου, του τεράστιου εκτοπίσματος, ΠΟΥ ΚΟΒΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ. Ο τρόπος που παίζει, οι τελευταίες λεπτομέρειες στις κινήσεις της (εδώ βέβαια πάλι εύσημα στο σκηνοθέτη διότι τα έχει ετοιμάσει από πριν και με την Γκουλιώνη), το βλέμμα της, οι αποχρώσεις στους τόνους της, είναι ερμηνεία ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΗΘΟΠΟΙΟΥ.
Και βέβαια φτάνουμε στη μεγάλη σκηνή, ‘όπου πριν μιλήσω για την Καραμπέτη, πάλι πρέπει να αναφερθώ στη σωστή δουλειά των τριών βασικών συντελεστών-γονέων της ταινίας, παραγωγού-σεναριογράφου-σκηνοθέτη. Και το credit βέβαια γίνεται σεναριακό, αφού από εκεί ξεκινάμε πάντα: Ότι χρειάζεται μια σκηνή μεγάλης κορύφωσης. Ενα έργο χρειάζεται τουλάχιστον μία τέτοια μεγάλη σκηνή. Βεβαίως και χρειάζεται και ενδιάμεσες σημαντικές σκηνές πουν να σου μένουν. Όμως μία σκηνή κορύφωσης είναι επιβεβλημένη, για το ίδιο το έργο, για την ίδια την ηρωίδα και για την ανάδειξη της ηθοποιού που θα την ερμηνεύσει.
Και πράγματι διάλεξαν το πλέον κατάλληλο περιστατικό του ταραχώδους βίου της Παπαγιαννοπούλου, τον θάνατο της κόρης της. Αυτόν διάλεξαν για τη μεγάλη της σκηνή. Κι έφτιαξαν μια σκηνή για την οποία ας μου επιτρέψουν να τους δώσω τα συγχαρητήρια μου. Κι έδωσαν στην Καριοφυλιά, αυτό που στην Αμερική ονειρεύεται κάθε ηθοποιός να της τύχει για να πάρει το ΟΣΚΑΡ. Η σεκάνς ολόκληρη από το τηλεφώνημα στο ψιλικατζίδικο, ο σιωπηλός τρόπος με τον οποίο αντιδρά στην είδηση του θανάτου της κόρης της, η έκφραση της με την οποία, ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ, μεταδίδει πλήρως το συναίσθημα στο θεατή και η διαδρομή στο στενοσόκακο, από το ψιλικατζίδικο ως το σπίτι, ο τρόπος με τον οποίο βαδίζει που δείχνει ένα φρούριο το οποίο είναι έτοιμο να καταρρεύσει, αυτό το «παραντούρισμα» του πόνου όπου ο άνθρωπος προς στιγμήν χάνει τα λογικά του και το εκφράζει με το σώμα, με το βάδισμα, το πώς αυτό από το σώμα ανεβαίνει στο πρόσωπο, πως από τον βουβό ακόμα πόνο, που όμως μέσα της βράζει το πληγωμένο ζώο που πονάει , ανεβαίνει ως τα μάτια και δεν έχω ξαναδεί σε ηθοποιό να είναι έτοιμα τα μάτια να βγουν από τις κόγχες τους για να καταλήξει σε μια κραυγή, σε ένα συνδυασμό Παξινού Αρχαίας Τραγωδίας κι απελπισμένης γυναίκας σε κανονική κηδεία , με μία κραυγή που είναι κατάληξη όλης αυτής της διαδρομής… ΥΠΟΚΛΙΝΟΜΑΙ. Στην Καριοφυλιά, αλλά και στη σεναριακή σύλληψη και βέβαια στο σκηνοθέτη που της το ανέδειξε με αυτή την παρακολούθηση και στο πως συντόνισε τους άλλους ηθοποιούς, τους χαρακτήρες που την περιμένουν έξω από το σπίτι, να της το κάνουν χορωδία.. μια συμφωνία κραυγών, από τις σπάνιες που έχω δει στον κινηματογράφο. ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ, που τόσο τον έχουν υποτιμήσει.
Να γιατί ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΟΥ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ήταν ανέκαθεν το ότι Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ. Πόσοι δούλεψαν για αυτή τη μεγάλη σκηνή της Καριοφυλιάς! Είναι μια «μικρογραφία» ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ.
Οι πένθιμοι φωτισμοί και το στήσιμο του πλάνου κι η παρακολούθηση της κάμερας από τον διευθυντή φωτογραφίας ΓΙΑΝΝΗ ΔΡΑΚΟΥΛΑΡΑΚΟ… από τον μοντέρ ΛΑΜΠΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ που παρακολουθεί το μονοπλάνο και κόβει στο σημείο που πρέπει να προλάβει ο θεατής να αντέξει κινηματογραφικά τον θρήνο κι όχι να αρρωστήσει.. από τη ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ των ΜΙΧΑΛΗ ΣΑΜΙΩΤΗ και ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ που βρήκαν αυτό το στενοσόκακο, είτε αυθεντικό είτε σκηνικό δεν μας ενδιαφέρει, μας ενδιαφέρει μόνο ως τέλειο πλαίσο για αυτή τη δραματική σκηνη, από τα κοστούμια της ΙΟΥΛΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ που πρόσεχα το ρούχο στο πως την είχε προετοιμάσει για πένθος, από το μακιγιάζ της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΓΙΑΤΡΑΚΟΥ που είχε επιμεληθεί ανεπαίσθητα τη χλωμάδα της..
ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ, όπως σε αυτή τη σκηνή, έχουν δουλέψει οι παραπάνω για ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ. Σκηνογραφική διεύθυνση πολλών εναλλαγών, που όλες οι επιλογές έχουν «εποχή» και «χρώμα», ένα χρώμα που να υποδηλώνει «Ελλάδα», «έπος», «λαικό τραγούδι».. αυλές, μπουζουξίδικα, χώρους του τζόγου.. Ετσι έχει δουλέψει ο Δρακουλαράκος όλη τη φωτογραφία, τι επιμέλεια πλάνων, τι στήσιμο πλάνων, τι φωτισμοί που να αναδεικνύουν τα υποβλητικά χρώματα της σκηνογραφίας και μια κάμερα που να μην είναι στατική, να δουλεύει μαζί με το σενάριο των σύντομων σκηνών, για το μοντάζ.
Όχι, δεν άφησα απέξω τον ήχο του θρήνου, διότι κι εδώ ο ΣΤΑΡ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΧΟΛΗΨΙΑΣ, ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΥΜΠΟΠΙΩΤΗΣ στο πως «απέσυρε» τους άλλους ήχους για να ακουστεί η κραυγή , έχει κάνει τη δική του κατάθεση . Ο Βαρυμποπιώτης, όμως , σε όλα την ταινία έχει παραδώσει μαθήματα ήχου. Ηχοι της κάθε λεπτομέρειας, είτε μιλάμε για τη σκηνή της Μικρασιατικής Καταστροφής είτε για τους ήχους της αυλής και των εσωτερικών χώρων είτε –κυρίως εδώ- για την παρεμβολή και τη χρήση της μουσικής, για την παρεμβολή των τραγουδιών που έρχονται σαν μια φυσική απόρροια των δρωμένων. Τέτοια εκπληκτική σύνθεση.
Και βέβαια τα τραγούδια, διότι χωρίς τα τραγούδια τι Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου θα δείξεις. Όταν το «μότο» είναι πως «όλοι ξέρουν τα τραγούδια μου-δεν ξέρουν εμένα», κι όταν τα τραγούδια της είναι οι θησαυροί που έχουμε τραγουδήσει όλοι μας και συνεχίζουμε να τραγουδάμε κι όταν επίσης το «μότο» αυτό περιλαμβάνει και τη δραματική εκδοχή του , πως τα πούλαγε για να παίζει τζόγο αλλά κι έβγαιναν μέσα απ΄την ψυχή της κι από τα βιώματα της. Κι εδώ έχουν ΠΑΛΙ συμβάλει ο πάντες, σε ποιες σκηνές δηλαδή θα μπαίνουν τα τραγούδια είτε για να «εξηγήσουν» είτε για να «ανεβάσουν» συναίσθημα και ποια τραγούδια θα είναι αυτά. Εδώ έρχεται κι ολοκληρώνει ο ΜΙΝΩΣ ΜΑΤΣΑΣ αφήνοντας κι ένα τραγούδι-υποθήκη καθαρώς κινηματογραφικό για την ταινία.
Τώρα θα μου επιτραπεί να πιάσω και τους ηθοποιούς, έναν έναν. Πέρα από τις δύο «Ευτυχίες» για τις οποίες έγραψα.
Πρώτα θα ασχοληθώ με τους ηθοποιούς που παίζουν ρόλους οι οποίοι συμμετέχουν στο δράμα. Ο ΠΥΓΜΑΛΙΩΝ ΔΑΔΑΚΑΡΙΔΗΣ στο ρόλο του μπασκίνα συζύγου, βγάζει έναν τόσο ζεστό , ανθρώπινο και ποιητή μπάτσο όπως τον θέλει το σενάριο. Ο ΠΑΥΛΟΣ ΟΡΚΟΠΟΥΛΟΣ που ήταν κι «υπομονετικός» αλλά κι «αποφασισμένος» πρώτος σύζυγος που σε όλη τη διαδρομή του ρόλου κράτησε το ανθρώπινο στοιχείο της συμπόνιας με το οποίο ολοκλήρωσε και δικαιολόγησε τις προηγούμενες ενέργειες του . Ο ΘΑΝΟΣ ΤΟΚΑΚΗΣ που παίζει τον πιστό γκέι φίλο της Ευτυχίας και του δίνει κι ένα τόνο «αμπιγιέρ» - τον δημιουργεί. Η ΝΤΙΝΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ στο ρόλο της μητέρας που την κάνει κι αυστηρή κι ανθρώπινη και δικαιολογημένα μάνα της Ευτυχίας. Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ που παίζει συγκινητικά αλλά και δυναμικά, σαν γνήσια κόρη της Ευτυχίας, την Μαίρη Λαίδου, την κόρη την άτυχη. Η ΛΙΛΑ ΜΠΑΚΛΕΣΗ που παίζει συγκινητικά την άλλη της κόρη. Η ΕΥΓΕΝΙΑ ΣΑΜΑΡΑ, είναι αυτό που πρέπει, η εγγονή, και βγάζει τόσο έντονα το κοριτσίστικο. Ο Τοκάκης, η Μπακλέση κι η Σαμαρά είναι αυτοί που γίνονται «χορωδία πόνου» στη σκηνή του στενοσόκακου. Συμβάλλουν, για αυτό και τους ανέφερα ονομαστικά, ξεκινώντας βέβαια από την επιλογή του casting director και την χρησιμοποίηση από τον σκηνοθέτη.
Και φτάνουμε σε ένα άλλο στοιχείο της ταινίας, που έχει να κάνει πάλι με το συλλογικό ,με παραγωγή, σκηνοθεσία και σενάριο. Με το ότι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου συνεργάστηκε με μυθικές προσωπικότητες ή έζησε με κάποιες από αυτές κι οι οποίες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Σκέφτηκαν πανέξυπνα ότι έπρεπε να υπάρχουν στο σενάριο, έστω με μία σκηνή –κάποιοι και με δύο οι τρεις σκηνές-, διότι σινεμά κάνουμε και θα ομορφήνουν την ταινία αρκεί να ενταχθούν στη δράση. ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ γράφτηκε υπέροχη σκηνή ,κι ο σκηνοθέτης σε όλους έδωσε την κατεύθυνση που θα μπορούσαν να πιαστούν ώστε να αποδώσουν, να θυμίσουν χωρίς να μιμηθούν, να έχουν ενσωματωθεί στη δράση κι όχι απλώς να κάνουν περίπατο με λεζάντες.
Θα τους αναφέρω λοιπόν έναν-έναν: Τον ΑΝΤΩΝΗ ΛΟΥΔΑΡΟ για το πώς μόλις που υποδεικνύει το «ρο» του ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, τον ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΑΚΟΥΡΗ για το σύρσιμο του σίγμα με το οποίο «συστήνεται» ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ, την ΜΑΤΘΙΛΔΗ ΜΑΓΓΙΡΑ ως ΡΕΝΑ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ που το σενάριο τη θέλει λίγο «τρελοκερκυραία» να θυμίζει τη γνωστή και ζεστή φιλενάδα της Ευτυχίας - με τον ίδιο, όμως, τρόπο φωνής, τον ΚΡΑΤΕΡΟ ΚΑΤΣΟΥΛΗ που βγάζει την γλυκύτητα προσέγγισης του ΜΑΝΩΛΗ ΧΙΩΤΗ, τον ΧΑΡΗ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ως ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΚΑΛΔΑΡΑ να υποδηλώνει τον πιο πιστό της από όλους, την ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ να έχει τον αέρα της μεγάλης θεατρίνας αφού έτσι έβλεπε την ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ η Ευτυχία της νιότης και στο ίδιο υποκειμενικό της Ευτυχίας τον ΓΙΑΝΝΗ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟ ως ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ ΜΑΝΕΛΗ τόσο του «μπούφου» κωμικού- αναγνώρισης από τους θεατές αλλά και γαμπρού που η Ευτυχία δεν πολυγούσταρε- έκανε πολύ καλή σύνθεση ο ηθοποιός, τον ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ που σύνθεσε σε δύο σκηνές ένα χαρακτήρα μη αναγνωρίσιμο-πιθανόν να είναι κι επινοημένο πρόσωπο, τον ΦΟΙΒΟ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ που έφτιαξε ένα κονφερασιέ υπερβολικό ακριβώς έτσι ώστε να εκνευρίζει την Ευτυχία. Πολύ καλός. Και βέβαια, την ΧΡΥΣΑ ΡΩΠΑ που ως ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΟΥ στη σκηνή του κουμαρτζίδικου ομολογώ πως δεν την αναγνώρισα, είχε πλήρως ενσαρκωθεί και μεταβληθεί από το μακιγιάζ και το ντύσιμο.
Όλα αυτά τα είπα, επειδή επαναλαμβάνω κάθε τόσο αυτό που διδάχτηκα τόσο εδώ πως «η σωστή διανομή είναι η μισή σκηνοθεσία» από τον μέγα Δαλιανίδη όσο και στην Αμερική το ότι η ερμηνευτική αξιολόγηση ξεκινά από το ρόλο που ξεκινά από το σενάριο κι από τη θέση του μέσα σε αυτό το σενάριο και από το πώς τον θέλει ο σκηνοθέτης, η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ για την ακρίβεια, μέσα στο Σενάριο.
Κλείνω με ένα ΘΕΡΜΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ προς όλους – αν δεν έγινε αντιληπτό από το υπόλοιπο κείμενο.